Ήμουνα στα Αλάτσατα, ένα ωραίο χωριό μισή ώρα από τη Σμύρνη και παρατηρούσα ένα τζαμί που «προσπαθεί να γίνει μουσείο». Τώρα πώς ένα τζαμί «προσπαθεί να γίνει μουσείο» είναι μια μεγάλη ιστορία που θα σας τη διηγηθώ μια άλλη φορά. Παρατηρούσα πάντως τους σοβάδες να βγαίνουν και να φανερώνονται σιγά σιγά τα χρώματα των αγιογραφιών. Οι τούρκοι εργάτες δίπλα μου είχαν παραξενευτεί με το ενδιαφέρον μου. Ετρωγαν ψωμί, έπιναν τούρκις κόλα και μου χαμογελούσαν βλέποντας να καταγράφω με την κάμερα πότε τα πρόσωπά τους και πότε τα λόγια του Προφήτη Μωάμεθ. Οι ρήσεις γραμμένες με μαύρες και πράσινες μπογιές ήταν παντού γύρω πάνω στους πανύψηλους ασπρισμένους τοίχους. «Ελα, έλα στην πλατεία, ήρθε ο Τουρκοκρητικός».
Η φωνή που με διέκοψε ήρθε από έναν άνθρωπο που είχα γνωρίσει το ξημέρωμα της ίδιας μέρας στο πλοίο από τη Χίο. Ερχόταν και αυτός από την Αθήνα, μαζί με τη γυναίκα του όμως που ήθελε να αναζητήσει τις σμυρναίικες ρίζες της. Ρωτώντας λοιπόν είχε πέσει πάνω στον Τζαζίμ Ινάμ, μια εμβληματική φιγούρα που είχε χρισθεί ατύπως ως ο έλληνας πρεσβευτής στο χωριό. Οποιος Ελληνας δηλαδή αναζητεί εδώ τα προγονικά του, στον Τζαζίμ τον στέλνουν. Τον Τουρκοκρητικό των Αλάτσατων! Δύο έχουν απομείνει άλλωστε σε αυτή την περιοχή. «Αν είσαι τυχερός, θα τον συναντήσεις» μου είχαν πει. «Γιατί είναι και αυτός με τα φεγγάρια του. Καμιά φορά χάνεται και επιστρέφει ύστερα από μέρες». Χωρίς δεύτερη σκέψη λοιπόν παράτησα το τζαμί και τους εργάτες και έτρεξα προς τα καφενεία της πλατείας. Ο Τζαζίμ ήταν εκεί ανάμεσα σε μια παρέα Ελληνίδων που τον ρωτούσαν αν ξέρει πού είναι «το τάδε γεφυράκι» και «το χασάπικο του τάδε». Σημάδια που τους είχαν πει κάποτε οι δικοί τους ότι θα τους οδηγήσουν στα προγονικά τους.
Με τις συστάσεις σηκώθηκε ολόρθος.
Ντυμένος στα καφετιά των αγροτών, με μια μάλλινη φανέλα κατάσαρκα, όπως θυμάμαι να φοράνε όλοι οι γέροι τα καλοκαίρια στην Κρήτη. «Ιντα κάνεις» ήταν ο κοφτός χαιρετισμός του. Και το χέρι τανάλια, όχι της μαγκιάς, αλλά της αγάπης. «Πού θα τα πούμε» τον ρώτησα σαν ηλίθιος απαιτητικός δημοσιογράφος. «Ιντα να πούμε» μου απάντησε, αυστηρά και χαμογελαστά μαζί, συνεχίζοντας όρθιος να μου σφίγγει το χέρι. Σάστισα και προ σπάθησα να το ξεκινήσω αλλιώς. «Ε, κάτσε να πιούμε μια» του είπα, έτσι όπως έχω ακούσει πολλές φορές να μου λένε στα καφενεία της Κρήτης.
«Δυο φορές ξένος». «Είναι αργά για μας να διατηρήσουμε τις μνήμες μας», σημειώνει η καθηγήτρια Αϊσέ Λαχούρ Κιρντούνς στην αρχή του βιβλίου «Δυο φορές ξένος» του Μπρους Κλαρκ. Η Αϊσέ, παιδί μιας οικογένειας που έφτασε και αυτή στην Τουρκία από την Κρήτη, σε αυτό το προλογικό της σημείωμα γράφει:
«Εκείνοι οι πρώτοι πρόσφυγες πήραν μαζί τις αναμνήσεις τους, αναμνήσεις που έπρεπε να είχαν καταγραφεί χωρίς καθυστέρηση. Εχουν περάσει ογδόντα χρόνια και οι αναμνήσεις παλεύουν με κάτι άλλο, έτοιμο να παραποιηθεί. Αλλά το επίκεντρο της διήγησης κάθε πρόσφυγα παραμένει το ίδιο. Να γεννιέσαι σε ένα μέρος, να γερνάς σε ένα άλλο. Και να αισθάνεσαι ξένος και στα δύο μέρη».
Πριν ταξιδέψω στη Σμύρνη είχα την τύχη να συναντήσω στην Αθήνα τον ίδιο τον συγγραφέα του βιβλίου «Δυο φορές ξένος», τον Μπρους Κλαρκ. Πέτυχα δηλαδή τον Κλαρκ σε ένα από τα περάσματά του από την Ελλάδα και ο πανύψηλος ευγενής Αγγλος δέχτηκε να πιούμε τσάι- τελικά καφέ ήπιε- και να μου μιλήσει για την έρευνά του στα απέναντι παράλια. Δημοσιογράφος και ερευνητής στο περιοδικό «Εκόνομιστ», ο Κλαρκ θυμάται με πολλή αγάπη τις συναντήσεις του με τους τελευταίους Τουρκοκρητικούς της Σμύρνης.
«Οι περισσότεροι μιλούν τα κρητικά όπως τα πήραν μαζί τους το ΄24» μου είπε και για να είμαι ειλικρινής δεν τον πίστεψα. Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι που έχουν φύγει πριν από έναν αιώνα από τον τόπο τους να μιλούν ή να έχουν μάθει στα παιδιά τους να μιλούν μια γλώσσα που δεν θα ακούσουν ποτέ σε ένα άλλο σπίτι. Και όμως ο Κλαρκ είχε δίκιο. Και τώρα ο Τζαζίμ στέκεται μπροστά μου για να το επιβεβαιώσει. Γι΄ αυτό και εγώ θα προσπαθήσω να μεταφέρω στο χαρτί τη γλώσσα του όπως ακριβώς την άκουσα να φτάνει, κοφτή και κελαηδιστή, στα αυτιά μου.
Γεια σου πατρίδα. Ιντα κάνεις;
Καλά είμαι, δεν με θωρείς;
Μια κουβέντα ποτέ δεν άκουσα από τον μπαμπά μου για την Κρήτη, απ΄ τη μάνα μου μόνο
Εγώ θωρώ ότι είσαι Κρητίκαρος!
Οφου παντέρμη Κρήτη. Ο πατέρας σου από πού ήταν;
Από το Ηράκλειο. Και πότε έφυγε;
Το ΄24. Πήρε ούλη τη φαμελιά και ήρθε. Διωγμένος.
Εσύ εδώ γεννήθηκες;
Εδώ. Το 34. Και η μάνα από την Κρήτη;
Από πού θες μωρέ να ΄τανε; Μουσουλμάνοι;
Ε τσα, μπράβο. Τούρκοι;
Κρητικοί. Η μάνα μου απόθανε το ΄94, ήταν 92 χρονών και τουρκικά δεν είχε μάθει!
Δεν ήθελε να μάθει;
Δεν μπόρεσε. Νερό, ψωμί, έλα. Τέσσερις πέντε λέξεις ήξερε όλες κι όλες.
Εσύ έμαθες πρώτα τουρκικά και μετά κρητικά;
Πρώτα ελληνικά. Υστερος πήγα σχολείο κι έμαθα και τα τούρκικα.
Στο σπίτι μιλάγατε μόνο κρητικά;
Μόνο. Στο σπίτι μας, η μάνα της, ο αδερφός της, όλοι κρητικά εμιλούσαν. Αλλά γίνεται κανείς να είναι Τούρκος και τούρκικα να μη μιλεί;
Πόσοι ήρθανε τότε από το Ηράκλειο;
Ηρθανε 50-60 φαμελιές. Με το παπόρι. Και τώρα ούλοι αποθάνανε όσοι ήρθαν από την Κρήτη και τα παιδιά μας ελληνικά δεν ξέρουνε.
Πόσα παιδιά έχεις;
Τρία κοπέλια. Κορίτσια δεν έχω. Και δεν μιλάνε κρητικά;
Οϊ, μόνο λίγες λέξεις. Τι σου ΄λεγε ο πατέρας σου για την Κρήτη;
Πράμα. Μια κουβέντα ποτέ δεν άκουσα από τον μπαμπά μου για την Κρήτη, απ΄ τη μάνα μου μόνο.
Η μάνα σου τι έλεγε;
Παντέρμη Κρήτη. Συχνά το θυμόταν και το ΄λεγε, παντέρμη Κρήτη.
Επέστρεψαν ποτέ στο νησί;
Ποτές. Εγώ μονάχα πήγα το ΄90. Πήγες στα χωριά των γονιών σου;
Είκοσι οκτώ μέρες γύρισα όλη την Κρήτη και πήγαμε και στην Αθήνα. Εχω στην Ελλάδα πολλούς γνωστούς. Και φίλους καλούς.
Οι δικοί σου γιατί δεν πήγανε ποτέ στην Κρήτη;
Ε, τότες που ανοίξανε οι πόρτες, τότες ήταν άρρωστοι ή αποθαμένοι.
Μαντινάδες ποιος σου ΄μαθε;
Η μάνα μου.
Η μάνα σου μου τα ΄πεμψε τα ρόδα στο μαντίλι και μου ΄δωκε παραγγελιά να σου φιλώ τα χείλη.
Της άρεσαν οι μαντινάδες, ε;
Ούλες τσ΄ αγάπαε. Αρρώστησε μια φορά και την επήγα στο γιατρό, και μόλις εγαήραμε μου είπε:
Πάρε γιατρέ τα γιατρικά και πήγαινε στη δουλειά σου τον πόνο που ΄χω στην καρδιά δε γράφουν τα χαρτιά σου.
Η αγαπημένη σου;
Η γυναίκα μου. Η αγαπημένη σου μαντινάδα εννοούσα.
Τσι αγάπης τα βουνά ψηλά Θεέ μου χαμήλωσέ τα να τα ιδώ τα μάτια της κι ύστερα ψήλωσέ τα.
Πώς σε ανάθρεψε η μάνα σου, τι σου ΄λεγε;
Μου έλεγε για το νησί. Εγώ την Κρήτη δεν την εκάτεχα και σαν παραμύθι μου φαινότανε.
Πώς ζούσαν τότε;
Ε, με όλα τα καλά. Πλούσιοι ήτανε τότες εδά στην Κρήτη.
Είχανε προβλήματα με τους χριστιανούς;
Πράμα. Σαν τα αδέρφια περνούσανε! Τζαμί και εκκλησία δίπλα δίπλα.
Ε, βεβαίως. Ε τσα. Εσύ Χριστό- εγώ Αλλάχ.
Εγώ Αλλάχ, εσύ Χριστό. Εκτός από τη γυναίκα σου με ποιον άλλο μιλάς τώρα κρητικά εδώ;
Με τη γυναίκα μου και με την πεθερά μου. Γιατί η πεθερά μου είναι 105 χρονών κι ακόμα ζει. Και τα μυαλά της σβούρα.
Ερχονται συχνά τα τελευταία χρόνια Ελληνες εδώ;
Ερχονται καμιά φορά από τη Χίο, απ΄ την Αθήνα, απ΄ την Κρήτη, απ΄ τη Σαλονίκη. Κάθε τόσο έρχονται.
Να πιούμε καμιά τσικουδιά τώρα;
Μόνο μια, γιατί δεν αγαπώ να πίνω τη μέρα.
Το βράδυ πίνεις;
Λίγο. Εχω μπλιο και την καρδιά μου. Επινα πολύ... και το μαγκάλι πύρωσε με τα πολλά κάρβουνα. Τα αποφάγαμε και τα κρέατα και τις τσικουδιές.
Τσικουδιά πού έβρισκες όλα αυτά τα χρόνια;
Μου πέμπανε οι φίλοι. Εχω στη Χίο και παντού φίλους.
Πόσο χρονών είσαι;
Πόσο με θωρείς; Εξήντα πέντε;
Οϊ μωρέ. Εβδομήντα έξι πατημένα! Μια χαρά είσαι, πατρίδα.
Ευχαριστώ. Αντε, φεύγω, γιατί στεναχωρήθηκα.
Γιάντα;Δεν θέλεις να θυμάσαι την Κρήτη;
Γιατί να θέλω;
... Εναν πόνο έχω στην καρδιά και δεν τον φανερώνω.
Τι έλεγες όλα αυτά τα χρόνια όταν σε ρωτάγανε. Τι είσαι, Τούρκος, Ελληνας;
Τουρκοκρητικός έλεγα. Θα ΄θελες να μην είχαν φύγει οι δικοί σου από την Κρήτη; Να είχες μεγαλώσει εκεί;
Αφού οι μεγάλοι μου θα ΄θελαν να ήταν εκεί, κι εγώ θα ΄θελα να ΄μουν εκεί.
Θέλω να βγω στον ουρανό να ιδώ ο Θεός πώς κρίνει α που αγαπήσει και χωριστεί ίντα κακό του δίνει.
Γεια σου, λεβέντη μου.
Γεια σου, αδέρφι. Της Κρήτης να δώσεις χαιρετίσματα.
Αγάπα με να σ΄ αγαπώ θέλε με να σε θέλω γιατί θε να ΄ρθει ένας καιρός να θες και να μη θέλω.
Στο σπίτι μας, η μάνα της, ο αδερφός της, όλοι κρητικά εμιλούσαν. Αλλά γίνεται κανείς να είναι Τούρκος και τούρκικα να μη μιλεί;
Πώς νιώθεις όταν σου αλλάζουν το επίθετο;
«Φύγαμε», «μας έδιωξαν», «έπρεπε να φύγουμε». Ετσι τελειώνουν οι κουβέντες με τους Τουρκοκρητικούς που συναντώ εδώ στη Σμύρνη. Το ίδιο θα σου πουν βέβαια και οι Ρωμιοί που άφησαν την Πόλη αλλά και την Ιμβρο και ήρθαν «κυνηγημένοι» να μείνουν στα παράλια.
Είναι παράξενο, αλλά η πόλη που έχει γνωρίσει την πιο μεγάλη καταστροφή έχει γίνει καταφύγιο για πολλούς διωγμένους.
Με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα 1.650.000 τούρκοι υπήκοοι ελληνικού ορθόδοξου θρησκεύματος, και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 έλληνες υπήκοοι μουσουλμανικού θρησκεύματος. Ο Θεός που προσκυνούσαν τότε ήταν το μοναδικό κριτήριο για την ανταλλαγή και όλα τα άλλα παραμερίστηκαν. Οι μουσουλμάνοι της Κρήτης ας πούμε μπορεί το 1913 να ζήτησαν να καταταγούν ως εθελοντές στον ελληνικό στρατό κατά τον Μακεδονικό Αγώνα και τον Ελληνοβουλγαρικό πόλεμο, αυτό όμως δεν τους έκανε Ελληνες. Πόσοι ήταν οι μουσουλμάνοι της Κρήτης τους τελευταίους δύο αιώνες αναρωτήθηκα ανακινώντας το θέμα των Τουρκοκρητικών, αλλά οι απαντήσεις που παίρνω δεν με διαφωτίζουν πάντα.
«Στα μέσα του 18ου αιώνα, η μεγάλη πλειονότητα των 260.000 κατοίκων της Κρήτης ήταν μουσουλμάνοι».
«Οταν ξέσπασε στην ηπειρωτική Ελλάδα η Επανάσταση του 1821, ο πληθυσμός της Κρήτης ήταν περίπου 290.000, από τους οποίους οι 160.000 ήταν μουσουλμάνοι και οι 130.000 ήταν χριστιανοί». «Στη διάρκεια της μάλλον ήπιας αιγυπτιακής κατοχής, οι χριστιανοί αυξήθηκαν και αποτέλεσαν την πλειονότητα. Το 1858 ήταν 220.000 χριστιανοί και 60.000 μουσουλμάνοι».
«Στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν 303.000 χριστιανοί και 34.000 μουσουλμάνοι, που με τη σειρά τους υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το νησί το 1923, όταν άρχισε να ισχύει το πρόγραμμα ανταλλαγής πληθυσμών της Συνθήκης της Λωζάννης».
«Αθώοι και φταίχτες». Και μετά είναι και τα ερωτήματα που θέτει η Μάρω Δούκα (συγγραφέας εκτός των άλλων του βιβλίου «Αθώοι και φταίχτες», όπου πρωταγωνιστεί ένας τουρκοκρητικός δημοσιογράφος). Πώς χάθηκαν οι περιουσίες τους; Ποιοι τις πήραν.
Ποιοι πλούτισαν; Πού πήγε η τουρκική πολιτιστική κληρονομιά της Κρήτης;
Οπως επίσης κανείς δεν μπορεί να μου πει πόσοι από αυτούς που έφυγαν από την Κρήτη έφυγαν πονεμένοι και πόσοι ένιωθαν ότι επιστρέφουν στη μητέρα πατρίδα.
Πόσοι πήραν τα ατμόπλοια για τη Συρία, πόσοι για τον Λίβανο, πόσοι για την Τουρκία.
Πώς ένιωθαν όταν υποχρεωτικά άλλαζαν τα κρητικά τους επίθετα; Πώς έζησαν πίσω από τα νέα τους ονόματα;
ΠΗΓΗ: Τα Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου