Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

innocent love

Εκεινο το καλοκαιρι στη Σαλαμινα, ο Αυγουστος ειχε τη μορφη του νεαρου Διονυσου. Καλοκαιρι σταθμος, μολις ειχα τελειωσει το δημοτικο και αρχισα να αισθανομαι μεγαλη πια. Μεγαλη με μια εννοια δυνητικη μα οχι και πραγματικη. Ειχαμε νοικιασει ενα ομορφο σπιτι στην κορυφη ενος λοφου που εβλεπε κατω την θαλασσα.

Το σπιτι δεν το ειχαμε ολο στη διαθεση μας. Δυο δωματια, ενα μπανιο, και χρηση της κουζινας και των χωρων υποδοχης. Στο υπολοιπο σπιτι εμενε ο κυριος Γ.Π περιπου εξηνταρης, συνταξιουχος ακαδημαικος. Ειχε χασει τη γυναικα του πολυ νωρις και αυτο το σπιτι μεσα σε ενα τεραστιο κτημα με πευκα και φυστικιες, το ειχε κανει σχεδον μονιμη κατοικια. Μαζι του εμενε η κυρια Ελενη, που θα επρεπε να ηταν γυρω στα πενηντα και που μας την συστησε ως οικονομο του. Η μαμα που ηταν παντα του στυλ, “ναι καλα τωρα”, εν απουσια τους ελεγε οτι, μονος ανθρωπος ητανε, ηθελε καποια παρεα.

Η κυρια Ελενη παντως ηταν παρα πολυ ευγενικη, του μιλουσε στον πληθυντικο, καθαριζε και μαγειρευε. Φαινοταν ενθουσιασμενη που θα περναγαμε το καλοκαιρι μαζι τους, και ελεγε οτι τα κοριτσακια δινουμε αλλο αερα στο καλοκαιρι τους με τις φωνες μας και τα παιχνιδια μας. Η Τινα ηταν τοτε στα οχτω.

Ο κυριος Γ.Π μας εδωσε την καρτα του. Ελεγε απανω, θεολογος, φιλολογος και συγγραφεας. Η μαμα παλι δεν αντεξε και ειπε. Καλα τιποτε αλλο δεν μπορουσε να βαλει απανω; Ο κυριος Γ.Π οταν δεν διαβαζε, η οταν δεν εγραφε, εφιαχνε κατασκευες με τσιμεντο και ψηφιδες. Ειχε φιαξει ενα ομορφο στρογγυλο τραπεζι σε καλουπι και η επιφανεια του ηταν ψηφιδωτο. Οταν εφιαχνε τετοια μου αρεσε να καθομαι κοντα του να τον παρακολουθω. Ειχε τεραστια υπομονη και μιλαγε ομορφα. Ομορφα και οπως θα επρεπε σε μικρα παιδια. Και ποτε ποτε ελεγε στην κυρια Ελενη. “Κυρια Ελενη δε θα μας φερετε μια βυσσιναδα εδω στα μαστορια;”

Ο κηπος γυρω απο το σπιτι ηταν μεγαλος. Η ετσι φαινοταν στα παιδικα μου ματιια. Θα ηταν περιπου τεσσερα στρεμματα. Ειχε μεσα τεραστια πευκα που ακομα και το νταλα μεσημερι ηταν οαση δροσιας στη σκια τους. Ενα απο αυτα ειχε απο κατω μια μεγαλη τετραγωνη πετρα που μου αρεσε να καθομαι τα μεσημερια που οι αλλοι πηγαιναν για υπνακο. Μαζευα κουκουναρια και διαβαζα κρυφα κατι περιοδικα που ειχα ανακαλυψει πισω απο ενα μπερντε στην βιβλιοθηκη της κυριας Ελενης.

Η κυρια Ελενη ειχε μια τεραστια συλλογη απο “Ροματζα” και “Θησαυρους” που εμεις δε τα παιρναμε γιατι η μαμα ελεγε οτι ηταν φτηνα. Εμενα ομως με ετρωγε η περιεργεια. Τα ειχε ομορφα ταξινομημενα με ημερομηνιες, κι ετσι μπορουσα ευκολα να παρω μερικα και να τα επιστρεψω χωρις να με παρουν χαμπαρι. Διαβαζα ερωτικες ιστοριες, φωτορομαντζα και ειχα τοσες αποριες αλλα που να ρωτησω και να ανακαλυψουν το μυστικο μου. Μερικες θα ρωταγα το φθινοπωρο την Ολγα που ηταν η μονιμη κολλητη μου στο δημοτικο σχολειο, και παντα ηξερε πιο πολλα σ’αυτους τους τομεις. Η μαμα ελεγε , εμ βεβαια, μοναχοκορη ειναι την κουβαλανε παντου, μεγαλωσε πριν την ωρα της.

Ετσι εκτος απο τα φρεσκα φυστικακια -πρασινα ακομα με ευκαμπτο κελυφος απο μεσα- που ειχα ταραξει εκεινο το καλοκαιρι στον κηπο της Σαλαμινας, εμαθα διαφορα καινουργια πραγματα εκει στην πετρα κατω απο το πευκο.

Η θαλασσα δεν ηταν μακρυα, μια κατηφοριτσα κατεβαινες και σε πεντε λεπτα ησουνα στο μωλο. Δεν ειχε κινηση τουριστικη. Αριστερα απο το μωλο, ειχε μια μικρη παραλια, αλλα και πολλα βραχια. Οσα παιδια μαζευομασταν στο μωλο καναμε βουτιες ολη την ωρα. Παιρναμε φορα και αλλοι -οι πρωχωρημενοι- επεφταν με το κεφαλι και αλλοι φοβιτσιαρηδες σαν κι εμενα με τα ποδια. Με ενα ζευγαρι βατραχοπεδιλα και μια μασκα ολα τα πρωινα ηταν βουτιες και εξερευνηση στα βραχακια. Εκεινα τα βραχακια ειχαν απανω κολλημενες τις πιο ομορφες και γιαλυστερες πεταλιδες που εχω δει. Δεν μπορουσα να τις ξεκολλησω γι αυτο αρκουσε που μαζευα σαλιγκαρακια. Καθε τοσο εβγαζα και το κεφαλι εξω για να δω τη μαμα πανω στο βραχακι να κανει ηλιοθεραπεια. Ειχε ενα πολυ ομορφο σμαραγδι μαγιω χωρις τιραντες και με λαστιχο σαν σφηκοφωλια και εμοιαζε με σταρ του Χολιγουντ.

Ενα πρωι η μαμα δε κατεβηκε για μπανιο και βρηκαμε ευκαιρια να κανουμε πιο τρελλες βουτιες και να ξανοιχτουμε λιγο. Εκει μεσα στο νερο βλεπω για μια στιγμη τη μαμα να κατεβαινει με τον κυριο Γ.Π και την κυρια Ελενη. Οι δυο μπηκανε σε ενα αυτοκινητο και η κυρια Ελενη ηρθε κοντα μας. Εμεις τρομαξαμε που εφυγε ετσι γρηγορα η μαμα, και το μυαλο μας πηγε οτι κατι συνεβη στον παπου στην Αθηνα η στον μπαμπα που ελειπε ταξιδι. Μη στεναχωριεστε μας λεει η κυρια Ελενη, η μανουλα ειναι καλα αλλα αισθανθηκε μια αδιαθεσια. Οταν ηρθε το απογευμα και την ειδαμε καλα ησυχασαμε. Μας ειπε την επομενη οτι μας ετοιμαζε καινουργιο αδελφακι αλλα το εχασε. Νομιζω οτι τοτε αυτο δε μας ενοιαξε καθολου. Αρκει που ηταν παλι κοντα μας.

Πιο περα στα Αμπελακια ηταν το κτημα του πατερα του κυριου Νικου. Ο κυριος Νικος ηταν συναδελφος του μπαμπα. Ειχε παντρευτει μια αγγλιδα αλλα χωρισανε. Η γυναικα του εμενε μονιμα στο Λονδινο. Ειχε ενα γιο, τον Τζεημς (Δημητρη) που θα ερχοταν τον Αυγουστο για διακοπες στον παπου. Αντε, ειπε η μαμα, να κανετε και παρεα, να πειτε και καμια κουβεντα αγγλικα. Ο Τζεημς ηταν δεκαξι χρονων και στα ματια μας φαινοταν “μεγαλος” .

Η μονη παρεα που ειχα με αγορια μεχρι τοτε ηταν τα μεγαλα μου ξαδερφια που ομως με τσιγκλαγανε συνεχεια και με εκνευριζανε, και τα παιδια απο το σχολειο. Ο Σταθης που καθοταν απο πισω μου στις κερκιδες του γυμναστηριου και ψυθιριζε σαχλαμαριτσες ωσπου μια μερα ο γυμναστης τον τσακωσε και του τραβηξε το αυτι, ο Παρις που μας καλουσε με την Ολγα (πακετο πηγαιναμε) στο σπιτι του στην Κηφισσια και μας προσφεραν οι αχρηστοι βερμουτ στα παρτυ μεχρι που το ανακαλυψε η μαμα και δε μας ξαναφησε, και ο Σπυρος που οταν του μιλαγα κοκκινιζε και χαμηλωνε τα ματια.

Ο Τζεημς ηταν αλλοιως, μιλαγε σπασμενα ελληνικα και ηταν ομορφος, σαν το θεο Διονυσο με ξανθες μπουκλες. Ηταν αυθορμητος και μας αγγαλιασε αμεσως λεγοντας μας οτι ηθελε πολυ να μας γνωρισει γιατι του ειχε πει ο πατερας του για μας. Μας μιλαγε και μας κοιταγε στα ματια. Εκεινο τον Αυγουστο παιζαμε μπαλα με τον Τζεημς, κολυμπαγαμε, καναμε πατητες, πηγαιναμε στα αμπελια του παπου του και κοβαμε σταφυλια. Τα απογευματα τρωγαμε παγωτα και παιζαμε επιτραπεζια παιχνιδια. Ερχοταν και στο κτημα και μας μιλαγε ο κυριος Γ.Π. Ο Τζεημς δεν ηθελε να μιλα αγγλικα, ηθελε να μαθει ελληνικα, πραγμα που με βολευε γιατι ντρεπομουνα που δεν ηξερα τη γλωσσα καλα. Με εβαζε να λεω λεξεις για να τις επαναλαμβανει.

Μας πηραν και στον τρυγο στου παπου του και μας εδωσαν και καλαθακια να μαζεψουμε κι εμεις σταφυλια. Και αργοτερα ξετρελλαθηκαμε οταν μας αφησαν να μπουμε και στο πατητηρι.

Εκεινο τον Αυγουστο μαλλον ερωτευτηκα τον Τζεημς που ομως δε νομιζω να καταλαβε τιποτα αλλα εγω το ηξερα. Εξ αλλου ειχα διαβασει τα σινερομαντζα και ..χωρις αμφιβολια, ηξερα τι ειναι ερωτας.

Στην Σαλαμινα δε ξαναπηγαμε μιας και καθε καλοκαιρι πηγαιναμε σε διαφορετικο μερος. Εκ των υστερων εμαθα οτι πηγαμε κοντα επειδη η μαμα περιμενε το αδελφακι μας. Τον Τζεημς δεν τον ξαναειδα , γραψαμε κανα δυο αθωα γραμματακια και μετα εγινε παρελθον. Δεν ξεχναω ομως εκεινο το ομορφο χαμογελο τα καθαρα ματια και τα ξανθα δαχτυλιδια στα μαλλια. Μια βουτια στη θαλασσα και τα δαχτυλιδια εξεφανιζοντουσαν.

Μια βουτια στις αναμηνσεις εκεινο τον Αυγουστο στη Σαλαμινα. Οι παλιες αγαπες, λενε, πανε στον παραδεισο.




Despina Pavlis

Δεν υπάρχουν σχόλια: