Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

«Παρακαλώ, βάλτε μου ένα ευρώ βλίτα»!



Η ΚΡΙΣΗ ΜΕΤΡΑΕΙ ΤΑ ΨΙΛΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΛΑΪΚΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΨΥΧΙΚΟΥ
Πώς βιώνουν οι πωλητές λαϊκών αγορών την οικονομική στενότητα των καταναλωτών ακόμη και σε περιοχές «υπεράνω υποψίας»


«Αν θέλεις να διαμορφώσεις πραγματική εικόνα για την οικονομία πήγαινε σε μια λαϊκή αγορά» λέει μια παλαιά θυμοσοφία του ρεπορτάζ. Ακόμη καλύτερα, μάλιστα, αν βρεθείς για λίγες ώρες πίσω από τον πάγκο, θα προσθέταμε εμείς. «Να μην έρθεις από νωρίς, έλα κατά τις 12, να μείνεις μέχρι το κλείσιμο, και θα δεις πολλά» προτείνει ο Μανώλης, παραγωγός από την Κρήτη, με πάγκο σε διάφορες λαϊκές αγορές της Αθήνας. «Και μην έρθεις σε καμιά φτωχογειτονιά, έλα στο Νέο Ψυχικό, για να καταλάβεις» συμπληρώνει.

Μεσημέρι, ώρα 12.00, στη λαϊκή αγορά του Νέου Ψυχικού, στην οδό Ξάνθου. Περνάμε πίσω από τον πάγκο και με αδιάφορο ύφος παρακολουθούμε. «Είδες αυτόν που μόλις έφυγε; Είναι πελάτης μου πολλά χρόνια, πάντα έπαιρνε από το εμπρός μέρος του πάγκου τις καλές ντομάτες. Σήμερα μού ζήτησε και από τις πίσω. Ενα ευρώ και είκοσι λεπτά οι καλές, ένα ευρώ οι πίσω. Τι γλίτωσε δηλαδή; Είκοσι λεπτά...». Στον διπλανό πάγκο ένας καλοντυμένος 45άρης μετράει τα κέρματά του. Δεκάλεπτα, εικοσάλεπτα, τα αδειάζει όλα στη χούφτα του παραγωγού: «Ενα και ογδόντα βάλε μου, όσα βγαίνουν» .

Ο Χρήστος από τον Μαραθώνα μάς φιλοξενεί και αυτός για λίγο πίσω από τον πάγκο του. Στην πλαστική λεκάνη με την είσπραξη κυριαρχούν τα «κίτρινα» και «κόκκινα» κέρματα, δηλαδή από 50λεπτο και κάτω. Τα λίγα χαρτονομίσματα τα κρατά στην τσέπη του και υπολογίζει ότι στο σύνολο δεν θα πιάσει τα 300 ευρώ τζίρου. «Τα τελευταία δύο χρόνια έχει αρχίσει μια συνεχής κατηφόρα· είναι σταθερή η πτώση, χωρίς σκαλοπάτια, κάθε μήνα και χειρότερα από τον προηγούμενο» τονίζει. « Σ ε σχέση με πριν από τρία χρόνια, η δουλειά μας είναι σχεδόν 70% κάτω». Τη συζήτηση διακόπτει μια καλοντυμένη κυρία, γύρω στα 30, που μετράει τα ψιλά της για να αγοράσει ένα κιλό βλίτα, προς μισό ευρώ το κιλό. «Ενα κιλό βλίτα, όταν τα μαγειρέψειςούτε δυο μερίδες δεν θα βγάλουν» λέει ο Χρήστος, με μια χαρακτηριστική κίνηση απελπισίας. Τουλάχιστον, είναι λίγο πιο τυχερός στον επόμενο πελάτη: 25άρης, με περιποιημένη εμφάνιση, «καλό» λινό πουκάμισο και αντίστοιχο παντελόνι, και διπλάσιο μπάτζετ: «Ενα ευρώ βλίτα θα μου βάλετε παρακαλώ; »! Η επόμενη πελάτισσα που πλησιάζει τον πάγκο φαίνεται καλύτερη περίπτωση: γύρω στα 60, με καλό ντύσιμο και ένα μικρό τετράγωνο χρυσό ρολόι με ολόχρυσο μπρασελέ, διαλέγει ντομάτες. Η ζυγαριά «μεταφράζει» σε 1,35 ευρώ. «Να τις κάνουμε ένα και πενήντα;», η πρόταση, αλλά το γνωστό πλέον μέτρημα στα ψιλά είναι αποτρεπτικό: «Μη μού βάλετε άλλες, γιατί έχω άλλα 30 λεπτά να πάρω και αγγούρια» απαντά. Ωστόσο τίποτε πλέον δεν μας κάνει εντύπωση. «Στις πιο λαϊκές συνοικίεςο κόσμος έρχεται αργά, όταν πέφτουν οι τιμές και ψωνίζει περισσότερο, γιατί ό,τι και αν γίνεικάτι θα πρέπει να μπει στην κατσαρόλα κάθε μέρα. Εδώ στο Ψυχικό, όσο και αν ρίξω την τιμή, δεν θα αγοράσει κανείς μεγαλύτερη ποσότητα. Ερχονται και σου ζητάνε μισό κιλό από αυτό και μισό κιλό από το άλλο, και τέλος. Παλιά έπαιρναν και δύο και τρία κιλά, τώρα ψωνίζουν όλο και λιγότερο».

Κατά τις τρεις το μεσημέρι η, ούτως ή άλλως, πεσμένη κίνηση έχει μειωθεί σε σημείο που οι παραγωγοί αρχίζουν να τα μαζεύουν. Οι τιμές υποχωρούν στα όρια του ξεπουλήματος: «Με ένα ευρώ πάρτε όλο τον πάγκο για να φύγω» φωνάζει κάποιος από δίπλα, αλλά επενδυτές τού ενός ευρώ δεν εμφανίζονται. «Δες, ο μισός πάγκος πάει για πέταμα» εξηγεί ο Μανώλης, δείχνοντας τον διπλανό του ο οποίος έχει την ατυχία να πουλάει λαχανικά και χόρτα που δεν διατηρούνται την επόμενη ημέρα.

«Και τι θα γίνει, ρε Μανώλη, αν συνεχίσει να πέφτει η αγορά, τι θα κάνετε όλοι εσείς;» διατυπώνουμε την απορία μας. «Είμαι 53 χρόνων, άλλη δουλειά δεν ξέρω να κάνω, άρα εδώ θα μείνω. Απλώς, θα μειώσουμε όλοι τις ποσότητες που παράγουμε και κουβαλάμε. Αντί για πενήντα κλούβες ντομάτες, θα βγάζω μόνο είκοσι. Ετσι θα αναγκαστώ να κρατήσω την τιμή στο ένα ευρώ και είκοσι λεπτά, δεν θα πέφτω στο ένα που αναγκάζομαι τώρα. Και όποιος αντέξει».

Κλοσάρ με χρυσή αλυσίδα

Μαζεύοντας, οι παραγωγοί αφήνουν στην άκρη κάποια καφάσια με χτυπημένα και παραγινωμένα φρούτα που δεν πουλήθηκαν, και περιμένουμε να δούμε αν θα ενδιαφερθεί κάποιος φτωχός μετανάστης ή κάποιος ιθαγενής «κλοσάρ». Αυτά όμως συμβαίνουν αλλού, όχι στο Ψυχικό: εδώ, ακόμη και οι κυρίες που εντοπίζουμε να ξεδιαλέγουν φρούτα και λαχανικά από τα σκουπίδια και να τα αποθηκεύουν σε προσωρινή «καβάτζα», σε θάμνο αυλής πολυκατοικίας, έχουν την εμφάνιση κανονικού ανθρώπου της διπλανής πόρτας: με τα σκουλαρίκια και τα βραχιόλια της η μία, τη χρυσή αλυσιδίτσα στον λαιμό και τη δερμάτινη τσάντα η άλλη, αν δεν τις προσέξεις, θα νομίσεις ότι είναι κυρίες που μόλις ψώνισαν και πηγαίνουν στο σπίτι τους. Ολες με πανομοιότυπο μεγάλο καπέλο που κατεβαίνει χαμηλά και κρύβει τα χαρακτηριστικά τους. Ωστόσο την ντροπή φαίνεται να την έχουν ξεπεράσει προ πολλού. Θα πίστευε κανείς πως απλώς κινούνται διακριτικά για να μην προσβάλουν όλους εμάς που είμαστε ακόμη δέσμιοι της κλασικής οικονομίας του ευρώ...

Βερεσέ στον πάγκο
Η ώρα είναι μία το μεσημέρι και στα 15 λεπτά που βρισκόμαστε πίσω από τον πάγκο του Χρήστου από τον Μαραθώνα έχουν σταθεί μόνο δύο πελάτες ενώ η συνολική είσπραξη είναι 1,5 ευρώ! Αν μας το έλεγαν ίσως να μην το πιστεύαμε, όμως το ζούμε στ΄ αλήθεια. Η ψυχολογία τού «πίσω από τον πάγκο» μας αγχώνει περισσότερο, αφού πλέον δεν συμπάσχουμε μόνο με τον αγοραστή που μετράει τα ψιλά του αλλά και με τον πωλητή που βλέπει την παραγωγή του, απλωμένη στον πάγκο, να μένει απούλητη. Οι πελάτες περνούν από μπροστά κουβαλώντας ο καθένας από μια μικρή τσάντα με ποσότητες του μισού ή του ενός, το πολύ, κιλού ενώ τα κλασικά καρότσια της λαϊκής, κάποτε βαρυφορτωμένα, είναι πλέον ελάχιστα. «Εχουμε αρχίσει και το βερεσέ στη λαϊκή» λέει ο Χρήστος και στην «αυθόρμητη» δυσπιστία μας κάνει raise: «Στο βερεσέ θα κολλήσουμε; Εδώ έχει έλθει πελάτισσά μου που την ξέρω χρόνια και μου έχει πει: «Δώσε μου ένα εικοσάρικο να ψωνίσω και θα σου το δώσω στο τέλος του μήνα!».

Δεν υπάρχουν σχόλια: