Δημήτρης Κοσμόπουλος
«Εάν ο κ. Γκάτσος είναι φαρσέρ, τότε ασφαλώς η "Αμοργός" τού προσφέρει μίαν απόλαυση με τα ρουθούνια των αγελάδων» έγραφε ο κριτικός Μιχαήλ Ροδάς, λίγο μετά την έκδοση της Αμοργού, παραλλάσσοντας ένα στίχο της επί το χλευαστικότερον. Η Αμοργός κυκλοφόρησε το 1943 σε 308 αντίτυπα. Σήμερα, βεβαίως, ξεπερνώντας τα 40.000 αντίτυπα, αποδεικνύει ότι και ο κρίνων κρίνεται και μάλιστα ανελέητα από τον ίδιο το χρόνο- κυρίως όταν μιλούμε για τα ποιητικά πράγματα...
Κλείνουν φέτος 18 χρόνια από την εκδημία αυτού του ιδιότυπου και σιωπηλού βράχου της νεοελληνικής ποίησης. Του χρόνου θα ’χουν κλείσει 100 χρόνια απ’ τη χρονιά της γέννησής του(1911). Όταν έφευγε απ’ αυτόν τον κόσμο ο Παπαδιαμάντης, κι όταν γεννιόταν ο συνομήλικός του και συμπορευτής του στην ποιητική πράξη κι αυτεπίγνωση, ο Οδυσσέας Ελύτης.
Κλείνουν φέτος 18 χρόνια από την εκδημία αυτού του ιδιότυπου και σιωπηλού βράχου της νεοελληνικής ποίησης. Του χρόνου θα ’χουν κλείσει 100 χρόνια απ’ τη χρονιά της γέννησής του(1911). Όταν έφευγε απ’ αυτόν τον κόσμο ο Παπαδιαμάντης, κι όταν γεννιόταν ο συνομήλικός του και συμπορευτής του στην ποιητική πράξη κι αυτεπίγνωση, ο Οδυσσέας Ελύτης.
Με την σφραγίδα του προορισμένου
Γεννήθηκε το 1911 στα Χάνια Φραγκόβρυσης (σημερινή Κάτω Ασέα) Αρκαδίας, όπου και τελείωσε το Δημοτικό. Τέλειωσε στην Τρίπολη το Γυμνάσιο, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών. Στη συνέχεια φοίτησε στην Αθήνα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Μιλούσε ήδη αρκετά καλά γαλλικά,
Στην Αθήνα εγκαθίσταται με την οικογένειά του κι έρχεται σ' επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε μικρά ομοιοκατάληκτα ποιήματα στα περιοδικά Νέα Εστία, (1931) και Ρυθμός (1933). Την ίδια περίοδο έγραψε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά Μακεδονικές Ημέρες, Ρυθμός και Νέα Γράμματα, για τον Κωστή Μπαστιά, τη Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη, αντίστοιχα. Η Αμοργός, κατοχική έκδοση των νεότευκτων τότε εκδόσεων «Αετός», αποτελείται από είκοσι μόνο σελίδες. Κι όμως, μέσα σ’ αυτές κρυσταλλώνεται όλη η δυναμική της μοντέρνας ποίησης, με τη συγχώνευση των υπερρεαλιστικών κατακτήσεων και των πρωτοποριακών καθαρών επιτευγμάτων της δημοτικής ποιητικής παράδοσης και της νεοελληνικής ποίησης από το Σολωμό και μετά. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄50, η Αμοργός λαβαίνει την θέση που της αξίζει ως λυρική κορύφωση με το σπαθί της.
(Επανεκδόσεις: το 1963,το 1969 και το 1987). Από τότε ο Γκάτσος δημοσιεύει μόνο τρία ακόμη ποιήματα: το "Ελεγείο" (1946, Φιλολογικά Χρονικά), "Ο Ιππότης και Ο Θάνατος" (1947, Μικρό Τετράδιο) και το "Τραγούδι Του Παλιού Καιρού" (1963, Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στο Γ. Σεφέρη. Δημοσίευσε επίσης μελέτες και σχόλια για την ποίηση.
(Επανεκδόσεις: το 1963,το 1969 και το 1987). Από τότε ο Γκάτσος δημοσιεύει μόνο τρία ακόμη ποιήματα: το "Ελεγείο" (1946, Φιλολογικά Χρονικά), "Ο Ιππότης και Ο Θάνατος" (1947, Μικρό
Με το τέλος του πολέμου, συνεργάστηκε με την "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση" σαν μεταφραστής και με το ΕΙΡ, ως ραδιοσκηνοθέτης, για λόγους βιοποριστικούς. Παράλληλα, μετέφρασε τα εξοχότερα έργα της ευρωπαϊκής θεατρικής Γραμματείας και συγκεκριμένα τους Λόρκα, Λόπε Ντε Βέγκα και Ραμόν Ντελ Βάλιε-Ινγκλάν, Ζενέ, Ο' Νηλ, Τ. Ουίλιαμς, Α. Μακ Λις, Σων Ο΄Κέιζι, Αύγουστο Στρίντμπεργκ, Κρίστοφερ Φράι κι άλλους.
Το1944 μετέφρασε στα "Φιλολογικά Χρονικά", τα: "Νυχτερινό Τραγούδι", "Ματωμένος Γάμος" (1948), "Το Σπίτι Της Μπερνάντα 'Αλμπα" (1945) του Λόρκα, "Ο Πατέρας" του Στρίνμπεργκ (1962) και "Το Μακρύ Ταξίδι Της Ημέρας Μέσα Στη Νύχτα" του Ο' Νηλ (1965). Το χαρακτηριστικό στις μεταφράσεις του είναι μία πρωτογενής δημιουργική γλώσσα. Ο Γκάτσος μεταφράζει θεατρικά έργα με έντονο ποιητικό χαρακτήρα, χαρίζοντας στην ελληνική γλώσσα πρωτογενή ποιητικά κείμενα εξαίσιας λυρικής εκφραστικής. Κι αυτό χάρις στην ασυναγώνιστη ποιητική του ιδιοσυγκρασία.
Η "Αμοργός", το κρυφό ποίημα
Δικαίως η "Αμοργός" έχει χαρακτηριστεί κρυφό ποίημα. Αφού ανήκει σε κείνα τα ξεχωριστά έργα, που, ενόσω κρατούν καλά τα μυστικά τους, ταυτόχρονα αποτελούν σωρείτες μέσα στους οποίους ζουν σε μυστική αλληλουχία τα βαθύτερα ρίγη μιας γλώσσας και μιας συλλογικής εμπειρίας. Δεν πρόκειται μόνο για την αίσθηση του κάλλους. Πολύ πλατύτερα, πρόκειται για τις κλίμακες μιας πανάρχαιας μουσικής και μεταμορφωτικής αντίληψης του κόσμου και του είναι -αυτής που από την αρχαιότητα αποτελούσε οδό κι τρόπο έκφρασης της ιερότητας στη ελληνική λαλιά. Με ευρύτητα διασκελισμού στην εκφορά, με ευρύστερνους στίχους, η "Αμοργός" απέδειξε αυτό που δεν κατάλαβαν ποτέ οι γραμματολόγοι και Πανεπιστημιακοί διαχειριστές των ποιητικών πραγμάτων. Πως πρωτοτυπία σημαίνει εμμονή στους πρώτους τύπους, στα αρχέτυπα. Πως οι εκφραστικές ριζοσπαστικές καινοτομίες εκπηγάζουν μέσα από την ρυθμική αρρενωπότητα του δεκαπεντασύλλαβου και της δημοτικής ποιητικής μούσας. Με προμετωπίδα τον ηρακλείτειο λόγο, «κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί και ώτα βαρβάρους ψυχάς εχόντων» και με την μελαγχολία αλλά και την αρρενωπότητα του αρκαδικού τοπίου να κυριαρχεί επί μέρους, κι αλλού με την πίκρα και τη χαρμολύπη των ελληνικών φυσικών αναλογιών, το ποίημα διαμορφώνει έναν ανεπανάληπτο προσωπικό χαρακτήρα. Πρόκειται για το πένθος μιας φωνής που μαρτυρεί τη βαθύτητα ενός ελληνικού νοήματος, μέσα από την απώλεια των συμβόλων που φέρνει ο κόσμος του 20ου αιώνα. Απροσδόκητες εικόνες, εκρήγνυνται στο φόντο μιας ψυχικής στάσης που αναδύεται ως γλαυκός ουρανός. Αναντίρρητα, η βιωματική μέχρις μυελού των οστέων πρόσληψη του δημοτικού τραγουδιού αναμεμειγμένη αλλού με την εμμετρότητα κι αλλού με την αφηγηματική πεζολογία, ορίζουν ένα αρχιτεκτονικό πλαίσιο. Εντός του, κελαρύζει το λυρικό ανάβρυσμα συντεθειμένο από τα καθαρότερα στοιχεία της φυσικής καλλονής, από τα θραύσματα της ιστορικής οδύνης, κι από τις νησίδες των θρύλων. Η Αμοργός είναι μία από τις περίτρανες και ακαταμάχητες αποδείξεις ότι ο αληθινός ελληνικός μοντερνισμός ξεπήδησε από την κεντρική φλέβα μιας παράδοσης της οποίας βασικό ιδίωμα υπήρξε η συνέχεια παρά τις διαρκείς μεταμορφώσεις.
Διαβάζουμε στην Αμοργό τους τόνους μιας γλώσσας που κλείνει μέσα της τις εκφραστικές απογειώσεις του παρελθόντος με μια γλώσσα που έρχεται ταυτόχρονα απ’ το μέλλον και φωτίζει εξοντωτικά το παρόν μας:
«Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.
Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.[…]
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.[…]
Ξύπνησε γάργαρο νερὸ ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ πεύκου νὰ βρεῖς τὰ μάτια τῶν σπουργιτιῶν καὶ νὰ τὰ ζωντανέψεις ποτίζοντας τὸ χῶμα μὲ μυρωδιὰ βασιλικοῦ καὶ μὲ σφυρίγματα σαύρας. Τὸ ξέρω εἶσαι μία φλέβα γυμνὴ κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλέμμα τοῦ ἀνέμου εἶσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στὸ λαμπερὸ πλῆθος τῶν ἄστρων. Δὲ σὲ προσέχει κανεὶς κανεὶς δὲ σταματᾶ ν᾿ ἀκούσει τὴν ἀνάσα σου μὰ σὺ μὲ τὸ βαρύ σου περπάτημα μὲς στὴν ἀγέρωχη φύση θὰ φτάσεις μία μέρα στὰ φύλλα τῆς βερυκοκιᾶς θ᾿ ἀνέβεις στὰ λυγερὰ κορμιὰ τῶν μικρῶν σπάρτων καὶ θὰ κυλήσεις ἀπὸ τὰ μάτια μιᾶς ἀγαπητικιᾶς σὰν ἐφηβικὸ φεγγάρι. Ὑπάρχει μία πέτρα ἀθάνατη ποὺ κάποτε περαστικὸς ἕνας ἀνθρώπινος ἄγγελος ἔγραψε τ᾿ ὄνομά του ἐπάνω της κι ἕνα τραγούδι ποὺ δὲν τὸ ξέρει ἀκόμα κανεὶς οὔτε τὰ πιὸ τρελὰ παιδιὰ οὔτε τὰ πιὸ σοφὰ τ᾿ ἀηδόνια. Εἶναι κλεισμένη τώρα σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ Ντέβι μέσα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ φαράγγια τῆς πατρικῆς μου γῆς μὰ ὅταν ἀνοίξει κάποτε καὶ τιναχτεῖ ἐνάντια στὴ φθορὰ καὶ στὸ χρόνο αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ τραγούδι θὰ πάψει ξαφνικὰ ἡ βροχὴ καὶ θὰ στεγνώσουν οἱ λάσπες τὰ χιόνια θὰ λιώσουν στὰ βουνὰ θὰ κελαηδήσει ὁ ἄνεμος τὰ χελιδόνια θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ λυγαριὲς θὰ ριγήσουν κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ κρύα μάτια καὶ τὰ χλωμὰ πρόσωπα ὅταν ἀκούσουν τὶς καμπάνες νὰ χτυπᾶν μέσα στὰ ραγισμένα καμπαναριὰ μοναχές τους θὰ βροῦν καπέλα γιορτινὰ νὰ φορέσουν καὶ φιόγκους φανταχτεροὺς νὰ δέσουν στὰ παπούτσια τους. Γιατὶ τότε κανεὶς δὲ θ᾿ ἀστειεύεται πιὰ τὸ αἷμα τῶν ρυακιῶν θὰ ξεχειλίσει τὰ ζῷα θὰ κόψουν τὰ χαλινάρια τους στὰ παχνιὰ τὸ χόρτο θὰ πρασινίσει στοὺς στάβλους στὰ κεραμίδια θὰ πεταχτοῦν ὁλόχλωρες παπαροῦνες καὶ μάηδες καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σταυροδρόμια θ᾿ ἀνάψουν κόκκινες φωτιὲς τὰ μεσάνυχτα. Τότε θὰ ῾ρθοῦν σιγὰ-σιγὰ τὰ φοβισμένα κορίτσια γιὰ νὰ πετάξουν τὸ τελευταῖο τους ροῦχο στὴ φωτιὰ κι ὁλόγυμνα θὰ χορέψουν τριγύρω της ὅπως τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ εἴμασταν κι ἐμεῖς νέοι κι ἄνοιγε ἕνα παράθυρο τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ φυτρώσει στὸ στῆθος τους ἕνα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιὰ ἴσως ἡ μνήμη τῶν προγόνων νὰ εἶναι βαθύτερη παρηγοριὰ καὶ πιὸ πολύτιμη συντροφιὰ ἀπὸ μία χούφτα ροδόσταμο καὶ τὸ μεθύσι τῆς ὀμορφιᾶς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Εὐρώτα. Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα νὰ σᾶς λικνίζουν τὰ ὄνειρα μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δάχτυλά μου τὴ μουσικὴ γιὰ μία καλύτερη μέρα[…]».
Οι στίχοι και τα τραγούδια
"Πάει ο καιρός πάει ο καιρός/που ήταν ο κόσμος δροσερός/και καθ' αυγή ξεκινούσε μια πληγή/για να ποτίσει όλη τη γη..." Τέτοιους στίχους χάρισε για τραγούδια ντυμένα με την μουσική του Χατζηδάκι και των μεγάλων συνθετών, στα χείλη και στις καρδιές των Ελλήνων ο Γκάτσος. Υποτίθεται ότι εγκατέλειψε την ποίηση μετά την Αμοργό. Όμως είναι έτσι; Η σιωπή του Γκάτσου μπορεί να ερμηνευτεί, μόνο αν διαβάζουμε προσεκτικά τις παραγράφους του Διονυσίου Σολωμού, έλεγε ο Ελύτης. Καταλαβαίνουμε ακόμα κι αν δεν ξέρουμε, το παιχνίδι που παίχτηκε σαν δράμα στα βάραθρα της ψυχής ενός ανθρώπου που φτάνοντας στον ψηλότερο κλώνο της φωνής του, έζησε αυτή τη δωρεά στη σιωπή, από κει και μετά. Τα τραγούδια του ήρθαν όπως τα κτερίσματα, χρυσά κομψοτεχνήματα θάμβους, ακριβώς για να υπογραμμίσουν αυτή την σιωπή. Παραδίνοντάς μας με αφειδώλευτη γενναιοδωρία, τιμαλφή μετρικής και ομοιοκαταληξίας. Αυτούς του καθρέφτες νερού για να βλέπουμε ποιοι είμαστε. Αποδεικνύοντας ταυτοχρόνως ότι η ποιητική επανάσταση που ήρθε με την Αμοργό γεννήθηκε από την πιο βαθιά αφομοίωση της έμμετρης προσωδίας.
«Σαν ακούσαν οι αρχόντοι/του παιδιού την αφοβιά/ξεκινάν με λύκου δόντι/και με λιονταριού προβιά/Απ΄ τον Τίγρη στον Ευφράτη/κι απ’ την γη στον ουρανό/κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό/Πέφτουν πάνω του τα στίφη σαν ακράτητα σκυλιά /και τον πάνε στον Χαλίφη να του βάλει τη θηλιά/Μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε κείνο το πρωί/πριν αφήσει στην κρεμάλα την στερνή του την πνοή». Έζησε την ποίηση σαν ύπαρξη. Έζησε τον κόσμο: «ο έρωτας κι ο θάνατος παντοτινοί συντρόφοι», έγραψε σ’ ένα στίχο του. Κι αν ο κόσμος «ήτανε Μεγάλη Παρασκευή», είναι βέβαιο ότι οι λέξεις που μας άφησε στάζουν τη γεύση της Ανάστασης.πηγή
1 σχόλιο:
ΑΘΑΝΑΤΟΟΟΣΣΣΣΣΣΣΣΣ!
Δημοσίευση σχολίου