Ο Ράλλης Κοψίδης καταγόταν από την Αλεξανδρούπολη, όμως η Λήμνος, ο γενέθλιος τόπος, ήταν αυτός που σημάδεψε το έργο του, στο οποίο είναι διαρκώς παρών. Το 1949 ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στο εργαστήριο του Ανδρέα Γεωργιάδη, και στη συνέχεια μαθήτευσε κοντά στον Φώτη Κόντογλου (1953-1959), με τον οποίο συνεργάστηκε και στην αγιογράφηση εκκλησιών, μια πνευματική σχέση που στάθηκε καθοριστική στη διαμόρφωσή του ως εικαστικού καλλιτέχνη.
Τη δουλειά του παρουσίασε σε δεκάδες ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα, ενώ πήρε μέρος και σε πολλές πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις. Η δουλειά του παρουσιάστηκε επίσης σε ομαδικές εκθέσεις στην Κολωνία (1976), τη Γιαουντέ του Καμερούν (1980), καθώς και σε δύο εκθέσεις που οργάνωσε η Εθνική Πινακοθήκη στο Δουβλίνο (1979) και τις Βρυξέλλες (1988). Το 1989 η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση με έργα ζωγραφικής και χαρακτικής του Ρ. Κοψίδη στην Αθήνα και Αλεξανδρούπολη.
Ως αγιογράφος, ο Ράλλης Κοψίδης ιστόρησε ορθόδοξες εκκλησίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπως το μοναστήρι του Cheverogne του Βελγίου και ο ναός του Ορθοδόξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο Chambesy της Γενεύης, ένα έργο που έτυχε ιδιαίτερης προβολής στον ελληνικό και τον ξένο τύπο και χαρακτηρίστηκε ως προσπάθεια εξεύρευσης μιας νέας εικαστικής μορφολογίας, βασισμένης στην παράδοση, αλλά με έντονα προσωπικό ύφος, για την εικονογράφηση ορθοδόξων εκκλησιών.
Όπως σημειώνει η ιστορικός τέχνης Αθηνά Σχινά, ο Ρ. Κοψίδης "βίωσε την βυζαντινή και βυζαντινολαϊκή παράδοση, χωρίς να µιµηθεί τους τρόπους ή να ακολουθήσει πιστά τα πρότυπα του δασκάλου του ... µέσα από το πνεύµα της ορθοδοξίας δεν ερµήνευσε το γράµµα, αλλά το πνεύµα της".
Πέρα από το καθαρά εικαστικό του έργο, ο καλλιτέχνης ασχολήθηκε επισταμένα με την εικονογράφηση βιβλίων, αλλά και τη συγγραφή (Σταυροί στον Άθωνα, 1963, Εξοχή, 1964, Προσκυνητάρι της Αίγινας, 1965, Το άδυτον, 15 ξυλογραφίες για το Άγιο Όρος, 1968, Μάνη η πολύπυργος, 1972, Σπίτια ελληνικά, 1973, Ρακένδυτοι, 1976, Κάστρο Ηλιόκαστρο, 1980, Τα κουρσούμια και άλλα ιστορήματα, 1985, Στα μπάζα του Λαυρίου, 1985, Το τετράδιο του γυρισμού, 1987), ενώ από το 1972 έως το 1974 ασχολήθηκε με την έκδοση του περιοδικού Κάνιστρο. Τελευταία του δουλειά στον τομέα αυτόν υπήρξε η εικονογράφηση του βιβλίου του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου Επί πτίλων αύρας νυκτερινής (Γαβριηλίδης, 2009).
Έργα του Ράλλη Κοψίδη βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, το υπουργείο Πολιτισμού, το Μουσείο Βορρέ, το Τελλόγλειο Ίδρυμα, την Πινακοθήκη Ιωαννίνων, την Πινακοθήκη Δήμου Θεσσαλονίκης, την Πινακοθήκη του Δήμου Πατρέων, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
«Το μυθιστόρημα του Νίκου Γ. Πεντζίκη “Ανδρέας Δημακούδης” που κυκλοφόρησε το 1934 έχει ως υπότιτλο (ή και δεύτερο τίτλο) τη φράση «ένας νέος μονάχος» - ή μοναχός; Έτσι έβλεπα στην καθημερινή του ζωή τον Ράλλη Κοψίδη», είπε στην Καθημερινή ο συγγραφέας και στενός του φίλος, Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος. «Απόμακρο μέσα στην τύρβη της ζωής, ποιητή του ελάχιστου, λάτρη του απέριττου, υμνωδό του ταπεινού. Ετσι στα γραπτά του (και έχει γράψει πολλά), έτσι και στη ζωγραφική του. Ακούραστος περιπατητής, λιτότατος (πενιχρός την περιβολήν) πραγματοποίησε με τη γυναίκα του Μαρία που του παραστάθηκε ηρωικά και στα στερνά του χρόνια περίλαμπρες εκδρομές σε απρόσιτα μοναστήρια, σε αρχαίες λίμνες, σε προϊστορικούς οικισμούς, μαζεύοντας σπασμένα γυαλιά, πέτρες, βότσαλα, κεραμικά - που θα μεταμορφώνονταν στη συνέχεια στους πίνακές του με τα βουνά της Λήμνου (τα κάστρα, τα ακτινοβόλα γυναικεία πρόσωπα, που τα παράστεκαν από μακριά, παλιές σπασμένες παιδικές κούκλες) ή στα εκλεκτικά ψηφιδωτά με τα όποια κοσμούσε τη αυλή του σπιτιού του στην Πάρο».Μέσ᾽ στὴν καρδιὰ τῆς σιωπῆς ὁ μαθητὴς τοῦ Κόντογλου, Ράλλης Κοψίδης
Έφυγε, αθόρυβα, από τον κόσμο τούτο ο Ράλλης Κοψίδης, ὁ ζωγράφος μὲ ἕνα τεράστιο ἔργο ποὺ συνιστᾶ ἕνα σπουδαῖο κεφάλαιο στὴν ἱστορία τῆς τέχνης τοῦ τόπου μας.
Γεννήθηκε στὴ Λῆμνο, στὸ Κάστρο, τὸ 1929. Εἶχε καταγωγὴ ἀπὸ Ἀλεξανδρούπολη. Ἔφτασε στὴν Ἀθήνα τοῦ 1950 γιὰ νὰ σπουδάσει στὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν. Λίγα χρόνια μετὰ τὸν ἐμφύλιο, σὲ μία πόλη φτώχειας, σὲ ἕνα κράτος ποὺ προσπαθεῖ νὰ διαμορφώσει τὸ μεταπολεμικό του πρόσωπο. Ἀμέσως μετὰ τὶς σπουδές του στὴν Καλῶν Τεχνῶν, στὸ ἐργαστήριο τοῦ Ἀνδρέα Γεωργιάδη, ἔγινε μαθητὴς τοῦ Φώτη Κόντογλου. Μαζὶ ἁγιογράφησαν ἐκκλησίες. Ἦταν ἡ ἐποχὴ τῆς μεγαλύτερης ζήτησης βυζαντινῆς ζωγραφικῆς στοὺς ὀρθόδοξους ναοὺς τῆς Ἑλλάδας καὶ ὁ Κόντογλου δούλευε μὲ τοὺς Βαμπούλη, Γεωργακόπουλο καὶ Κοψίδη.
Ἀλλὰ ἡ ζήτηση ὑπῆρχε καὶ στὸ ἐξωτερικό. Ὁ Κοψίδης ἱστόρησε τὸ ναὸ στὸ Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὸ Chambesy τῆς Γενεύης ἀλλὰ ζωγράφισε καὶ στὸ μοναστήρι τοῦ Cheverogne τοῦ Βελγίου.
Ἀπὸ τὸ 1958 παρουσιάζει τὴ δουλειά του σὲ ἀτομικὲς ἐκθέσεις στὴν Ἀθήνα στὴ γκαλερἰ Τέχνη (1958), στὴν Ὥρα (1969, 1973, 1976, 1978), Κρεωνίδη, 1978, Αργώ (1982), ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες πόλεις στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Εὐρώπη. Ἡ μεγάλη του ἀναδρομικὴ ἔγινε στὴν Ἐθνικὴ Πινακοθήκη τὸ 1989. Εἰκονογράφησε βιβλία, ἔγραφε τὶς δικές του ἱστορίες ποὺ εἰκονογραφοῦσε, ἀλλὰ ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ Κάνιστρο.
Σύμφωνα μὲ τὴν Ἀθηνᾶ Σχινᾶ ὁ Κοψίδης «ἀφηγεῖται, συνταιριάζει, συναιρεῖ καὶ διαστέλλει στὸν χρόνο, τοὺς ρυθμοὺς καὶ τοὺς τρόπους μίας συμβίωσης παραδοξοτήτων καὶ ἀντιθέσεων. Οἱ εἰκόνες του λειτουργοῦν ὡς μία μεταφορικὴ γλώσσα ἐννοιῶν, ποὺ ἐμπεριέχει συμβολισμούς, ἀλληγορίες, ἕνα ἄρωμα λεπτῆς εἰρωνίας καὶ μία κριτικὴ διάσταση, ἡ ὁποία δὲν ἀναστέλει τὴν ποιητικὴ κι ἐλεγειακὴ ἀτμόσφαιρα τῶν ἔργων του. Οἱ φόρμες του ὁλοκάθαρες, πειστικές, ζωντανὲς καὶ ὑποβλητικὲς συνεγείρουν τὸ αἴσθημα καὶ τὴν εὐλαβικὴ ἀναπόληση. Δὲν ἀφήνουν ὅμως τὴ σύνθεση νὰ καθηλωθεῖ στὴν γραφικότητα, γιατὶ ὁ διάλογος ποὺ ἀνοίγει σ᾽ αὐτὲς τὶς εἰκαστικὲς αὐλαῖες του, εἶναι ἕνας διάλογος ὑπερβάσεων τοῦ ὁρατοῦ» (κατάλογος ἀναδρομικῆς ἔκθεσης τοῦ Κοψίδη, Δῆμος Πατρέων, Δημοτικὴ Πινακοθήκη 6 Ἀπριλίου-16 Μαΐου 1994, σ. 11). Κατὰ τὴν κριτικὸ τέχνης, μιλάει στὶς ἱστορίες του γιὰ τὶς πληγὲς τῆς Ρωμιοσύνης, τοὺς καημούς καὶ τοὺς πόθους της.
Ὁ Κοψίδης εἶχε ἕνα μοναδικὸ ὕφος, ἀφοῦ μαθήτευσε μὲ συνέπεια στὸν μεγαλύτερο δάσκαλο βυζαντινῆς ἁγιογραφίας τοῦ νεοελληνισμοῦ, τὸν Κόντογλου, ἀλλὰ στὴ συνέχεια, ἀφομοιώνοντας τὰ ἀρχαῖα πρότυπα, πέρασε σὲ ἕνα δικό του, πολὺ προσωπικὸ ἰδίωμα ποὺ παραμέμπει στὸν ὑπερρεαλισμὸ χωρὶς νὰ χάνει τελικὰ ποτὲ τὴ ρίζα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ζοῦσε σχεδὸν ἐρημικὰ στὴ Γλυφάδα, χωρὶς νὰ ἀξιώνει κανέναν προβολέα να πέφτει ἐπάνω του. Ἡ σπουδὴ στὸ ἔργο του, θεωρῶ ὅτι εἶναι ὑποχρέωση κάθε νέο εἰκαστικὸ καὶ ὄχι μόνο καλλιτέχνη. Ἰδίως, ὅμως, τὸ μέγα μάθημα τοῦ Κοψίδη ἀπευθύνεται σὲ κάθε φιλόδοξο ἁγιογράφο ποὺ θέλει νὰ πειραματιστεῖ μὲ τὴ φόρμα καὶ τὸ χρῶμα.
Τὀ ἀπόσταγμα γιὰ τὴν τέχνη του, νομίζω βρίσκεται στὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ καὶ τὸ διαβάζω στὸν κατάλογο τῆς ἀναδρομικῆς ἔκθεσης μὲ ἔργα τοῦ Κοψίδη στὴν Πάτρα, τὴ Δημοτικὴ Πινακοθήκη 6 Ἀπριλίου-16 Μαΐου 1994.
Τὰ ἀνεξήγητα
Ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν ζωγραφική, τὰ λόγια φεύγουν μέσα ἀπ᾽ τὰ χέρια μου. Πετοῦν σὰν σιωπηλὰ πουλιὰ καὶ χάνονται μακρυά.»
Γράψε δυὸ λόγια γιὰ τὴν ζωγραφική», σημαίνει: ἔμπα μέσ᾽ στὴν καρδιὰ τῆς σιωπῆς γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ζωγραφική.
Κι ἀφοῦ ἀντικρύσεις τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια, τὰ νομιζόμενα καὶ οὐ βλεπόμενα, κατανοεῖς τὴν πτωχεία τῶν λέξεων, τὴν ἀνεπάρκεια τῆς λογικῆς.
Τὸ πρόβλημα ὑπάρχει μέσ᾽ τὴν καρδιὰ τῶν ἐποχῶν: Πόσο εἶναι μπορετὸ νὰ ἑρμηνεύσεις; Κατανοῶντας τὸ ἀνυπέρβλητο, κάθομαι σὲ μιὰ πέτρα ἔξω ἀπ᾽ τὴν κεκλεισμένη θύρα τοῦ νοητοῦ κήπου, ὅπου μαντεύω τὰ εὐφρόσυνα ἄνθη χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ τ᾽ ἀντικρύσω, καὶ συλλογιέμαι τὴν δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος. Δέος μὲ κυριεύει μπροστὰ σ᾽ αυτό. Κι ἔτσι πιάνω καὶ ζωγραφίζω. Δουλεύω σ᾽ αὐτὴν τὴν τέχνη τῆς σιωπῆς, ἀπὸ τότε ποὺ θυμᾶμαι τὸν ἑαυτό μου, παιδὶ σ᾽ ἕνα μακρυνὸ νησί, κι ἔπειτα σ᾽ ἕνα θρακιώτικο ἀκρογυάλι μὲ τὴν βαθύτατη ἐπίγνωση πὼς κι ἡ ἁπλὴ γειτονία κι ἡ ἁπλὴ προσέγγιση σ᾽ ἕναν τέτοιο κῆπο εἶναι δώρημα μέγα καὶ πρέπει νὰ εἶμαι ἕτοιμος πάντα γιὰ ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ. Καὶ ἴσως, ποιός ξέρει, ὅταν ὁ ζόφος κάπως λιγοστέψει, κι ἀνοίξουν στιγμιαῖα οἱ οὐρανοί, ν᾽ ἀξιοποιηθεῖ κι ἐγώ, ὁ τῶν σχημάτων καὶ χρωμάτων θηρευτὴς καὶ θεωρὸς τῶν ἀνεξήγητων, ν᾽ ἀκιωθῶ τὴν πολυπόθητη ἐνατένιση…
Στὸ μεταξὺ διάγω κι ἐγὼ ἐν μεγίστῃ ἀπορίᾳ, ὅπως ὅλοι, ὑπηρετώντας τὴν τέχνη τῆς Σιωπῆς, κατὰ νοῦν ἔχων πάντοτε τὰ πανάρχαια ἀρχέτυπα.
Αὐτὰ ποὺ ὅλοι οἱ ζωγράφοι ὀνειρεύονται νὰ προσεγγίσουν. Ὅλοι, πιστέψτε με, ὅλοι.
Ράλλης Κοψίδης
1992, Γλυφάδα
Ὁ Θεὸς ἂς τὸν ἀναπαύσει!
1 σχόλιο:
Πολύ ωραία λόγια καί πολύ αληθεινά,αναφέρομε στό ανεξήγητο
Δημοσίευση σχολίου