Κυριακή 22 Αυγούστου 2010
Αγιομονιώτισσα
Ο Αύγουστος επάτησε, η άκρα του χειμώνα, λέει ο λαός μας. Μα στα κρητικά χώματα είναι τριπλά τα καλοκαίρια και λιγοστός ο χειμώνας.Οι αυγουστιάτικες μέρες ολόζεστες ξημερώνουν και βραδιάζουν. Είναι οι μέρες της γλυκιάς νοσταλγίας με τα δεκαπεντίσματα, τις νηστείες για τη Λαμπρή του καλοκαιριού η γιορτή της μάνας Παναγίας και τις χαρές του γαλανού γιαλού μας.
Τα σοκάκια του χωριού μοιραζότανε τη χαρά της αθωότητας, είχανε πανεγύρι από τον γιαγερμό των αλαργοξορισμένων, μεθούσανε από τα μύρα των βασιλικών,μοσχοβολούσανε μυρωδιές νιοφούρνιστου φτάζυμου ψωμιού, μα και ξυνόχοντρου, που σε τάβλες, σε πινακωτές των φούρνων, σε τεψά και σε δίσκους ξεραίνανε στα χωματένια δώματα οι γυναίκες, για να πορέψουν τις μεγάλες φαμελιές τους, τις χειμωνιάτικες φαγώμερες.
Η τριανταπεντάχρονη Μαρία του Κωνσταντή, με τα μακρά κουρλιά, το είχε τάξιμο κάθε Δεκαπεντάρη να φορεί τα μαύρα και ήταν από κλωστής ντυμένη σαν καλογρά, γαλατερή κι όμορφη έμοιαζε με την Παναγία. Νήστευε Δευτέρες και τετραδοπάρασκα το λάδι, νήστευε ακόμα και τα τέσσερα μικρά κοπέλια της και τως επαράγγελνε:
-Να μη φάτε πουθενά πράμα ελεργιά και μαγαρίσετε.
Συντροφιαστή με τις σκουροφορεμένες γυναίκες της δικολογιάς και με τις γειτόνισσες βαστούσανε από τα σπίτια τους τα κεριά στο μοναστήρι να τα ανάψουν, δυο γράμματα της λειτρουγιάς ν’ ακούσουνε, να μερώσει ο νους τους.
Ο άντρας της ο Κωσταντής βαθιά θρήσκος κι εκείνος είχε μάθει από τους σοφούς γεροντήδες του χωριού να μηνολογιάζει. Εξέταζε τα παρατηρήματα τις έξε πρώτες μέρες του Αυγούστου και τις έξε ύστερες για να μαντέψει τον καιρό.Καλές βεντέμες ανέ ’ρθουνε ή δυστυχισμένες κακοχρονιές ανέν πλακώσουνε.
Με εκείνα, τα λίγα που γατέχανε, πορευόντανε, ήταν ευχαριστημένοι και δοξολογούσανε το Θεό. Σήμερα έχομε πολλά, θέμε και πιο πολλά και το θέλω τελειωμό δεν έχει και λίγοι είναι οι ευχαριστημένοι και ευτυχισμένοι.
Το γλυκό λάλος της καμπάνας νύχτα βαθιά καλούσε τους χωριανούς για το δεκαπεντίσματα.Ω! πόση μαγεία είχανε αυτές οι ταχινιάτικες λειτουργίες του Δεκαπεντάρη.Μέσα στο μισοσκόταδο της εκκλησιάς μονάχα με φως των καντηλιών και των κεριών φέγγανε οι ψαλτάδες να διαβάζουνε τα άγια χαρτιά, που ήτανε γεμάτα σταξίματα κεριού.
Σεμνά εδιάβαζε κι ο παπάς το ευαγγέλιο με το λίγο φως της λαμπάδας.Το γυναικομάνι βαθιά συγκινιόταν, σταυροκοπιόταν, έκανε μετάνοιες κι όταν ψάλλανε την παράκληση, πολλά τροπάρια που τα γατέχανε ξεστήθου,τα σιγοψάλλανε με βαθιά συγκίνηση και παρηγοριά αυτές οι αγνές ψυχές των χωριανών, που έβρισκαν ανακούφιση, παρηγοριά και καταφύγιο στα βάσανα της τυραννισμένης τους ζωής.
«Από των πολλών μου αμαρτιών, ασθενεί το σώμα και η ψυχή …προς σε καταφεύγω… και τα σπερνά με τα τροπάρια, Απόστολοι εκ περάτων» και τόσα άλλα χάριζαν ψυχική ανακούφιση στις αγνές ψυχές της αγροτιάς, που σεβόταν την πίστη και και τις παράδοσεις τους.
Ήτανε από τα λίγα αγαπημένα αντρόϋνα στο χωριό, που δεν εμαλώνανε, η Μαρία με τον Κωνσταντή. Αγαπούσε πολύ και σεβότανε τον άντρα της η Μαρία. Μα κι ο Κωνσταντής χατίρι δεν της χαλούσε. Είχε δυο μακρά κουρλιά ομορφοπλεμένα και χαιρόσουνα να την απαντήξεις στη στράτα, να την καμαρώσεις, σαν ερχότανε φορτωμένη από την εξοχή αυγουστιανά κατάκαλα, χοντράπιδα, μηλάπιδα, βασιλικάπιδα και στραβόρια. Εγέμιζε το κόσκινο, έδιδε σε δικούς και στη γειτονιά.
Και έλεγε και ξανάλεγε, για να μαθαίνουν οι νεότερες πώς του Πρόφητη Ηλία παίρνουνε τα αμύγδαλα και τα καρύδια, το λάδι τους, μα και οι ελιές κι ανέν τύχει και είναι λίγωση, το λάδι είναι λίγο κι ανέν τύχει και είναι γέμιση κατεβαίνει καλή χρονιά λαδερή.
Έφερνε ακόμη καλαθιές τα γλυκόρωγα σταφύλια από του Διάκου τον κάμπο. Πολλές φορές από το μεσοστράτι ξαναγιάγερνε, να ξαναγεμίσει το καλάθι, να βαστά των κοπελιών της μια ρόγα, γιατί, όποιον απάντηχε, κατέβαζε το καλάθι από τον ώμο να του δώσει ένα τζαμπί σταφύλι, να ξεκολιτσανιάσουνε τα χείλια τους.
Μεγάλο δώρο λογότανε εκείνη την εποχή ένα τζαμπί σταφύλι στον αλωνάρη, στο λυχνιστή και στης νηστείας την ώρα. Τα πράματα εκείνη την επόχη ήταν λίγα, μα σ’ εχόρταινε το ήθος των ανθρώπων, που όσο περνούνε οι καιροί, τόσο ποιο σπάνιο γίνεται. Μάζωνε το γάλα από τις μαρταρές στα μολυβωτά θραψανιώτικα κουρούπια για ξυνόγαλο. Στον αυλόγυρο του σπιτιού της, το πατρικό του άντρα της το στολίζανε βασιλικά και μεσημεράκια και κάτω από τον ήσκιο της κρεβατίνας άπλωνε μια παλέτσα, από πάνω ένα σεντόνι και έβαζε το χερόμυλο και άλεθε στάρι για τον ξινόχοντρο. Άναβε το καντήλι κάθε βράδυ, θυμιάτιζε, προσευχόταν, δεν έλειπε από την εκκλησά και καταλούσε τη ζωή της στο γνώριμο κύκλο του χρόνου των τεσσάρων εποχών και η ζωή της κυλούσε ευτυχισμένη στη μικρή κοινωνία.
Χίλιες δόξες στο όνομά σου, Παρθένα Παναγία μου, που γκαρδιώνεσαι τα πρικιά του κόσμου, παραστέκεσαι, παρηγορείς και σκουπίζεις τα δάκρυα.
Ο φετινός Αλωνάρης τη Μαρία και τον Κωσταντή τους βρίσκει στα βιαστικά τους, τα σπαρτά τους γενήκανε, παπούρια στέσανε τις θεμωνιές στ’ αλώνι τους, τα λινάρια ντως πετύχανε. Φορτώναν γομάρια μάτσους λινάρι και το πετρώνανε στους κολύμπους για να ’φάνει δύο τρία φύλλα παλέτσας για τα λιομαζώματα μα και να σκεπάζονται καθ’ αργά.
Κάθε χρόνο τα σπερνά του Δεκαπεντάρη από νωρίς ξεζευλώνανε τα βούγια από το αλωνικό τους, να τα ποτίσουν στον ποταμό, να τα δέσουν στην καλαμιά και γρηγορωπά να πεταχτεί στο σπίτι, ν’ αλλάξει το φυστάνι της να πάει στο σπερνό. Με χαρά και θρησκευτική συγγκίνηση περίμενε κάθε χρόνο τις όμορφες και άγιες μέρες του Δεκαπεντάρη.
Μα άξαφνα τη βρήκε μεγάλο κακό.Κάρφωσε μια βελόνα στο ζερβό βυζί της.Εμαζώχτηκε η δικολογιά στο σπίτι της και καθένας έλεγε το δικό του:
-Να την πας, Κωσταντή ,ντελόγο στη Χώρα ή στην Αθήνα, ανέ θες να ’χεις γυναίκα, γιατί κακορίζικο η βελόνα, μόλις θα μπεί στο αίμα ,γλακά να φτάξει στην καρδιά και ποθαίνει ο άθρωπος.
-Να κάμετε μια λειτρουγιά και να τηνε τάξεις στσ’ αγίους και να πέσετε με την Παναγία.
-Κακή ώρα κακορίζικο σας ήλαχε, τα δρίματα φταίνε, που γυρίζουνε σταύρωμα της μεσημεράς οι ανεράϊδες και πατάσσουνε τσ’ ανθρώπους. Και λαθρακιούνε τα ξύλα, κόβανε γουλιές και κομμάτια τα απλωμένα ρούχα καταμεσήμερα, να κάμεις διαβαστικά και ένα φυλαχτό να κρεμάσεις στο λαιμό σου, είπε η γρα -Νταντάλα, μα οι άντρες είχανε άλλη γνώμη:
-Μην αφουκράστε των γυναικών, καλά ’ναι και τα διαβαστικά, μα να πάτε τη γυναίκα στου γιατρού, ανέ θέτε να γενεί καλά, είπε ένας της θείος.Ο κύρης της Μαρίας, ένας σεμνός και καλοσυνάτος και θρησκευόμενος γεροντής είπε.
-Παναγία μου, βοήθησε τη Μαρία μου, φώτισέ μας είντα θα γενούμε και πώς θα λαληθούμε στο ξαφνικό κακό, που μας βρήκε.
Ο αγροτικός γιατρός της Βιάννου κατά τύχη, μόλις είχε φτάξει με την κόκκινη φοράδα του στο χωριό, είδε τη φαμελίτισσα και είπε να πάνε στη Χώρα να της κάμουνε εγχείρηση, να γενεί καλά.
-Ωφου κακό που με βρήκε, να βάλω τη γυναίκα μου στο μαχαίρι, έλεγε και ξανάλεγε ο Κωσταντής και μεγαλοποιούσε τα πράματα με τη φαντασία του.
-Ανέν πάθει η γυναίκα μου πράμα, θα πα σκοτωθώ.
-Μη στενοχωράσαι, Κωσταντή, μα θα μου περάσει.Και έκανε κουράγιο στον άντρα της να μη στενοχωράται και ας στενοχωριούντανε εκείνη κατάβαθα.
Αν και είχανε καρπούς και ζυμώνανε ολοχρονίς του χρόνου, είχανε λάδι, τα κρασοπύθαρά τους ήτανε γεμάτα γλυκόπιοτο κρασί. Το μέσα σπίτι τους ήταν καράβι να κινήσει. Στις κουρούπες είχανε τα φαγώσιμα, στις νταμουτζάνες τη ρακή , τα τυριά του βοσκού στο λάδι, ξίδι δραπέτι στο πιθάρι, στις καλαμωτές τα τυροζούλια είχανε του κόσμου τ’ αγαθόκαλα, μα παράδες δεν είχανε κι ας λογούτανε ο Κωσταντής ένας από τους ρούκουνες του χωριού. Εκείνη την εποχή ήτανε λίγα τα λεφτά και λιγοστοί τα είχανε.Έκοψε δυο χρισμένα διακοσάρικα πιθάρια λιόλαδο, πήρε τους παράδες και κίνησε για να γιατρικουλέψει τη γυναίκα του. Την αγαπούσε πολύ και φοβότανε μη πάθει κακό και κλείσει η πόρτα του σπιτιού του και είντα θελα γενεί.
Η Μαρία δεν εσυβάστηκε να την εγχειρήσει ο γιατρός ντελόγο.
-Γιατρέ, θα πάω στο χωριό μου, να κάμω το τάσιμό μου και θα ξαναγείρω. Άντρα μου ανε μ’ αγαπάς, μη μου χαλάσεις το χατίρι.
-Γατές, Μαρία, πώς αμνώνω στ’ όνομά σου και δεν θα σου χαλάσω ποτές το χατίρι σου.
-Ετούτηνε τη δύσκολη ώρα έχω την ανάγκη να με βοηθήσουνε όχι μόνο οι άνθρωποι, μα και ο Θεός, η Παναγία μας η Παρηγορήτρα.
Όλα τα παραιτήσανε με τον άντρα της τον Κωνσταντή λυτά δεμένα. Σκεπάσανε το μάλαμα στ’ αλώνι. Αφήσανε τα ζούμπερα του κύρη της να τα μεταδένει στις καλαμιές και να τα ποτίζει και το κλειδί του σπιτιού τους στη μάνα της και ετοιμαστήκανε μαζί με τα τέσσερα κοπέλια τους να πάνε στο κοντινό μοναστήρι της Αγίας Μονής, που γιορτάζει την Κοίμηση της Παναγίας να δεκαπαντίσουν.
Γέμισε ένα τσουβάλι άχερα ο Κωσταντής για το χτήμα. Βάλανε σ’ ένα φάρδο το γάστρινο μουζωμένο τσικάλι και στο ντρουβά τα μαγεροψήματα πήρα και το σταμνί να το γεμίζουνε νερό από το Καβούσι του μοναστηριού. Όσο και αν παρακάλιενε ο Κωσταντής τη γυναίκα του να καβαλικέψει, αυτή προπαταρά κίνησε για το μοναστήρι της Αγιάς Μονής. Οι άλλοι δεκαπεντιστάδες, από την παρέα της λέγανε:
-Έλα, μπρε Μαρία, να καβαλικέψεις μιαολιά κι εμείς δεν το λέμε τση Παναγίας.
-Όι, θα κάμω σωστό το τάμα μου. Θα πάω αξυπόλυτη να προσκυνήσω τη χάρη της.
Πρωί και βράδυ έκανε μετάνοιες, μαυροφορεμένη και από το καντήλι της Παναγίας λάδωνε το πονεμένο στήθος της. Και σαν περνούσε ο Δεκαπεντάρης, θα ξαναπήγαινε στους γιατρούς.
Αγαπούσε τόσο πολύ αυτό το μικρό μοναστήρι και της Παναγίας το θαματουργό εικόνισμα της ψυχοσώστρας. Αν και μικρό μοναστήρι, εκείνο μονάχα είχε το ξεχωριστό όνομα της Αγιάς Μονής. Ποιος ξέρει, αν κάποιος από τους πρώτους καλόγερους ήταν και ποιητής και χάρισε ένα τόσο μεγάλο και μοναδικό όνομα σ’ ένα μικρό μοναστήρι.
Ολημερίς σύντρεμε με άλλες δεκαπεντούσες κι ασβεστώνανε το μοναστήρι. Τρατέρνανε καφέ τους περαστικούς προσκυνητάδες και διαρμιζόνταν μέσα κι όξω την εκκλησιά, παρασύρνανε το μικρό αυλόγυρο του μοναστηριού από τις πευκοβελόνες και ασβεστώνανε και τα πετροπέζουλα.
Σ’ εκείνον το μικρό αυλόγυρο του μοναστηριού είναι οι τάφοι των καλογέρων, που όσοι τους γνωρίσανε, αναζητούν το χαμένο ήθος τους, που στόλιζε το ιδιόρρυθμο αντρικό μοναστήρι και έφεγγε και στα Βιαννίτικα χωριά.
Στον αυλόγυρο του μοναστηριού είναι ο τάφος του Παπαμαστοράκη, του πρωθυπουργού της Κρητικής Πολιτείας, που υπέγραψε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, ο τάφος του γιατρού, βουλευτή της Βιάννου Παπαμαστοράκη και ο δεσποτικός τάφος του στερνού δεσπότη της Βιάννου της τότε επισκοπής Αρκαδίας, Νικοδήμου Κατσαράκη, μια εποχή, που η Βιάννος είχε τη φήμη μεγάλης πολιτείας.
Ξεχώριζε για το ήθος και την πίστη της η Μαρία του Κωσταντή.Με βαθιά πίστη παρακαλούσε την Παναγία την Αγιομονιώτισσα όπως την έλεγε να τη συντράμει στο κακό που την βρήκε. Φοβότανε να μην αφήσει τα κοπέλια της αρφανά.
Οι γονέοι της αναλάβανε να ποτίζουν το περβόλι της και τις βιόλες της αυλής, για να μην ξεραθούνε. Εξεκρομμυδιάσανε, επλέξανε όμορφες κρομμυδοπλεχτές και τις κρεμάσανε στα τζένια.
Και σαν εσιγανέψαν οι αέρηδες και έκαμε καλό καιρό για λίχνισμα, ελιχνίσαν και κουβαλίσαν τους καρπούς στο σπίτι τους.
-Η Παναγία να βοηθήσει τη θυγατέρα μας και οι δουλειές της όλες θα γενούνε, ελέγανε οι γονέοι της Μαρίας. Ο μπαρμπα-Δημητρός με τη θεια Ζωή, από το πρωί της παραμονής του Δεκαπεντάρη σύντραμε με άλλες δεκαπεντούσες γυναίκες και στολίσανε τον επιτάφιο, διαρμιστήκανε τον αυλόγυρο κι ασβεστώσανε τα σκαλοπάτια και τα πεζούλια, για να δώσουνε πανεγυργιώτικο χρώμα στο μοναστήρι,για το χατίρι της αγίας μάνας, της παρηγορήτρας Παναγιάς.
Της Παναγίας το σπερνό χαρούμενα ελάλησε το καμπαναριό, διαβάσανε την ενάτη, σπερνιάσανε γιορταστικά, βλογήσανε τους άρτους. Στο πρώτο απόστιχο βγάλανε το σώμα της Παναγίας. Θύμιαζε, ροδοστάμνισε ο ηγούμενος. Κατανυχτική συγκίνηση απλώθηκε στις πιστές ψυχές, όταν κίνησαν να ψάλλουν τα εγκώμια.« Η αγνή εν τάφω κατετέθης…» έγινε η περιφορά του επιταφίου. Από τα γυροχώρια κύματα κύματα ερχόντανε οι προσκυνητάδες. Αμαρθαλιές, κλωνάρια των βασιλικών φέρνανε γομάρια τους άρτους στους ντουβάδες, οκάδες τα κεριά και το λιόλαδο, ταξίματα και λιβάνι.
Είχε πια τελειώσει ο κατανυχτικός σπερνός με τα εγκώμια και οι πανεγυργιώτες άλλοι στα κελιά, άλλοι στα δώματα των κελιών, άλλοι στον αυλόγυρο και άλλοι σε καλύβες κάτω από τα λιόδενδρα ξεκουράζονταν. Μονάχα η τριανταπεντάχρονη Μαρία του Κωσταντή δεν επήε να ξαπλώσει. Γονάτισε σιμά στα τέμπλα κάτω από την εικόνα της Ψυχοσώστρας Παναγίας στο λιγοστό φως του καντηλιού, που ’φεγγε στο μικρό μοναστήρι. Ζερβά από το εικόνισμα του Αφέντη Χριστού, περίφημο έργο του Αγγέλου στα μέσα του 15ου αιώνα.
Κάτω από τα ξύλινα τριγωνοτά τέμπλα παρακαλούσε την Παναγία να τη γιατρέψει. Κι άθελά της ανεστορήθηκε τα λόγια της γιαγιάς για το χτίσιμο του μοναστηρίου, πώς το ’χτισαν δυο Κύπριες καλογρές και πως είναι μετόχι της Μονής Αγίου Αντωνίου της Άρβης και μονολόγησε:
-Πριχού γνωρίσω τον κόσμο, εμετάνιωνα, που δεν εκαλογέρεψα. Μα και παντρεμένη θα λατρεύω το θεό μου και στα κοπέλια μου θα παραδώσω την πίστη μου σε σένα Χριστέ μου, Παναγία μου, ξεμίστεψέ με από το κακό, που με βρήκε. Να γενώ καλά, να μην πάθω κακό και τα κοπέλια μου να πέσουνε σε ξένα χέρια και γεμίσανε τα μάτια της δάκρυα.
Ύστερα από πολύ αποκοιμήθηκε και βλέπει όνειρο, πως πέρασε μια γυναίκα με τα μαύρα, την ακούμπησε στο στήθος της και εκείνη της είπε παρακαλετά: Μη με αγγίζεις στο στήθος, γιατί πονώ. Και ξύπνησε φοβισμένη.
Είχε πια πάρει να χαράζει η μέρα κι ένιωσε ογρασάδα στον μπέτη της. Ξεκούμπωσε το φουστάνι της, σήκωσε το μεσοφόρι της και είδε ότι είχε ανοίξει το στήθος της και είχε βγει η βελόνα.
Άρχιξε να κλαίει τώρα πια από χαρά και να ευχαριστεί την Παναγία και ταχινιάτικα σ’ όσους ερχότανε στη λειτρουγιά να διηγείται το θαύμα.
Σαν εγροίκησε τα γενόμενα, ο καλόγερος ο Ανανίας ταχινιάτικα έπαιζε την καμπάνα απανωτά, ανεμαζωχτήκανε οι πανεγυργιώτες και η πιστή φαμελίτισσα διηγότανε το θαύμα, κλαημένη από χαρά και δοξολογούσε την Παναγία.
Μα κι όπου στεκότανε σε γειτονιά, σ’ αποσπερίδα, στη βρύση να γεμίσει το σταμνί της νερό ή στην εξοχή, όπου συναπάντηχνε γυναικομάνι, διηγότανε το θαύμα, σταυροκοπιότανε και συνέχεια έλεγε: Μεγάλη η χάρη της Παναγίας μας της Αγιομονιώτισσας, όπως εκείνη μόνο συνήθιζε να ονομάζει την Παναγία, από τις πολλές φορές που έλεγε και ξανάλεγε για την Αγιομονιώτισσα και οι χωριανοί την ονομάτισαν Αγιομονιώτισσα.
Από το βιβλίο «Σ’ ένα παλιο χωριό» του Δ. Θεοδοσάκη. Η φωτογραφία είναι από το εξαιρετικό αρχείο του Ονειροθέρη. Στην Παναγιά τη Χρυσοσκαλίτισσα το 1960
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου