Ήταν κάποτε ένας Βασιλιάς και μια Βασίλισσα.
Η ευτυχία τους μεγάλωσε, όταν απόχτησαν δυο πανέμορφα παιδιά, την Πούλια και τον Αυγερινό. Όμως σ’ένα μακρινό ταξίδι χάθηκαν ο Βασιλιάς κι η Βασίλισσα και τα δυο παιδιά έμειναν ορφανά.
Στο θρόνο ανέβηκε ο αδερφός του Βασιλιά, που ήταν παντρεμένος με μια άσχημη και κακιά γυναίκα. Η κακία κι η μοχθηρία της έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει παιδί.
Έτσι λοιπόν ζήλευε και μισούσε τα δυο παιδιά. Περισσότερο ζήλευε την Πούλια που, όσο μεγάλωνε, γινόταν πανέμορφη.
Μια μέρα είπε στο Βασιλιά:
-Τι την θέλουμε την ανεψιά σου εδώ μέσα; Να την παντρέψουμε μακριά στα ξένα μ’εκείνον τον πλούσιο γέρο Βασιλιά της μακρινής Ανατολής.
-Ναι πρέπει να φύγει από’δω μέσα όσο το δυνατό γρηγορότερα όχι μόνο αυτή, αλλά και ο αδερφός της. Φοβάμαι πως μια μέρα θα μας πάρουν το θρόνο.
Αυτά της απάντησε με σκληρό βλέμμα ο Βασιλιάς. Την ώρα που συζητούσαν για τα δυο παιδιά, περνούσε απ’το διάδρομο η παραμάνα τους. Τα είχε μεγαλώσει από μικρά. Τους άκουσε να συζητάνε για το γάμο της Πούλιας με τον άσχημο γέρο Βασιλιά της Ανατολής. Τρέχει αμέσως να το πει στον Αυγερινό.
-Πρίγκιπα μου, ο θείος κι η θεία σου θέλουν να σας διώξουν απ’το παλάτι. Φοβούνται μήπως τους πάρετε το θρόνο. Σκοπεύουν να παντρέψουν την Πούλια μ’ένα κακό γέρο Βασιλιά, που σκοτώνει τις γυναίκες του. Εσένα θέλουν να σε εξαφανίσουν. Άκουσε με λοιπόν. Όταν η θεία σου θα χτενίζει την αδερφή σου, άρπαξε τις κορδέλες, που δένει τα μαλλιά της. Πάρε και τη χτένα και να φύγετε αμέσως. Αν σας κυνηγήσει η θεία σας, να πετάξεις πίσω σου τις κορδέλες. Αν σας φτάσει αργότερα, να πετάξεις τη χτένα. Κι αν εξακολουθήσει να σας κυνηγάει να πετάξετε πίσω σας μια χούφτα αλάτι, που σας έχω βάλει μέσα σ’αυτό το σακουλάκι.
Ο Αυγερινός φώναξε την αδερφή του και της είπε αυτά που άκουσε η παραμάνα τους.
-Πρόσεχε, της είπε. Την ώρα που θα σε χτενίζει η θεία μας, θα σου αρπάξω τις κορδέλες. Εσύ θα κάνεις πως με κυνηγάς. Θα βγούμε έξω απ’το παλάτι και θα φύγουμε. Καλή μου αδερφή, δε θέλω να σε παντρέψουν στη μακρινή Ανατολή με τον κακό γέρο Βασιλιά. Η παραμάνα μας μου είπε ότι όποια γυναίκα παντρευτεί την αποκεφαλίζει. Έχει ξεκάνει μέχρι τώρα πέντε βασίλισσες!
Φοβισμένη η Πούλια έβαλε τα κλάματα και του είπε:
-Αδερφέ μου, να φύγουμε αμέσως.
Εκείνη την ώρα η Βασίλισσα κρατώντας τη χτένα φώναξε την Πούλια, για να την χτενίσει. Ενώ την χτένιζε, πάει ο Αυγερινός και της αρπάζει τις κορδέλες και τη χτένα. Ύστερα τα δυο αδέρφια άρχισαν να τρέχουν. Μπροστά ο Αυγερινός και πίσω η Πούλια. Καθώς έτρεχαν, η Πούλια έκανε πως τάχα ήταν θυμωμένη με τον αδερφό της και του φώναζε:
-Αυγερινέ, Αυγερινέ, δώσε μου πίσω τη χτένα μου! Δώσε μου πίσω τις κορδέλες μου!
Τρέχοντας και μαλώνοντας τα δυο παιδιά βγήκαν έξω απ’τον κήπο του παλατιού. Η Βασίλισσα απ’τον εξώστη άρχισε να τους φωνάζει υποκριτικά:
-Καλά μου παιδιά, ελάτε μέσα στο παλάτι.
Κι ενώ έλεγε αυτά, έβραζε απ’το κακό της κι έτριζε οργισμένη τα δόντια της. Όμως τα δυο παιδιά είχαν πια απομακρυνθεί. Τότε η Βασίλισσα με την πανουργία της κατάλαβε ότι τα δυο παιδιά ήθελαν να φύγουν μια για πάντα απ’το παλάτι. Άρχισε λοιπόν να τα κυνηγά.
Η Πούλια κι ο Αυγερινός, μόλις την είδαν να πλησιάζει, πέταξαν τις κορδέλες. Στη στιγμή έγινε ένας μεγάλος κάμπος. Η κακιά Βασίλισσα μόλις που διακρίνονταν σαν ένα μικρό σημάδι.
Ύστερα όμως από λίγο τα έφτασε πάλι και φοβισμένος ο Αυγερινός ρίχνει τη χτένα πίσω τους. Αμέσως τότε έγινε ένα απέραντο δάσος. Για αρκετή ώρα τα παιδιά δεν την έβλεπαν.
Δεν πρόλαβαν όμως να χαρούν, όταν ξαφνικά γύρισαν πίσω τους. Την είδαν να τρέχει τρελή από το μίσος.
-Δε θα μου ξεφύγετε! Θα σας σκοτώσω! φώναζε με θυμό.
Τότε ο Αυγερινός ρίχνει το αλάτι πίσω του. Αμέσως έγινε μια απέραντη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Στη στιγμή τεράστια κύματα κατάπιαν την κακιά Βασίλισσα, που χάθηκε για πάντα από μπροστά τους.
Τα δυο αδέρφια ταλαιπωρημένα απ’την κούραση, την πείνα και τη δίψα κάθισαν κάπου να ξαποστάσουν. Εκείνη την ώρα βλέπουν απέναντι τους μια βρύση κι ένα πάτημα βοδιού.
-Διψάω, αδερφούλα μου, θα πάω να πιω νερό, είπε ο Αυγερινός.
-Όχι! μην πιεις, θα γίνεις βόδι!
Πάνε πιο κάτω και βρίσκουν μια γούρνα και δίπλα της ένα πάτημα αρνιού.
-Διψάω, αδερφούλα μου, δεν αντέχω άλλο. Θα πεθάνω απ’τη δίψα!
-Όχι! όχι! φώναζε σπαρακτικά η Πούλια, θα γίνεις αρνί!
Ο Αυγερινός όμως δεν άκουσε. Σκύβει, πίνει νερό και γίνεται αμέσως αρνί.
Τότε η Πούλια τον σφιχταγκάλιασε κι έβαλε τα κλάματα.
-Αλίμονο! αδερφούλη μου. Γιατί δε μ’άκουσες;
Έκλαψε για πολλή ώρα. Πεινασμένη καθώς ήταν, ανέβηκε πάνω σε μια μηλιά, που ήταν δίπλα στη γούρνα. Ενώ έκοβε μήλα, για να φάει, φάνηκαν από μακριά τρεις μεγαλόπρεποι καβαλάρηδες.
Ο ένας έμοιαζε για βασιλόπουλο κι οι άλλοι δυο για αυλικοί του. Σταμάτησαν στη γούρνα κι άρχισαν να ποτίζουν τ’άλογα τους.
Καθώς το βασιλόπουλο πότιζε τ’άλογο του, βλέπει να καθρεφτίζεται μέσα στα νερά μια όμορφη κοπέλα.
-Τι όμορφη κοπέλα! Νεράϊδα θα’ναι! είπε έκπληκτος.
Ψάχνει ολόγυρα να δει πού βρισκόταν αυτή η γλυκιά μορφή. Σε μια στιγμή σηκώνει το βλέμμα του προς τη μηλιά. Βλέπει την Πούλια και της φωνάζει.
-Κατέβα απ’τη μηλιά, ωραία κόρη. Πες μου γιατί είσαι μόνη σ’αυτές τις ερημιές;
-Δεν κατεβαίνω, του απάντησε φοβισμένη η Πούλια.
Το βασιλόπουλο προσπαθούσε να την πείσει, αλλά η Πούλια δεν κατέβαινε. Αφού το βασιλόπουλο δεν κατάφερε τίποτε, διατάζει τους αυλικούς του να πιάσουν το αρνί και ν’ανεβούν στ’άλογα, για να φύγουν. Τότε η Πούλια τους φώναξε σπαρακτικά:
-Μη μου παίρνετε τ’αρνάκι μου, τον αγαπημένο μου αδερφό!
Τότε το βασιλόπουλο γύρισε πίσω, πήρε στην αγκαλιά του την Πούλια.
Την έβαλε στ’άλογο του και κάλπασαν μακριά.
Στο δρόμο η Πούλια διηγήθηκε κλαίγοντας στο βασιλόπουλο τι βάσανα και ταλαιπωρίες πέρασε.
Όταν έφτασαν στο παλάτι το βασιλόπουλο είπε στους γονείς του ότι βρήκε τη γυναίκα που ήθελε να παντρευτεί.
Ο γάμος έγινε στο παλάτι με μεγάλη λαμπρότητα. Δυστυχώς όμως η Βασίλισσα μητέρα ζήλευε τη νύφη της Πούλια και μισούσε το αρνάκι.
Μια μέρα ο γέρο Βασιλιάς με το βασιλόπουλο έλειπαν σ’ένα μακρινό ταξίδι. Καθώς η Πούλια ήταν με το αρνάκι της στον κήπο, πάει κρυφά πίσω απ’τις φυλλωσιές η Βασίλισσα και την ρίχνει στο πηγάδι.
Μετά από μια βδομάδα επιστρέφει ο Βασιλιάς με το βασιλόπουλο, που ρωτάει τη μάνα του:
-Μάνα, πού είναι η Πούλια;
-Δεν ξέρω, παιδί μου, μπορεί και να’χει φύγει απ’το παλάτι. Εκείνη την ώρα το αρνάκι βέλαξε:
-Μπε μπε, η Βασίλισσα την έριξε στο πηγάδι.
Πάει το βασιλόπουλο και βγάζει την Πούλια απ’το πηγάδι. Θυμώνει η Βασίλισσα και διατάζει να σφάξουν το αρνί και να το φάνε.
Με τις πρώτες σταγόνες αίματος το αρνάκι έγινε ξανά το όμορφο παλικάρι, ο Αυγερινός! Τη στιγμή εκείνη δέκα περιστέρια φτερούγισαν γύρω απ’τα δυο βασανισμένα αδέρφια. Ένωσαν τις φτερούγες τους και τα πήραν πάνω τους! Ενώ πετούσαν ψηλά προς τον ουρανό, η Πούλια φώναξε:
-Έχε γεια, καλό μου βασιλόπουλο. Φεύγω με τον αγαπημένο μου αδερφό από τη γη, που τόσες πίκρες μας έδωσε. Θα ζήσουμε για πάντα στον ουρανό.
Εκείνη την ώρα σκοτείνιασε.
Η νύχτα έριξε τα μαύρα της πέπλα στη γη και τ’αστέρια φώτισαν τον ουρανό. Τα δυο αδέρφια έγιναν αστέρια τ’ουρανού.
Από τότε λάμπουν από κει ψηλά. Είναι τα δυο αδέρφια του παραμυθιού μας, η Πούλια κι ο Αυγερινός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου