Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

Η σελίδα του λοξού

thumb

◆Απίστευτος ο πυρετός κάτω από τον μεγάλο ουρανό. Yγρασία και ανυπέρβλητη η διάθεση για τα μικρά πράγματα. Ο Ιούλιος αποχωρεί πανικόβλητος και ο Αύγουστος, αυτοκράτορας των στιγμών, θα υπογράψει τον επίλογο των αποδράσεων.

◆Στους διαδρόμους της μικρής πόλης οι εκδρομείς της επικαιρότητας χαριεντίζονται πολιτικώς και ανελλιπώς, αφήνοντας την αστειότητα να εξαπλώνεται προκαλώντας την ιδιαιτερότητα της διαφορετικής σκέψης.

◆Μεγάλος ο Αλωνάρης χρωματίστηκε από τις αναπνοές της ολίγιστης καθημερινότητας και τις γραμμές των υπηρετών της πρωτοκαθεδρίας.

◆Το μέγιστον της σιωπής ανέβηκε στην κορυφή εγκαταλείποντας πίσω του το σημάδι της ενοχής των αρχόντων.

◆Απαίσιο το ερμήνευμα γίνεται μισόλογο στα χείλια των κατοικούντων και οι απογοητευμένοι από τα πεπραγμένα λιάζονται το μεσημέρι αφημένοι στη ραστώνη της κατευθυνόμενης σκέψης. Και το βράδυ με τα χέρια ακουμπισμένα στα πλαϊνά μιας πολυθρόνας ρητορεύουν με θέμα την απόγνωση και καμιά φορά γελούν παρανοώντας τις προσλαμβάνουσες.

◆Κάπως έτσι εν μέσω του φλογετού φορτηγά διαμαρτύρονται συμπαρασύροντας τα φορτία μιας συνοικίας που αρέσκεται στη βολή της.

◆Παρουσιαστές, κυβερνητικοί εκπρόσωποι μιας ησυχίας τρομακτικής, που κάνει ακόμα και τη σκιά σου να αλλοιώνεται.

◆Όλα οδεύουν προς το καλύτερο, μονολογεί ο φιλήσυχος βολεμένος, προκαλώντας την οργή του διπλανού καθίσματος.

◆Και οι διπλανοί είναι πολλοί και όλο μεγαλώνουν οι ουρές στα καφενεία και στα τραπέζια τα σιδερένια πληθαίνουν οι θόρυβοι απ’ τα αγανακτισμένα χέρια.

◆Και εκεί που νόμιζες ότι είχες ησυχάσει, μορφές από μονές, άνθρωποι καταδικασμένοι στις μεγάλες συνειδήσεις των ασήμαντων φανερώνονται σιγά σιγά για να επανδρώσουν την επικαιρότητα.

◆Και ανασηκώνεται η θριξ για το σιγανό και για τη σταλαγματιά της απενεχοποίησης που στο τέλος θα καταλήξει στην αγιογραφία. Και ο ορός στάζει αφήνοντας αργά τις συλλαβές να καθορίσουν το αύριο.

◆Ανιαρή η μονοτονία των σειρών όταν ο ήλιος είναι πάνω απ’ τα κορμιά.

◆Χαμένα απ’ τα κείμενα αρέσκονται στα μουγκρίσματα των κρυφών νοημάτων.

◆Μια τεράστια σαύρα με κομμένη την ουρά έβγαλε τη γλώσσα της έξω ψαρεύοντας λίγη δροσιά απ’ τις σταγόνες που ξέφυγαν απ’ τα μαλλιά της ποθητής. Το γλυκό νερό, βροχή, να πέφτει από το αλουμινένιο κατασκεύασμα, να γίνεται ομπρέλα, να ξεπλένει την αλμύρα, να ανασηκώνει το δέρμα.

◆Και μετά εκείνο το μοβ, να παίρνει απ’ το βρέξιμο, να αποκρυπτογραφεί την ανατριχίλα του μυαλού, να θεριεύει τα βλέμματα, να φτιάχνει τα σινιάλα.

◆Εξοχές αμείλικτες, νεράιδες αλλόκοτες οι αισθήσεις παραμιλούν.

◆Μια κεραία ενός ραδιοφώνου σπάει το εξελιγμένο της εικόνας. Ένα μικρό τρανζίστορ και ένας θόρυβος απ’ τα βραχέα.

◆Ένα ψάθινο καπέλο, ένα πεσκίρι κάτω απ’ τ’ αρμυρίκι. Μια παλιομοδίτικη φωνή διακριτικώς ακούγεται, προσφέροντας την έκπληξη στους μοντέρνους στρατιώτες των παράκτιων τόπων.

◆Σε λίγο θα ανοιχθεί το μαντίλι, θα βγει η ντομάτα και το τυρί, θα βγει ο σουγιάς να γίνει πιρούνι να δώσει η παλιά εικόνα τη λευτεριά στη σκλαβωμένη ομπρελοφυτεμένη παραλία.

◆Κι όταν ο αναστεναγμός θα συνοδευτεί από την ευγνωμοσύνη της ευχαριστίας, ένα παλιό βιβλίο θα ανοιχτεί, να φανερωθεί το στεγνό λουλούδι που κράτησε η σελίδα.

◆ «Δεν με ενδιαφέρουν οι εικόνες σου», έσκουξε ο αναγνώστης.

◆Χαμογέλασε το κείμενο και του έπιασε το χέρι. Τον τράβηξε μέχρις εκεί που τέλειωνε το μάτι. Πολλά πεταμένα πλαστικά, κάποιες κονσέρβες αδειανές και αποτσίγαρα.

◆Απειθάρχητες οι λέξεις κάτω απ’ τη ζέστη περιμένουν πώς και πώς, τον Αύγουστο, τον επίλογο.

Μυογράφημα

Μια στέγη να απομονώνεται ο ήλιος. Χοντρά δάχτυλα. Κομμένα νύχια. Μερικές τριχούλες ασπρόμαυρες και κάποια κουνήματα του πέλματος απαραίτητα να τρομοκρατούν τη μύγα που έφτιαχνε τη διαδρομή της.

Ένα μπανιερό από εκείνα με την ταμπέλα, να καλύπτεται ελαχίστως η γαστρώδης χώρα, να αφήνεται ο αφαλός να ξεπροβάλλει χαοτικός. Λίγο νερό θαλασσινό στην τρύπα και υπολείμματα αλατιού στα κοίλα τοιχώματα της σαρκώδους λίμνης.

Στο Δεξί χέρι ένα ρολόι αδιάβροχο γνωστής ταυτότητας να αναδεικνύει την προσωπικότητα της χειρός και να κάνει το γιώτα να ψάχνει το όμικρον, να έρχεται το παροξύτονο και μαζί να σαρκάζουν τη γλοιώδη απεικόνιση της παραθαλάσσιας αφήγησης.

Στο αριστερό χέρι ένα έντυπο γυρισμένο στη σελίδα των αναψυκτηρίων της κοινωνικής κριτικής, της παρέας που διαπαιδαγωγεί και φτιάχνει την αισθητική των σημερινών καλοκαιριών.

Γυαλιά του ήλιου βγαλμένα από συνοικίες με παλιά αυτοκίνητα και μασημένες ξενόγλωσσες επιγραφές.

Στο τραπεζάκι ένας κρύος καφές εσπέριας καταγωγής, καλαμάκι χοντρό μαύρο.

Στο σταχτοδοχείο με την άμμο, αποτσίγαρα με λευκό φίλτρο καρφωμένα. Ένα κινητό να κτυπά. Ονόματα γνωστά να διακόπτουν την ανεμελιά των υπολοίπων και η δημοσιοποίηση της ευμάρειας να προκαλεί το ενδιαφέρον της ξανθής λουομένης.

Και πιο πέρα δυο μικροί ιδρωμένοι να κτυπούν ανελέητα ένα μικρό κίτρινο μπαλάκι αγκομαχώντας κάτω απ’ την ευτυχία του ήλιου.

Στο βάθος καράβια πολλά να σεργιανίζουν, εικόνες που μένουν στάσιμες.

Και το κίτρινο να πηγαινοέρχεται αποσυντονίζοντας εντελώς το ήδη χαμένο βλέμμα του αποχαυνωμένου καλοκαιριού.

Αναρριχώμενος κοχλίας

Η εξώθυρα του μπλε. Κι ο σάλιαγκας σημάδι στο χρώμα.

Ερμαφρόδιτο γλυπτό καθηλωμένο στη φωτεινότητα.

Συλλαβές κρυμμένες οι καταλήξεις των αισθήσεων κι η βλέννα ξερή να κολλά στα πλευρά της ξύλινης σάρκας.

Και τα φύλλα της πόρτας μισάνοιχτα να αφήνουν το κρυφό μονοπάτι μόλις να φαίνεται.

Ρυτιδιασμένα φωνήεντα να μονολογούν και η λαδομπογιά να δείχνει τα χρόνια του συμπλέγματος.

Σπειροειδές το κέλυφος, στέγαστρο κληρονομημένο συνοδεύει την αρμονία της διαδρομής.

Σάρκα μαλακή, εύπλαστη και γλιστερή όταν απογυμνώνεται.

Στους ήλιους, τα καλοκαίρια, διεγείρεται και γονιμοποιείται.

Και Ασβεστώδεις οι απολήξεις αναστατώνουν προκαλώντας.

Κεραίες της συστολής και της διαστολής καρφωμένες στο εξέχον σώμα, σημαντικοί συσσωρευτές μηνυμάτων.

Στις εξώπορτες τις βαμμένες στολίδια απαραίτητα, κρεμασμένα, να περιμένουν το παραμιλητό ενός σύννεφου.

Και ένας σύρτης σκουριασμένος μάταια προσπαθεί να κρύψει τις χαραμάδες του.


πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: