Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Απάντηση του καθηγητή Δ. Τσελεγγίδη στο Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο

Με μία θεολογικότατη καί ἄκρως τεκμηριωμένη πατερικά ο Καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης απαντά στις αντορθόδοξες θέσεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας π. Χρυσοστόμου, που υποστηρίζει ότι η Εκκλησία δεν είναι πλέον ΜΙΑ όπως την ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, αλλά διηρρημένη!
Δημοσιεύουμε εδώ ολόκληρο το κείμενο της επιστολής του Καθηγητή, το οποίο κοινοποιήθηκε προς όλους τους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος

http://www.hellenica.de/Griechenland/Ikone/ChristusErbarmer.jpg
Πρός
τόν Σε­βα­σμι­ώ­τα­το
Μη­τρο­πο­λί­τη Μεσ­ση­νί­ας
κ. Χρυ­σό­στο­μο

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,
Μοῦ γνω­στο­ποι­ή­θη­κε ἀ­πό Ἱ­ε­ράρ­χες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἡ ἐ­πι­στο­λή σας πρός τόν Μα­κα­ρι­ώ­τα­το Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Ἀ­θη­νῶν καί πά­σης Ἑλ­λά­δος κ. Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο μέ κοι­νο­ποί­η­σή της πρός ὅ­λους τούς Μη­τρο­πο­λί­τες τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­ριθ. πρωτ. 311/17-6-2010.......


Στήν ἐ­πι­στο­λή σας αὐ­τή ἀ­να­φέ­ρε­σθε καί στό ὄ­νο­μά μου, σελ. 2, παρ. 3, ἐδάφ. α. Συγ­κε­κρι­μέ­να, γρά­φε­τε τά ἑ­ξῆς: «Τήν ἐ­πι­φύ­λα­ξη τοῦ Σεβ. Κυ­θή­ρων δέν τήν ἔ­χει ἐκφρά­σει μέ­χρι σή­με­ρα οὔ­τε προ­φο­ρι­κά οὔ­τε γρα­πτά ὁ Ἐλ­λο­γιμ. Κα­θη­γη­τής κ. Δη­μή­τριος Τσελεγ­γί­δης, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­λα­βε τήν ἐ­πι­στο­λή, τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­κα­λεῖ­ται ὁ Σεβ. Κυ­θή­ρων, καί μέ τόν ὁ­ποῖ­ον κα­τ’ ἀν­τί­λη­ψιν ἐ­πι­κοι­νώ­νη­σα τό­σο τη­λε­φω­νι­κά ὅ­σο καί διά ζώ­σης, ἐξ ἀ­φορ­μῆς πα­νε­πι­στη­μια­κῶν θε­μά­των καί ὑ­πο­χρε­ώ­σε­ων.
Ἕ­να τέ­τοι­ου εἴ­δους σο­βα­ρό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ἀ­τό­πη­μα πέ­ρα­σε ἀ­πα­ρα­τή­ρη­το ἀ­πό τόν καταξιωμέ­νο Κα­θη­γη­τή τῆς Δογ­μα­τι­κῆς καί Συμ­βο­λι­κῆς Θε­ο­λο­γί­ας καί ἀ­σχο­λί­α­στο;».

Νά ση­μειώσω δι­ευ­κρι­νι­στι­κά, ὅ­τι τό ἐ­πί­μα­χο ση­μεῖ­ο τῆς δι­α­φω­νί­ας ἐ­δῶ εἶ­ναι ἡ θε­ο­λο­γι­κή θέ­ση, πού δι­α­τυ­πώ­σα­τε σέ προ­η­γού­με­νη ἐ­πι­στο­λή σας (01-10-2009, σ.4) πρός ἐ­μέ, καί ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: «Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι μί­α καί­ ἀ­δι­αί­ρε­τη πρίν τό σχῖ­σμα, σή­με­ρα εἶ­ναι δι­η­ρη­μέ­νη, ἀ­φοῦ βρι­σκό­μα­στε σέ σχῖ­σμα, αὐ­τό ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς παρ. 41 τοῦ Κει­μέ­νου τῆς Ρα­βέν­νας».

Ἐ­πει­δή δέν θέ­λω, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, νά καλ­λι­ερ­γοῦν­ται καί νά δι­αδ­ίδον­ται ἐ­σφαλ­μέ­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τήν το­πο­θέ­τη­σή μου σέ ἕ­να τό­σο σο­βα­ρό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό θέ­μα, ἀ­ναγ­κάζ­ομαι πλέ­ον τώ­ρα νά σᾶς γρά­ψω.

Κα­ταρ­χήν, νά σᾶς ἐ­νη­με­ρώ­σω, για­τί δέν ἀ­πάν­τη­σα τό­τε στήν ἀ­πό 01-10-2009 ἐ­πι­στο­λή σας. Τήν ἐ­πι­στο­λή σας αὐ­τή τήν ἔ­λα­βα, ὅ­λως πε­ρι­έρ­γως, μό­λις τήν πα­ρα­μο­νή τῆς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος. Ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νο πού μέ ἐμ­πό­δι­σε κα­τε­ξο­χήν νά προ­χω­ρή­σω τό­τε σέ ἀ­παν­τη­τι­κή ἐ­πι­στο­λή ἦ­ταν τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ ἐ­πι­στο­λή σας ἐ­κεί­νη κοι­νο­ποι­ή­θη­κε στόν Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο καί στούς Μη­τρο­πο­λί­τες, Μέ­λη τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος.
Σκέ­φτη­κα τό­τε, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ὅ­τι τό συγ­κλη­θέν σῶ­μα τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας εἶ­ναι τό πλέ­ον ἁρ­μό­διο νά κρί­νει τό ὀρ­θό ἤ τό ἐ­σφαλ­μέ­νο τῆς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα δι­α­τυ­πώ­σε­ώς σας. Ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α ἤ λει­τουρ­γεῖ μέ ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κά κρι­τή­ρια καί παίρ­νει θέ­ση στό θέ­μα –σκέ­φτη­κα– ἤ ἁ­πλῶς τό ἀν­τι­πα­ρέρ­χε­ται. Για­τί, δη­λα­δή, θά ἔ­πρε­πε νά ἀ­παν­τή­σω ἐ­γώ, ὅ­ταν αὐ­τό τό καί­ριο πρό­βλη­μα ἦ­ταν ἤ­δη ἐκ­πε­φρα­σμέ­νο ἐγ­γρά­φως ἐ­νώ­πιόν της; Πί­στε­ψα, δη­λα­δή, συγ­κε­κρι­μέ­να, ὅ­τι ὁ Μα­κα­ρι­ώ­τα­τος Πρό­ε­δρος καί τά Μέ­λη τῆς Δια­ρκοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου θά ἔ­θε­ταν ὡς πρῶ­το θέ­μα στήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού συγ­κλή­θη­κε τόν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2009, «τό σο­βα­ρό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ἀ­τό­πη­μα», ὅ­πως ὁ ἴ­διος τό χα­ρα­κτη­ρί­σα­τε στήν ἐ­πι­στο­λή σας, καί ὅ­τι θά σᾶς κα­λοῦ­σε νά δώ­σε­τε τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες δι­ευ­κρι­νί­σεις, καί νά τό ἀ­να­κα­λέ­σε­τε.

Καί τοῦ­το, για­τί ὡς δογ­μα­το­λό­γος γνω­ρί­ζω, ὅ­τι ἐκ­πί­πτει ἀ­πό τό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὁ κά­θε πι­στός –καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὁ κλη­ρι­κός– πού συ­νει­δη­τά ἀμ­φι­σβη­τεῖ ἤ ἀ­πορ­ρί­πτει με­ρι­κῶς ἤ ὁ­λι­κῶς τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως αὐ­τή δι­α­τυ­πώ­νε­ται μέ ἀ­κρί­βεια στούς Ὅ­ρους τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων.

Για­τί, ἀ­σφα­λῶς, κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά κα­τα­λύ­ει οὔ­τε νά σχε­τι­κο­ποι­εῖ τήν ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­πει­δή κα­νείς δέν βρί­σκε­ται ὑ­πε­ρά­νω αὐ­τῆς.

Δυ­στυ­χῶς, ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α τό­τε δέν ἀ­σχο­λή­θη­κε μέ τό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό αὐ­τό θέ­μα, πού ἀ­φο­ρᾶ καί­ρια τήν ταυ­τό­τη­τα καί τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Με­τά ἀ­πό τίς πα­ρα­πά­νω ἐ­ξη­γή­σεις γιά τήν ἕ­ως τώ­ρα σι­ω­πή μου, θά πε­ρι­ο­ρι­στῶ νά ἀ­παν­τή­σω μέ τήν πα­ρού­σα ἐ­πι­στο­λή μό­νο στήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη, πού δι­α­τυ­πώ­σα­τε στήν πρός ἐ­μέ ἐ­πι­στο­λή σας (01-10-2009).

Καί αὐ­τό τό κά­νω γιά τρεῖς κυ­ρί­ως λό­γους: Πρῶ­τον, γιά χά­ρη τῆς δογ­μα­τι­κῆς ἀ­λή­θειας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Δεύ­τε­ρον, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ση­μα­σί­ας πού ἔ­χει ἡ πα­ρα­πά­νω ἀ­λή­θεια στόν ἤ­δη δι­ε­ξα­γό­με­νο Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους καί εἰ­δι­κό­τε­ρα μέ τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς. Κα­τά σύμ­πτω­ση, τόν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρό ἡ Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α εἶ­ναι ὁ πυ­ρή­νας τοῦ Δι­με­ροῦς Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου, ὁ ὁ­ποῖ­ος με­τά τήν μή ὁ­λο­κλή­ρω­σή του πέρυ­σι στήν Κύ­προ θά συ­νε­χι­στεῖ τόν Σε­πτέμ­βριο τοῦ 2010 στή Βι­έν­νη. Στήν πα­ρού­σα πε­ρί­στα­ση τό εὔ­λο­γο καί καί­ριο ἐ­ρώ­τη­μα πού τί­θε­ται εἶ­ναι: Μέ ποι­ά αἴ­σθη­ση αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας προ­σέρ­χον­ται οἱ ἐκ­πρό­σω­ποί της στόν Δι­με­ρῆ Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο; Ἀ­κό­μη πιό συγ­κε­κρι­μέ­να, προ­σέρ­χε­ται ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας διά τῶν ἐκ­προ­σώ­πων της ὡς ἡ «ΜΙΑ, ἁ­γί­α, κα­θο­λι­κή καί ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α» ἤ ὡς δι­η­ρη­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­να­ζη­τᾶ τήν ὀν­το­λο­γι­κή ἑ­νό­τη­τά της στήν ἕ­νω­σή της μέ τούς κα­τά και­ρούς ἀ­πο­κομ­μέ­νους ἀ­πό αὐ­τήν ἑ­τε­ρο­δό­ξους;

Τρί­τον –μέ ὅ­λο τό σε­βα­σμό πρός τό πρό­σω­πο καί τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό ἀ­ξί­ω­μά σας– σᾶς γρά­φω αὐ­τήν τήν ἐ­πι­στο­λή, ἐ­πει­δή θε­ω­ρῶ ὅ­τι μέ τήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή το­πο­θέ­τη­σή σας ἀλ­λοι­ώ­νε­ται οὐ­σι­ω­δῶς ἡ δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἀ­δι­κεῖ­ται κα­τά­φω­ρα ὁ ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κός νοῦς σας, ἐ­νῶ δι­και­ώ­νε­ται ὁ κά­θε Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, ἀλ­λά καί ὁ κά­θε ἁ­πλός πι­στός πού ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται, ὡς ὀ­φεί­λει, τήν ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς δι­α­τυ­πώ­σε­ως τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἀ­λή­θειας στόν Ὅ­ρο τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου ἀ­πό τούς θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες.

Τώ­ρα, ὡς πρός τό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ἐ­ρώ­τη­μα –ἄν δη­λα­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α με­τά τό σχῖ­σμα τοῦ 1054 εἶ­ναι ΜΙΑ καί ἀ­δι­αί­ρε­τη ἤ δι­η­ρη­μέ­νη– ἔ­χω νά κα­τα­θέ­σω ἀ­πε­ρι­φρά­στως τά ἑ­ξῆς:

Στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με, ὅ­τι πι­στεύ­ου­με «εἰς μί­αν, .­.. Ἐκ­κλη­σί­αν». Ἀ­πό τήν δι­α­τύ­πω­ση αὐ­τή τοῦ Συμ­βό­λου προ­κύ­πτει ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα, ὡς θε­με­λι­ώ­δης ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ ἑ­νός, στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὡς ἡ ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς ΜΙΑΣ Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι τό ἀ­σφα­λές δε­δο­μέ­νο τῆς πί­στε­ώς μας. Στή συ­νεί­δη­ση τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ ἑ­νό­τη­τά της εἶ­ναι δε­δο­μέ­νο ὀν­το­λο­γι­κό, ἀ­πο­λύ­τως καί ἀ­με­τα­κλή­τως δι­α­σφα­λι­σμέ­νο ἀ­πό τήν κε­φα­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τόν Χρι­στό, διά τῆς συ­νε­χοῦς πα­ρου­σί­ας τοῦ Πα­ρα­κλή­του Πνεύ­μα­τός του σ’ αὐ­τήν, ἤ­δη ἀ­πό τήν Πεν­τη­κο­στή. Ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια ἐκ­φρά­ζει τό­σο τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α της ὅ­σο καί τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α της. Ἄν ὅ­μως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ΜΙΑ κα­τά τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, τό­τε μέ τήν συ­νε­πῆ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἔν­νοι­α καί κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν ἑ­τε­ρό­δο­ξες ἐκ­κλη­σί­ες, ἀλ­λά οὔ­τε μη­τέ­ρες, ἀ­δελ­φές, θυ­γα­τέ­ρες καί ἐγ­γο­νές ἐκ­κλη­σί­ες. Ἡ ΜΙΑ καί μό­νη –ἀ­δι­αί­ρε­τη πάν­το­τε– Ἐκ­κλη­σί­α γεν­νᾶ μυ­στη­ρια­κῶς «δι’ ὕ­δα­τος καί Πνεύ­μα­τος» τά μέ­λη της, δέν γεν­νᾶ ἄλ­λες ἐκ­κλη­σί­ες. Οἱ κα­τά τό­πους (Ὀρ­θό­δο­ξες) Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­πο­τε­λοῦν φα­νέ­ρω­ση ἐν τό­πῳ καί χρό­νῳ τῆς ΜΙΑΣ καί μό­νης Ἐκ­κλη­σί­ας (βλ. ἐν­δει­κτι­κῶς, Α΄ Κορ. 1,2). Οὔ­τε βέ­βαι­α μπο­ρεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να ΜΙΑ καί δι­η­ρη­μέ­νη.

Για­τί ἡ δι­αί­ρε­ση ση­μαί­νει κα­τά­τμη­ση ἑ­νός ὅ­λου σέ δύ­ο ἤ πε­ρισ­σό­τε­ρα μέ­ρη (βλ. Λε­ξι­κό, Γ. Μπαμ­πι­νι­ώ­τη). Κα­τά συ­νέ­πεια, ἡ θε­ώ­ρη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δι­η­ρη­μέ­νης, σή­με­ρα, ἀν­τί­κει­ται σα­φῶς στή ρη­τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως, πράγ­μα πού συ­νε­πά­γε­ται, κα­τά τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, κα­θαί­ρε­ση καί ἀ­φο­ρι­σμό, κατά περίπτωση, σ’ ὅ­ποι­ον ἐμ­μέ­νει στή θε­ώ­ρη­ση αὐ­τή.

Στήν ἐ­πι­στο­λή σας, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ἐ­πι­χει­ρεῖ­τε νά θε­με­λι­ώ­σε­τε τήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή το­πο­θέ­τη­σή σας ὄ­χι στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, ἀλ­λά στό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς παρ. 41 τοῦ Κει­μέ­νου τῆς Ρα­βέν­νας, τό ὁ­ποῖ­ο κά­νει λό­γο γιά τήν «ἐ­πο­χή τῆς ἀ­δι­αί­ρε­της Ἐκ­κλη­σί­ας». Ἔ­τσι, δί­νε­τε τήν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ἀ­πο­δί­δε­τε με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σί­α σέ ἕ­να Κοι­νό Κεί­με­νο μιᾶς Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς γιά τό Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο, συ­νι­στα­μέ­νης ἀ­πό ἀν­θρώ­πους πού ἀ­να­ζη­τοῦν τήν ἀ­λή­θεια, πα­ρά σέ ἀ­πο­φά­σεις καί Ὅ­ρους Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­πο­φαί­νον­ται ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι γιά τήν ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πάν­τως, ἀ­πό τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Κοι­νοῦ Κει­μέ­νου γί­νε­ται, πράγ­μα­τι, σα­φές ὅ­τι γιά τά Μέ­λη τῆς Μι­κτῆς Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς δέν ὑ­φί­στα­ται σή­με­ρα ἡ ἀ­δι­αί­ρε­τη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δη­λα­δή σή­με­ρα εἶ­ναι δι­η­ρη­μέ­νη, πα­ρά τήν δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια τῆς ἴ­διας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού ὁ­μο­λο­γοῦ­με λε­κτι­κά στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ώς μας. Αὐ­τό ὅ­μως ἔ­χει ὡς συ­νέ­πεια τήν ἀ­πο­κο­πή ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­λων ἐ­κεί­νων, πού συ­νει­δη­τά ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅ­σα δι­α­λαμ­βά­νει τό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας γιά τήν ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­πει­δή ἐμ­μέ­σως πλήν σα­φῶς δέν ἀ­πο­δέ­χον­ται μέ­ρος τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.
Ὅ­μως, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, κα­νέ­να ἀ­πο­λύ­τως κεί­με­νο δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει ἀ­πο­δε­κτό ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­φό­σον αὐ­τό ἀν­τί­κει­ται στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, στόν Ὅ­ρο δη­λα­δή τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.[1]
Τέ­λος, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, θε­ω­ρῶ ὅ­τι ἡ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη πού ἐκ­φρά­ζε­ται στήν ἐ­πι­στο­λή σας γιά τήν ἑ­νό­τη­τα καί ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πρω­το­γε­νῆ αἰ­τί­α τῆς σύγ­χρο­νης πρα­κτι­κῆς τῶν συμ­προ­σευ­χῶν ὁ­ρι­σμέ­νων Ὀρ­θο­δό­ξων -κλη­ρι­κῶν καί λα­ϊ­κῶν- μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Για­τί, ἔ­τσι ἑρ­μη­νεύ­ε­ται θε­ο­λο­γι­κῶς ἡ σα­φής πα­ρα­βί­α­ση Κα­νό­να Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου (2ου τῆς Πεν­θέ­κτης, μέ ἀ­να­φο­ρά στόν 10ο Κα­νό­να τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων), πού ἀ­πα­γο­ρεύ­ει τήν συμ­προ­σευ­χή, μέ ἐ­πι­τί­μιο τόν ἀ­φο­ρι­σμό ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.


Μέ τόν προ­σή­κον­τα σε­βα­σμό
ἀ­σπά­ζο­μαι τήν δε­ξιά σας
Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης
Κα­θη­γη­τής τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Α.Π.Θ.

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: