Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΟΚΛΗΣ Σε δύο κάμαρες, ένα χολ και μια άθλια κουζίνα γεμάτη κατσαρίδες

Η χρονιά 1950-51 της ΑΣΚΤ. Πρώτη σειρά: Μίμης Κοντός.Δεύτερη σειρά: Τάκης Παρλαβάντζας, Ιωάννα Ασμάνη, Αλίκη Βενιέρη, Κώστας Τσόκλης. Τρίτη σειρά: Παύλος Διονυσόπουλος, Νίκος Κεσσανλής, Βλάσσης Κανιάρης


Ο Κώστας Τσόκλης το παραδέχεται: σίγουρα έχουν υπάρξει ζωές που είναι χιλιάδες φορές πιο συναρπαστικές από τη δική του. Μια ζωή ωστόσο πολύ πιο ενδιαφέρουσα που κάποιος τη διηγήθηκε άσχημα μπορεί κάλλιστα να πάει χαμένη, ενώ μια άλλη, λιγότερο γοητευτική, να κερδίσει από μια καλή παρουσίαση. «Ε, αυτό κάνω. Προσπαθώ να διηγηθώ καλά...» μας λέει ο καλλιτέχνης που στο κατώφλι των 80 του χρόνων αποφασίζει να γράψει για ό,τι έζησε και ό,τι τον βασάνισε («ξέ ρετε, εγώ εκτιμώ πολύ τα βάσανα, νομίζω ότι είναι η ουσία, ο χυμός της ζωής») και να το εκθέσει στον τοίχο. Δεν αισθάνεται όμως την παραμικρή αμηχανία για αυτό. «Εγώ και τον θάνατό μου τον έκανα έργο. Ολα τα ρίχνω μέσα λοιπόν, τίποτα να μη μείνει μυστικό, μήπως και μεγαλώσει η υπόθεση της προσπάθειάς μου».

Να γιατί η νέα αναδρομική του καλλιτέχνη, που στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Πλόες ΧVΙ εγκαινιάζεται στο κτίριο του Ιδρύματος Π & Μ Κυδωνιέως στην Ανδρο το Σάββατο 24 Ιουλίου (ώρα 8 μ.μ.) με τίτλο «1930 Τsoclis 2010...» δεν είναι μια συνηθισμένη έκθεση (επιμελήτρια είναι η Αθηνά Σχινά που έχει επιμεληθεί πολλές εκθέσεις του ιδρύματος). Είναι μια έκθεση όπου ο λόγος υπερισχύει της εικόνας. Δεν είναι μόνο η ανέκδοτη αυτοβιογραφία του καλλιτέχνη που θα παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο μεγάλο κλιμακοστάσιο το οποίο ενώνει τους δύο ορόφους του κτιρίου ως επιτοίχια σύνθεση. Είναι και τα επιλεκτικά αποσπάσματα κειμένων απ΄ όσα έχουν γραφτεί για εκείνον που θα πλαισιώνουν παλιότερες δημιουργίες του καλλιτέχνη. «Επιλέγω κομμάτια που είναι επαινετικά για να ειρωνευτώ τον εαυτό μου και ίσως όλους αυτούς που τα είπαν αυτά τα πράγματα, αφού στο τέλος λίγα καλά μπόρεσαν να κάνουν για μένα». Περισσότερο δραματικό ωστόσο είναι το νέο έργο-περιβάλλον, όπου ο Τσόκλης τοποθετεί το φέρετρό του κάτω από κάποιες άλλες μεγάλες κουβέντες που έχει πει γάλλος κριτικός τέχνης για εκείνον. «Μ΄ αυτό θέλω να δείξω ότι αυτός ο “σπουδαίος” ζωγράφος τελειώνει σε λίγο. Είμαι 80 χρονών και θα μπορούσα θαυμάσια να έχω πεθάνει- και να μην κλάψετε και πάρα πολύ...».

Ετσι αιχμηρός και σε πολλές περιπτώσεις σκληρός είναι ο προσωπικός λόγος του καλλιτέχνη. Ενας λόγος που αποτυπώνεται στην ανέκδοτη αυτοβιογραφία του, ένα μεγάλο απόσπασμα της οποίας δημοσιεύει σήμερα κατ΄ αποκλειστικότητα «Το Βήμα της Κυριακής». Η συνέχεια στη... νέα έκθεση του καλλιτέχνη.

«Μαύρες αναμνήσεις,σας εξορκίζω στο όνομα της τέχνης»

Ο Τσόκλης παιδί: «Τα χρόνια του πολέμου και της γερμανικής κατοχής τα πέρασα στο υπόγειο ενός σπιτιού...μέσα σε δύο κάμαρες,ένα χολ και μια άθλια κουζίνα γεμάτη κατσαρίδες»
«Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Αναμνήσεις ανάκατες παιδικές. Ολα θαμπά κι όλα διάφανα συγχρόνως, πριν από τη ζωγραφική, πριν από τον πόλεμο του ΄40. Τα αδέλφια μου, η υπέροχη μυρωδιά της μητέρας μου, τις λίγες φορές που με έπαιρνε στην αγκαλιά της, η αντιπάθεια (ή τι;) του πατέρα μου, παρά τη συγγένεια των ενδιαφερόντων μας, τα μεσημέρια του καλοκαιριού που σκάλιζα φλούδες δέντρων και έραβα ρουχαλάκια σ΄ εκείνες τις μικρέςμικρές γυμνές κουκλίτσες, η δασκάλα μου της πρώτης δημοτικού η κυρία Δήμητρα... η θρεψίνη, τα ξεφουσκωμένα τόπια στο υπόγειο... τα κοτσάνια από τα φιδόχορτα στου Φιλοπάππου που μ΄ αυτά έφτιαχνα τραπεζάκια και καρεκλίτσες... ο λαμπτήρας που έβγαλα μπαίνοντας από το σπασμένο παράθυρο και τον αντάλλαξα με μια φρατζόλα ψωμί και οι μπόγοι στο δρόμο μετά την έξωση με την άγια μητέρα μου καθισμένη επάνω... τα κουκιά με τη μελίγκρα και τους φουντωτούς “κόσμους” στις Τζιτζιφιές, τις χουρμαδιές και το συνεχώς σπασμένο κεφάλι του Γιάννη του αδελφού μου... τα δυο αδέλφια γείτονες, που περπατάγανε με τα χέρια, πάνω στη μάντρα και τρώγανε τα σκατά τους, το σκύλο μας που λύσσαξε και μας δάγκωσε όλους, το περπάτημα από τις Τζιτζιφιές στο Βοτανικό για το αντιλυσσικό εμβόλιο, τα κοτοπουλάκια που έβλεπα στο ρέμα και λαχταρούσα να είχα ένα δικό μου (κάτι που ποτέ δεν απόκτησα), τα χέλια που ψαρεύαμε στις εκβολές του Κηφισού, το ψάρι που έπιασα με τα χέρια...

Αυτό όμως που μαρκάρισε τη ζωή μου ήταν το ψάξιμο στους δρόμους της γειτονιάς μου με την ελπίδα να βρω κάτι χρήσιμο. Και εύρισκα!

Με αποκορύφωμα την ημέρα που έψαχνα παρακαλώντας την Παναγία να βρω ένα δίφραγκο και το βρήκα! Και αγόρασα δέκα καραμέλες “Τσάρλεστον” λαχειοφόρες, από τις οποίες οι εφτά κέρδιζαν. Από τότε δεν έπαψα να ψάχνω στους δρόμους και να επικαλούμαι την έμπνευση. Αλλά τώρα πια, ξέρω πώς να μεταμορφώνω τις πέτρες, τα παλιόξυλα, το χώμα, σε έργα τέχνης, σε χρήματα, σε διασημότητα.

Λένε πως οι παιδικές εμπειρίες καθορίζουν όλη μας τη ζωή και μερικώς έχουν δίκιο. Ενας άλλος όμως ισχυρός παράγοντας είναι οι εκάστοτε μόδες, οι οποίες εκμεταλλευόμενες την επιθυμία μας να συμμετέχουμε στη διαμόρφωση των γεγονότων, εισχωρούν μέσα μας και εκτρέπουν ή παραποιούν τα βιώματά μας.

Πραγματικά δεν ξέρω να πω, αν αξίζει τον κόπο να αφιερώσεις το υπόλοιπο της ζωής σου στην προσπάθεια μορφοποίησης των παιδικών σου βιωμάτων- αναμνήσεων ή είναι σωστότερο να τα αφήσεις να ενεργούν υπόγεια κι εσύ να ζεις σαν Πρωτόπλαστος, προσπαθώντας να εκφράσεις το εκάστοτε σήμερα (...) Από τους λίγους καλλιτέχνες της γενιάς μου που εκτιμώ και μιλώ για αυτούς, κανένας τους δεν ξέφυγε από την παγίδα της αυτοαναγνώρισης, κανένας τους από την παγίδα του εαυτού του. Ομως αυτή η παγίδα που τους κρατά δέσμιους, ας το πούμε και αυτό, είναι συγχρόνως για αυτούς μια άγκυρα σωτηρίας.

Εγώ νιώθω να συγκρατούμαι από πολλά εύθραυστα και ασαφή νήματα ελαστικά, που μου επιτρέπουν να μετακινούμαι λίγο μπρος, λίγο πίσω. Μια ψευδαίσθηση αυτοαμφισβήτησης. Ξέρω, πως αυτό δυσκολεύει τους άλλους να εντοπίσουν το ακριβές στίγμα μου και πιθανώς αυτό να τους αποθαρρύνει.

Ετσι νιώθω συχνά μόνος και απροστάτευτος παρά τους πολλούς θαυμαστές και φίλους. Ακολούθησα τη μοίρα μου και δεν θα επιτρέψω στους βρικόλακες του χθεσινού μου εαυτού να πίνουν το σημερινό αίμα μου.

Αλλά ας επανέλθουμε στα γεγονότα.


Τα χρόνια του πολέμου και της γερμανικής κατοχής τα πέρασα στο υπόγειο ενός σπιτιού που δεν υπάρχει πια, στην οδό Μαυρομιχάλη 72. Εκεί έζησα μαζί με τα έξι αδέλφια μου και τους γονείς μου, μέχρι το 1957, είκοσι σχεδόν χρόνια μέσα σε δύο κάμαρες, ένα χολ και μια άθλια κουζίνα γεμάτη κατσαρίδες, μη έχοντας την παραμικρή γωνιά για να ακουμπήσω την ψυχή μου, κάτι αποκλειστικά προσωπικό μου. Οταν αργότερα, δυοτρία από τα αδέλφια μου παντρεύτηκαν και έφυγαν από το σπίτι, κατάφερα να αγοράσω από τα παλιατζίδικα ένα μικρό κομοδίνο που είχε ένα μικρό συρταράκι που κλείδωνε και αυτό ήταν για χρόνια πολλά το καταφύγιο της σκέψης μου και των αισθημάτων μου...

Ας προσπαθήσω να θυμηθώ τον ενθουσιασμό από τις νίκες της Αλβανίας, τους βομβαρδισμούς του Πειραιά που βλέπαμε από την Αθήνα σαν βεγγαλικά μιας τρομακτικής γιορτής, την είσοδο των Γερμανών με τις μοτοσικλέτες, το κρύο και την πείνα του ΄41, τους αμέτρητους και πολύμορφους θανάτους γύρω μου, τις ψείρες, την οικογενειακή μας κωμωδία, όπου μέσα σ΄ αυτό το μικρό σπίτι είχαμε χωριστεί σε δύο οικογένειες, από τη μία η μητέρα μου με τα τρία μεγάλα παιδιά που δούλευαν και έβγαζαν κάτι ψευτοχρήματα για να ζήσουν (ή μάλλον για να μην πεθάνουν) τα τέσσερα μέλη της μιας οικογένειας και απ΄ την άλλη, ο πατέρας μου που είχε την ευθύνη των τεσσάρων μικρών».

Ρόκα, σαλέπι και τσάι του βουνού
«“Η οικογένειά σας”, λέγαμε, “και η οικογένειά μας”. Ηταν κι αυτό μια διασκέδαση, μια αντιπαλότητα, μια μορφή ευτυχίας... Θυμάμαι τους ανάπηρους από τον πόλεμο ζητιάνους, που τους βλέπαμε τη μια μέρα ζωντανούς ακόμη και την άλλη τους βρίσκαμε νεκρούς από το κρύο και την πείνα στο δρόμο... Τους τραγικούς νυχτερινούς πωλητές να διαλαλούν σαν μοίρες ή σαν κατάρες τις πιο παράξενες και ευτελείς πραμάτειες τους (ρόκα, σαλέπι, τσάι του βουνού)... Τους κλέφτες, τις κάθε λογής ατιμίες, τους ήχους του τρόμου. Μπότες, ριπές, συνθήματα από το χωνί του ΕΑΜ, μπλόκα, τα γκαζοζέν λεωφορεία... Την πρώτη μου δουλειά σε δικηγορικό γραφείο, μόλις τέλειωσα το δημοτικό και τον τρόμο μου κάθε φορά που χτύπαγε το τηλέφωνο και έπρεπε να απαντήσω και να σημειώσω ποιος ήτανε, γιατί αυτό το εργαλείο μού ήταν ξένο, το φοβόμουν, δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν... Θυ μάμαι ακόμη με αδικαιολόγητη νοσταλγία το τραπεζάκι που φορτωνόμουν στην πλάτη κάθε πρωί μέχρι τη γωνία Χαριλάου Τρικούπη και Μεθώνης, όπου το στήναμε με τον αδελφό μου τον Γιάννη και πουλάγαμε χύμα τσιγάρα στους περαστικούς.

Το “μαγαζάκι” μας όπως το λέγαμε... Το καρβουνιάρικο-μανάβικο στην απέναντι γωνία που διατηρούσαν δύο σπουδαστές της Χημείας, δυο θαυμάσια, αξιαγάπητα παιδιά που ήταν μπλεγμένα στην αντίσταση και φάνταζαν στα μάτια μας σαν ήρωες»...
Κοντά σ΄ έναν άθλιο ζαχαροπλάστη
Η μητέρα του καλλιτέχνη,έργο του 1956 που σε τίποτε δεν θυμίζει τη γνωστή τεχνοτροπία του Τσόκλη,σε μια από τις «περιφρονημένες» περιόδους του. «Τώρα, ξαναβλέποντας τη ζωή και τα έργα που περιφρόνησα, συνειδητοποιώ ότι δεν είχα καθόλου δίκιο που τα περιφρόνησα»
«Θυμάμαι που δούλεψα για λίγο καιρό κοντά σ΄ έναν άθλιο ζαχαροπλάστη, σ΄ ένα υπόγειο, έναν άντρακλα γεμάτο μαύρες τρίχες σαν πίθηκο που είχε ένα χάλκινο στρογγυλό καζάνι κι έφτιαχνε καραμέλες και τις κουβάλαγα εγώ στα μαγαζιά που τις πούλαγε.

Και επιτέλους, την πρώτη μου επίσημη επαφή με την τέχνη στο εργαστήρι του Αλμαλιώτη, όπου δούλεψα σχεδόν έναν χρόνο και σταμάτησα όταν μου κλέψανε τα παπούτσια που τα είχα βάλει για γκολπόστ στην οδό Καλλιδρομίου... Τις μελοδραματικές ατάκες του πατέρα μου όταν κάποτε νόμισε ότι ένα πολύτιμό του γραμματόσημο είχε χαθεί ή όταν του έλειπε ένα φακελάκι με “σούπα σκόνη”...

Αλλά προπάντων το βράδυ της αναχώρησης των Γερμανών από την Αθήνα, με τις φωτιές και το ολονύκτιο εκθαμβωτικό γλέντι, το ανακατεμένο με φόβο, γιατί διαδιδόταν ότι οι Γερμανοί είχαν υπονομεύσει τον Λυκαβηττό, τον είχαν γεμίσει με εκρηκτικά που θα τα πυροδοτούσαν από στιγμή σε στιγμή και θα τίναζαν την Αθήνα στον αέρα... Την αγωνία του θανάτου από τις ριπές των πολυβόλων των Γερμανών, όταν βρεθήκαμε στον λόφο του Στρέφη, όπου το ΕΑΜ είχε στήσει ένα φλεγόμενο σύνθημα και τα όνειρα που ο φόβος αυτός γέννησε μέσα μου και που με καταδίωκαν για χρόνια πολλά... Το άγριο ξύλο που παίζαμε με τα παιδιά από άλλες γειτονιές στους δρόμους, τους πετροπόλεμους, τα αίματα, τα μπορντέλα... τη Γιασεμί, μια άθλια βρώμικη πουτάνα που ζούσε για ένα διάστημα σ΄ ένα ελεεινό υπόγειο της οδού Μεθώνης και μας διηγιότανε, παιδιά εμείς έντεκα- δώδεκα χρονών, τις φρικτές ιστορίες της ζωής της... Το ξύπνημα του ερωτικού ενστίκτου και άλλα πολλά που δεν θα έπρεπε να παραλείψω.

Και μέσα σ΄ αυτά η τέχνη.Πώς επέζησε,πώς επιβίωσε αυτό μου το πάθος,πού εύρισκε χώρο και κέφι να ασκηθεί!

Και μετά ο Δεκέμβρης του ΄44, ο θάνατος, ο τρόμος, η πείνα ξανά, τα τανκς που ρίχνανε με μυδράλια πάνω από τα κεφάλια μας, οι ωραίοι νεκροί που κάποιος ελεύθερος σκοπευτής, κρυμμένος σε κάποια ταράτσα επιλεκτικά δολοφονούσε, τα μολυβένια στρατιωτάκια που έφτιαχνα και πούλαγα στην πλατεία Κολωνακίου- την “ελεύθερη ζώνη”-, τα τσιγάρα που πούλαγα από παράθυρο σε παράθυρο περνώντας ανάμεσα από διασταυρούμενα πυρά, τα ερείπια από τα ανατιναγμένα σπίτια μέσα στα οποία ψάχναμε για να βρούμε κάτι χρήσιμο, παίζοντας με το θάνατο που δεν μας λυπήθηκε όλους.

Εκατομμύρια εικόνες που η μια καβαλάει την άλλη, τραγικές και λαμπρές συγχρόνως, που είναι αδύνατον να περιγραφούν όπως εκείνες οι άθλιες θαυμαστές μέρες του εμφύλιου!

Μαύρες αναμνήσεις, σας εξορκίζω στο όνομα της τέχνης, χαθείτε από τη συνείδησή μου κι αν βρείτε κάποια σχισμή στο σήμερά μου, τρυπώστε, αλλά μην περιμένετε βοήθεια από μένα, ούτε ευγνωμοσύνη να περιμένετε.

Σας έδωσα περισσότερα από ό,τι μου δώσατε, μου χρωστάτε, δεν σας χρωστάω».

«1930 Tsoclis 2010...».

24 Ιουλίου- 26 Σεπτεμβρίου 2010 Ιδρυμα Π.& Μ Κυδωνιέως, Χώρα Ανδρου, τηλ.22820

24598

Δεν υπάρχουν σχόλια: