Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Ο απόκρυφος λυρισμός

Νίκος Γκάτσος, το δροσερό νερό της νεοελληνικής φωνής





Δημήτρης Κοσμόπουλος

«Εάν ο κ. Γκάτσος είναι φαρσέρ, τότε ασφαλώς η "Αμοργός" τού προσφέρει μίαν απόλαυση με τα ρουθούνια των αγελάδων» έγραφε ο κριτικός Μιχαήλ Ροδάς, λίγο μετά την έκδοση της Αμοργού, παραλλάσσοντας ένα στίχο της επί το χλευαστικότερον. Η Αμοργός κυκλοφόρησε το 1943 σε 308 αντίτυπα. Σήμερα, βεβαίως, ξεπερνώντας τα 40.000 αντίτυπα, αποδεικνύει ότι και ο κρίνων κρίνεται και μάλιστα ανελέητα από τον ίδιο το χρόνο- κυρίως όταν μιλούμε για τα ποιητικά πράγματα...
Κλείνουν φέτος 18 χρόνια από την εκδημία αυτού του ιδιότυπου και σιωπηλού βράχου της νεοελληνικής ποίησης. Του χρόνου θα ’χουν κλείσει 100 χρόνια απ’ τη χρονιά της γέννησής του(1911). Όταν έφευγε απ’ αυτόν τον κόσμο ο Παπαδιαμάντης, κι όταν γεννιόταν ο συνομήλικός του και συμπορευτής του στην ποιητική πράξη κι αυτεπίγνωση, ο Οδυσσέας Ελύτης.

Με την σφραγίδα του προορισμένου

Γεννήθηκε το 1911 στα Χάνια Φραγκόβρυσης (σημερινή Κάτω Ασέα) Αρκαδίας, όπου και τελείωσε το Δημοτικό. Τέλειωσε στην Τρίπολη το Γυμνάσιο, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών. Στη συνέχεια φοίτησε στην Αθήνα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Μιλούσε ήδη αρκετά καλά γαλλικά, αγγλικά κι είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις καινούργιες τάσεις που δημιουργούσαν κοσμογονία στην ευρωπαϊκή ποίηση της εποχής. Κι όμως, αυτός ο νεαρός από την κατοχική Πελοπόννησο, εμφανίζεται φοιτητής στην Αθήνα, πανέτοιμος και ώριμος τόσο ως προς την αφομοίωση της ποιητικής ύλης –ελληνικής και ευρωπαϊκής- όσο και ως προς την πληροφόρηση για ό, τι καινούργιο στον χώρο της ευρωπαϊκής τέχνης. Γράφει χαρακτηριστικά, ο Οδυσσέας Ελύτης: «[…]Τα χρόνια εκείνα η Αθήνα δεν είχε νερό μήτε δωρεάν παιδεία. Είχε όμως μια Φωκίωνος Νέγρη σε πρωτόγονη κατάσταση με πολλούς ήχους νερών και πολλές κρυφές πρασινάδες. Εκεί κάπου, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, μπορούσες να συναντήσεις τον Νίκο Γκάτσο και να βολτάρεις μαζί του, συζητώντας για ποίηση, ως το πρωί. Που βέβαια, εάν ήταν Σάββατο, εκείνος βρισκόταν κιόλας στη Δευτέρα. Τόσο ανεξήγητα πανέτοιμος, μας είχε φτάσει στα δεκαοχτώ του από την Ασέα της Αρκαδίας. Με πλήρη εξάρτυση: με τους Έλιοτ και τους Λόρκα, τους Κάφκα και τους Σαρτρ. Χώρια βέβαια τη δημοτική παράδοση, που, αυτή, κυκλοφορούσε στο αίμα του και αναπηδούσε πίσω από κάθε του κρίση, κάθε του αντίδραση, αρκεί να πατούσες το κουμπί στην κατάλληλη στιγμή. Το τι μυριάδες τσιγάρα και καφέδες καταναλώθηκαν αργότερα, λίγο πιο πάνω, στο τέρμα της οδού Σπετσών όπου βρισκόταν το μικρό του σπίτι, το τι ολονυχτίες εξαντλητικές διαδέχονταν η μία την άλλη στα χρόνια της 4ης Αυγούστου ή της Γερμανικής Κατοχής ή του Εμφυλίου, με συνεχή ανεβοκατεβάσματα Σολωμών και Καβάφηδων, Βαλερύδων και Ελουάρδων, δεν περιγράφεται[…]»
Στην Αθήνα εγκαθίσταται με την οικογένειά του κι έρχεται σ' επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε μικρά ομοιοκατάληκτα ποιήματα στα περιοδικά Νέα Εστία, (1931) και Ρυθμός (1933). Την ίδια περίοδο έγραψε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά Μακεδονικές Ημέρες, Ρυθμός και Νέα Γράμματα, για τον Κωστή Μπαστιά, τη Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη, αντίστοιχα. Η Αμοργός, κατοχική έκδοση των νεότευκτων τότε εκδόσεων «Αετός», αποτελείται από είκοσι μόνο σελίδες. Κι όμως, μέσα σ’ αυτές κρυσταλλώνεται όλη η δυναμική της μοντέρνας ποίησης, με τη συγχώνευση των υπερρεαλιστικών κατακτήσεων και των πρωτοποριακών καθαρών επιτευγμάτων της δημοτικής ποιητικής παράδοσης και της νεοελληνικής ποίησης από το Σολωμό και μετά. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄50, η Αμοργός λαβαίνει την θέση που της αξίζει ως λυρική κορύφωση με το σπαθί της.
(Επανεκδόσεις: το 1963,το 1969 και το 1987). Από τότε ο Γκάτσος δημοσιεύει μόνο τρία ακόμη ποιήματα: το "Ελεγείο" (1946, Φιλολογικά Χρονικά), "Ο Ιππότης και Ο Θάνατος" (1947, Μικρό
Τετράδιο) και το "Τραγούδι Του Παλιού Καιρού" (1963, Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στο Γ. Σεφέρη. Δημοσίευσε επίσης μελέτες και σχόλια για την ποίηση.
Με το τέλος του πολέμου, συνεργάστηκε με την "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση" σαν μεταφραστής και με το ΕΙΡ, ως ραδιοσκηνοθέτης, για λόγους βιοποριστικούς. Παράλληλα, μετέφρασε τα εξοχότερα έργα της ευρωπαϊκής θεατρικής Γραμματείας και συγκεκριμένα τους Λόρκα, Λόπε Ντε Βέγκα και Ραμόν Ντελ Βάλιε-Ινγκλάν, Ζενέ, Ο' Νηλ, Τ. Ουίλιαμς, Α. Μακ Λις, Σων Ο΄Κέιζι, Αύγουστο Στρίντμπεργκ, Κρίστοφερ Φράι κι άλλους.
Το1944 μετέφρασε στα "Φιλολογικά Χρονικά", τα: "Νυχτερινό Τραγούδι", "Ματωμένος Γάμος" (1948), "Το Σπίτι Της Μπερνάντα 'Αλμπα" (1945) του Λόρκα, "Ο Πατέρας" του Στρίνμπεργκ (1962) και "Το Μακρύ Ταξίδι Της Ημέρας Μέσα Στη Νύχτα" του Ο' Νηλ (1965). Το χαρακτηριστικό στις μεταφράσεις του είναι μία πρωτογενής δημιουργική γλώσσα. Ο Γκάτσος μεταφράζει θεατρικά έργα με έντονο ποιητικό χαρακτήρα, χαρίζοντας στην ελληνική γλώσσα πρωτογενή ποιητικά κείμενα εξαίσιας λυρικής εκφραστικής. Κι αυτό χάρις στην ασυναγώνιστη ποιητική του ιδιοσυγκρασία.

Η "Αμοργός", το κρυφό ποίημα


Δικαίως η "Αμοργός" έχει χαρακτηριστεί κρυφό ποίημα. Αφού ανήκει σε κείνα τα ξεχωριστά έργα, που, ενόσω κρατούν καλά τα μυστικά τους, ταυτόχρονα αποτελούν σωρείτες μέσα στους οποίους ζουν σε μυστική αλληλουχία τα βαθύτερα ρίγη μιας γλώσσας και μιας συλλογικής εμπειρίας. Δεν πρόκειται μόνο για την αίσθηση του κάλλους. Πολύ πλατύτερα, πρόκειται για τις κλίμακες μιας πανάρχαιας μουσικής και μεταμορφωτικής αντίληψης του κόσμου και του είναι -αυτής που από την αρχαιότητα αποτελούσε οδό κι τρόπο έκφρασης της ιερότητας στη ελληνική λαλιά. Με ευρύτητα διασκελισμού στην εκφορά, με ευρύστερνους στίχους, η "Αμοργός" απέδειξε αυτό που δεν κατάλαβαν ποτέ οι γραμματολόγοι και Πανεπιστημιακοί διαχειριστές των ποιητικών πραγμάτων. Πως πρωτοτυπία σημαίνει εμμονή στους πρώτους τύπους, στα αρχέτυπα. Πως οι εκφραστικές ριζοσπαστικές καινοτομίες εκπηγάζουν μέσα από την ρυθμική αρρενωπότητα του δεκαπεντασύλλαβου και της δημοτικής ποιητικής μούσας. Με προμετωπίδα τον ηρακλείτειο λόγο, «κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί και ώτα βαρβάρους ψυχάς εχόντων» και με την μελαγχολία αλλά και την αρρενωπότητα του αρκαδικού τοπίου να κυριαρχεί επί μέρους, κι αλλού με την πίκρα και τη χαρμολύπη των ελληνικών φυσικών αναλογιών, το ποίημα διαμορφώνει έναν ανεπανάληπτο προσωπικό χαρακτήρα. Πρόκειται για το πένθος μιας φωνής που μαρτυρεί τη βαθύτητα ενός ελληνικού νοήματος, μέσα από την απώλεια των συμβόλων που φέρνει ο κόσμος του 20ου αιώνα. Απροσδόκητες εικόνες, εκρήγνυνται στο φόντο μιας ψυχικής στάσης που αναδύεται ως γλαυκός ουρανός. Αναντίρρητα, η βιωματική μέχρις μυελού των οστέων πρόσληψη του δημοτικού τραγουδιού αναμεμειγμένη αλλού με την εμμετρότητα κι αλλού με την αφηγηματική πεζολογία, ορίζουν ένα αρχιτεκτονικό πλαίσιο. Εντός του, κελαρύζει το λυρικό ανάβρυσμα συντεθειμένο από τα καθαρότερα στοιχεία της φυσικής καλλονής, από τα θραύσματα της ιστορικής οδύνης, κι από τις νησίδες των θρύλων. Η Αμοργός είναι μία από τις περίτρανες και ακαταμάχητες αποδείξεις ότι ο αληθινός ελληνικός μοντερνισμός ξεπήδησε από την κεντρική φλέβα μιας παράδοσης της οποίας βασικό ιδίωμα υπήρξε η συνέχεια παρά τις διαρκείς μεταμορφώσεις.


Διαβάζουμε στην Αμοργό τους τόνους μιας γλώσσας που κλείνει μέσα της τις εκφραστικές απογειώσεις του παρελθόντος με μια γλώσσα που έρχεται ταυτόχρονα απ’ το μέλλον και φωτίζει εξοντωτικά το παρόν μας:
«Στο πικραμένου τν αλ βγαίνει χορτάρι μαρο
Μόνο να βράδυ το Μαγιο πέρασε νας γέρας
να περπάτημα λαφρ σ σκίρτημα το κάμπου
να φιλ τς θάλασσας τς φροστολισμένης.
Κι ν θ διψάσεις γι νερ θ στίψουμε να σύννεφο
Κι ν θ πεινάσεις γι ψωμ θ σφάξουμε να ηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμ ν᾿ νοίξει πικραπήγανος
N᾿ στράψει μαρος ορανς ν λουλουδίσει φλόμος.
Μ εταν γέρας κι φυγε κορυδαλλς κι χάθη
Εταν το Μάη τ πρόσωπο το φεγγαριο σπράδα
να περπάτημα λαφρ σ σκίρτημα το κάμπου
να φιλ τς θάλασσας τς φροστολισμένης.[…]
Ξύπνησε γάργαρο νερ π τ ρίζα το πεύκου ν βρες τ μάτια τν σπουργιτιν κα ν τ ζωντανέψεις ποτίζοντας τ χμα μ μυρωδι βασιλικο κα μ σφυρίγματα σαύρας. Τ ξέρω εσαι μία φλέβα γυμν κάτω π τ φοβερ βλέμμα το νέμου εσαι μία σπίθα βουβ μέσα στ λαμπερ πλθος τν στρων. Δ σ προσέχει κανες κανες δ σταματ ν᾿ κούσει τν νάσα σου μ σ μ τ βαρύ σου περπάτημα μς στν γέρωχη φύση θ φτάσεις μία μέρα στ φύλλα τς βερυκοκις θ᾿ νέβεις στ λυγερ κορμι τν μικρν σπάρτων κα θ κυλήσεις π τ μάτια μις γαπητικις σν φηβικ φεγγάρι. πάρχει μία πέτρα θάνατη πο κάποτε περαστικς νας νθρώπινος γγελος γραψε τ᾿ νομά του πάνω της κι να τραγούδι πο δν τ ξέρει κόμα κανες οτε τ πι τρελ παιδι οτε τ πι σοφ τ᾿ ηδόνια. Εναι κλεισμένη τώρα σ μι σπηλι το βουνο Ντέβι μέσα στς λαγκαδις κα στ φαράγγια τς πατρικς μου γς μ ταν νοίξει κάποτε κα τιναχτε νάντια στ φθορ κα στ χρόνο ατ τ γγελικ τραγούδι θ πάψει ξαφνικ βροχ κα θ στεγνώσουν ο λάσπες τ χιόνια θ λιώσουν στ βουν θ κελαηδήσει νεμος τ χελιδόνια θ᾿ ναστηθον ο λυγαρις θ ριγήσουν κι ο νθρωποι μ τ κρύα μάτια κα τ χλωμ πρόσωπα ταν κούσουν τς καμπάνες ν χτυπν μέσα στ ραγισμένα καμπαναρι μοναχές τους θ βρον καπέλα γιορτιν ν φορέσουν κα φιόγκους φανταχτερος ν δέσουν στ παπούτσια τους. Γιατ τότε κανες δ θ᾿ στειεύεται πι τ αμα τν ρυακιν θ ξεχειλίσει τ ζα θ κόψουν τ χαλινάρια τους στ παχνι τ χόρτο θ πρασινίσει στος στάβλους στ κεραμίδια θ πεταχτον λόχλωρες παπαρονες κα μάηδες κα σ᾿ λα τ σταυροδρόμια θ᾿ νάψουν κόκκινες φωτις τ μεσάνυχτα. Τότε θ ρθον σιγ-σιγ τ φοβισμένα κορίτσια γι ν πετάξουν τ τελευταο τους ροχο στ φωτι κι λόγυμνα θ χορέψουν τριγύρω της πως τν ποχ κριβς πο εμασταν κι μες νέοι κι νοιγε να παράθυρο τν αγ γι ν φυτρώσει στ στθος τους να φλογάτο γαρύφαλο. Παιδι σως μνήμη τν προγόνων ν εναι βαθύτερη παρηγορι κα πι πολύτιμη συντροφι π μία χούφτα ροδόσταμο κα τ μεθύσι τς μορφις τίποτε διαφορετικ π τν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ερώτα. Καληνύχτα λοιπν βλέπω σωρος πεφτάστερα ν σς λικνίζουν τ νειρα μ γ κρατ στ δάχτυλά μου τ μουσικ γι μία καλύτερη μέρα[…]».

Οι στίχοι και τα τραγούδια

"Πάει ο καιρός πάει ο καιρός/που ήταν ο κόσμος δροσερός/και καθ' αυγή ξεκινούσε μια πληγή/για να ποτίσει όλη τη γη..." Τέτοιους στίχους χάρισε για τραγούδια ντυμένα με την μουσική του Χατζηδάκι και των μεγάλων συνθετών, στα χείλη και στις καρδιές των Ελλήνων ο Γκάτσος. Υποτίθεται ότι εγκατέλειψε την ποίηση μετά την Αμοργό. Όμως είναι έτσι; Η σιωπή του Γκάτσου μπορεί να ερμηνευτεί, μόνο αν διαβάζουμε προσεκτικά τις παραγράφους του Διονυσίου Σολωμού, έλεγε ο Ελύτης. Καταλαβαίνουμε ακόμα κι αν δεν ξέρουμε, το παιχνίδι που παίχτηκε σαν δράμα στα βάραθρα της ψυχής ενός ανθρώπου που φτάνοντας στον ψηλότερο κλώνο της φωνής του, έζησε αυτή τη δωρεά στη σιωπή, από κει και μετά. Τα τραγούδια του ήρθαν όπως τα κτερίσματα, χρυσά κομψοτεχνήματα θάμβους, ακριβώς για να υπογραμμίσουν αυτή την σιωπή. Παραδίνοντάς μας με αφειδώλευτη γενναιοδωρία, τιμαλφή μετρικής και ομοιοκαταληξίας. Αυτούς του καθρέφτες νερού για να βλέπουμε ποιοι είμαστε. Αποδεικνύοντας ταυτοχρόνως ότι η ποιητική επανάσταση που ήρθε με την Αμοργό γεννήθηκε από την πιο βαθιά αφομοίωση της έμμετρης προσωδίας.
«Σαν ακούσαν οι αρχόντοι/του παιδιού την αφοβιά/ξεκινάν με λύκου δόντι/και με λιονταριού προβιά/Απ΄ τον Τίγρη στον Ευφράτη/κι απ’ την γη στον ουρανό/κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό/Πέφτουν πάνω του τα στίφη σαν ακράτητα σκυλιά /και τον πάνε στον Χαλίφη να του βάλει τη θηλιά/Μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε κείνο το πρωί/πριν αφήσει στην κρεμάλα την στερνή του την πνοή». Έζησε την ποίηση σαν ύπαρξη. Έζησε τον κόσμο: «ο έρωτας κι ο θάνατος παντοτινοί συντρόφοι», έγραψε σ’ ένα στίχο του. Κι αν ο κόσμος «ήτανε Μεγάλη Παρασκευή», είναι βέβαιο ότι οι λέξεις που μας άφησε στάζουν τη γεύση της Ανάστασης.

πηγή

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΑΘΑΝΑΤΟΟΟΣΣΣΣΣΣΣΣΣ!