τού Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, σ. Σχολικού Συμβούλου
Η ησυχαστική-νηπτική παράδοση καί τό Ευαγγέλιο είναι η πνευματική υποδομή τής Ορθοδοξίας. "Ο άνθρωπος πού εξετάζει τόν εαυτό του καί ζή τήν νηπτική-ησυχαστική παράδοση τής Εκκλησίας, γνωρίζει καλά τίς ενέργειες τού νού του, τήν κατάσταση τής καρδιάς του, αλλά καί τίς ενέργειες τών λογισμών στό λογιστικό τής ψυχής" (Μητροπολίτου Ιεροθέου: "Παλαιά καί Νέα Ρώμη", σ. 52).
Κάθε αληθινή χριστιανική ψυχή είναι ψυχή ησυχαστική, ψυχή πού γυρεύει νά βυθιστή στά βάθη τού είναι της, γιά νά βρή εκεί μέσα τόν Θεό, γιατί κατά τόν λόγο τού Ιησού "η Βασιλεία τού Θεού εντός υμών εστίν". Καί τόν βρίσκει τόν Θεό ο άνθρωπος μόνον, όταν περιμαζέψη τόν νού του από τίς ματαιότητες πού είναι γύρω του καί συγκεντρωθή στόν "έσω" άνθρωπο, στήν καρδιά του. Βασική προϋπόθεση γι' αυτό είναι ο ησυχασμός, εκείνον πού έζησαν καί ζούν οι ησυχαστές πατέρες στά μοναστήρια τού Αγίου Όρους καί αλλού καί κράτησαν όρθιο καί ανόθευτο τόν κορμό τής Ορθοδοξίας. Εκεί στήν ηρεμία τής φύσης οι Αγιορείτες μοναχοί, μακριά από πειρασμούς, μελετώντας αυθεντικές ιστορικές πηγές σέ θεόπνευστα παλαιά βιβλία, έγραψαν δικά τους καί έτσι κρατήθηκε η Ιερή μας Παράδοση.
Πολλοί Χριστιανοί βρήκαν στηρίγματα σ' εκείνα τά βιβλία τών εκκλησιαστικών πατέρων, έζησαν καί αυτοί τό περιεχόμενό τους καί έγραψαν καί αυτοί σχετικά βιβλία. Έγιναν, δηλαδή, κρίκοι μιάς αλυσίδας από μιά γενιά στήν άλλη πού μετέφερε τήν Ιερά Παράδοση στίς νεώτερες γενεές. Αυτοί οι δεύτεροι δέν ήταν καλόγεροι. Έζησαν μέσα στόν κόσμο τυπικά, αλλά ο νούς τους συναντιόταν μέ τόν Θεό, φωτίζονταν καί άνοιγαν τά μάτια τους καί έβλεπαν τήν θεϊκή δημιουργία στό πραγματικό της βάθος.
Διαβάζοντας ο Χριστιανός σήμερα τόν Παπαδιαμάντη ή τόν Μωραϊτίδη ή τόν Κόντογλου γεύεται τό μυστήριο τής χαράς πού δίνει η παρουσία τού Θεού, τής γαλήνιας χαράς, πού φυτρώνει μέσα στόν πόνο τής αυτογνωσίας. Ζή μακριά από τήν μιζέρια καί επικοινωνεί μέ τούς εκκλησιαστικούς πατέρες καί μαθαίνει όσα εκείνοι έγραψαν. Έμειναν καί οι τρείς λογοτέχνες καί άλλοι σέ όλη τους τήν ζωή άλλοτε σάν στρουθία καί άλλοτε σάν άγρια πουλιά κολλημένα στόν βράχο τής Ορθοδοξίας καί τήν μετέδωσαν σέ μάς αψηφώντας τούς σφοδρούς ανέμους τής απιστίας, πού φυσούσαν γύρω τους καί τούς πολυειδείς πειρασμούς πού τούς προκαλούσαν.
Ο Παπαδιαμάντης ασκητεύει μέσα στήν ζωή, ευφραίνεται μέ τίς εκκλησιαστικές ακολουθίες, συναναστρέφεται μέ ευλαβείς ανθρώπους. Ο Μωραϊτίδης, αυστηρός ασκητής, περισσότερο από τόν Παπαδιαμάντη, μένει πάντα προσηλωμένος στό όραμά του νά πλησιάση όσο τό δυνατόν περισσότερο τόν ουρανό. Καί ο Κόντογλου κατέχεται από ανίατο θρησκευτικό φανατισμό. Μέσα του κατοικεί η φιλόθρησκη διάθεση, η κατάνυξη καί η προσήλωση στό πνεύμα καί στά θέσμια τής Ορθοδοξίας. Η Ορθοδοξία είναι γι' αυτόν τό Α καί τό Ω του.
Μέ τά θεόπνευστα έργα τους καί τήν υποδειγματική χριστιανική ζωή τους καί οι τρείς, παράλληλα μέ άλλους λογοτέχνες καί τούς εκκλησιαστικούς πατέρες, κράτησαν ανόθευτη τήν Ιερά Παράδοση τής Εκκλησίας μας.
Αναφερόμαστε στόν τρίτο, τόν Κόντογλου.
Ο ίδιος μάς πληροφορεί γιά τήν ζωή του:
"Γεννήθηκα στό Αϊβαλί τής Μικράς Ασίας (Κυδωνίας), κοντά στή Μυτιλήνη καί στήν Πέργαμο, σ' ένα ιδιότροπο μικρό νησί πού είτανε χτήμα τών προγόνων μου, σέ μιά φύση θαυμάσια. Ταξίδεψα σέ κάμποσα μέρη καί έζησα στή Γαλλία έξη χρόνια, καί λιγότερο σ' άλλα μέρη. Πρό δέκα χρόνια ταξίδεψα στή Συρία καί στήν Αίγυπτο, όπου μέ προσκάλεσε η Αιγυπτιακή Κυβέρνηση καί εργάστηκα στό Κοπτικό Μουσείο γιά τό Μάρκο πασά (διευθυντή του).
Ενώ τά πρώτα μου χρόνια δούλεψα ως ζωγράφος στήν ελεύθερη ζωγραφική, στήν οποία είχα μεγάλη επίδοση, από τό 1922 πού εγκαταστάθηκα στήν Ελλάδα, επιδόθηκα μέ πάθος στή βυζαντινή τέχνη καί μέ τή μελέτη της προσπάθησα νά δημιουργήσω ύφος ελληνικό στή ζωγραφική, εμπνευσμένος από τήν τέχνη τού μεσαίωνα, τής τουρκοκρατίας, καί από τό αθάνατο λαϊκό ελληνικό πνεύμα. Η προσήλωσή μου αυτή μέ κατέστησε ειδικόν στά ζητήματα τής βυζαντινής τέχνης, πρό πάντων στά σχετικά, ώστε νά θεωρούμαι ο ειδικότερος στή συντήρηση καί αποκατάσταση εικόνων, τοιχογραφιών καί μωσαϊκών όχι μονάχα στήν Ελλάδα, αλλά καί στήν Ευρώπη"
Ως συγγραφέας έγραψα σέ ηλικία 21 χρόνων τόν "Πέδρο Καζά", έπειτα τή "Βασάντα" καί άλλα. Παράλληλα μέ τή ζωγραφική μου επίδοση στά βυζαντινά, μέ τόν ερχομό μου στήν Ελλάδα έπαθα μεταστροφή καί στό λογοτεχνικό μου έργο, προσηλωμένος στήν παράδοση, στά δημοτικά τραγούδια καί τά λαϊκά γραψίματα καί τόνωσα τό προσωπικό ύφος πού μέ ξεχώριζε φυσικά, απλοποιώντας τή γλώσσα μου καί τά συναισθήματά μου. ("Φιλολογική Πρωτοχρονιά", τ. 29, έτος 1972, σελ. 314-315.
Νομίζω πώς τό ιδιαίτερο μυστικό τού Φώτη Κόντογλου, τό μυστικό τού πλούτου τής ζωής του είναι η ησυχία. Η ησυχία μέ τό νόημα πού έδωσαν στήν έννοια αυτή οι Πατέρες τής Εκκλησίας. "Όποιος δέ νιώθει τά μυστήρια πού τού ξεσκεπάζονται, έγραφε, σάν απομείνει μοναχός, δέ θά νιώσει τίποτε, όπου κι άν πάγη, άς είναι καί στόν πιό εξωτικό καί χιλιομακρυσμένον κόσμον". "Ευλογημένο καταφύγιο", Εφημ. "Ελευθερία", 26-6-1959.
Η ησυχία είναι ανάγκη τής ψυχής πού διψάει τόν Θεό. Μόνο μακριά απ' τούς θορύβους καί τούς περισπασμούς μπορεί νά βρεθή ο άνθρωπος κοντά στόν Θεό. Η φυγή απ' τίς πόλεις καί η καταφυγή στήν έρημη φύση "δροσίζει τήν ψυχή μου σά νά' ναι γεμάτη από κρύα ποτάμια καί από όμορφες βρύσες, γιατί εδώ βρίσκω τήν ειρήνη. Τήν πολυπόθητη ειρήνη!" (Εφημ. "Ελευθερία", 18-9-1961).
Καί αλλού: "Αληθινά δέ ζεί κανείς, άν δέν έχη συντροφιά τόν εαυτό του, τίς σκέψεις του, τό λιγοστό χώμα πού' ναι ανάμεσα στά βράχια. Πόσο θά τ' αγαπώ όλα αυτά τά φτωχά πράγματα τής ερημιάς, πιό πολύ καί πιό αληθινά από όσο αγαπά ο κόσμος τά χρυσάφια καί τά παλάτια του! Θά ζώ ξαλαφρωμένος απ' αυτά τά βαρειά χαρχάλια, θά νιώθω τόν εαυτό μου σάν ρημοδέντρι, πού κάθεται μέρα νύχτα στόν καθαρό αγέρα. Τί χαρά μεγάλη, νά' μαι ένας ασκητής μαζί μέ κείνους τούς λίγους ασκητάδες,τούς φτωχούς! Νά μή μέ λογαριάζη κανείς γιά ζωντανόν, παρά νά μέ κοιτά μονάχα τό μάτι τού Θεού!" (Εφημ. "Ελευθερία", 28-6-1959).
"Μιά φορά είχα ένα μικρό σπιτάκι σέ μιά ερημική μεριά κοντά στή θάλασσα. Βουναλάκια μικρά τό τριγυρίζανε, βουναλάκια ήμερα καί χαρούμενα, στολισμένα μέ λίγα δεντράκια, σκοίνους, θυμάρια, πρινάρια, ρήγανη, πού μοσχοβολούσανε. Κατά τόν βορηά ήτανε μιά ρεματιά μέ λίγα πλατάνια καί μέ λυγαριές, καί στό βάθος της καταστάλιζε τό καλοκαίρι λιγοστό καθαρό αεράκι. Τήν άνοιξη τό χώμα στολιζότανε μέ αγριολούλουδα χρωματιστά, πού μέ κάνανε νά χαίρουμαι καί νά δοξάζω τόν Θεό. Τί αγνότητα πού είχε η ψυχή μου!
Είχα διαλέξει αυτό τό μέρος νά μήν έχη κανέναν δρόμο, γιά νά μήν έρχεται άνθρωπος κατά κεί. Ήμουνα καταμόναχος, ήσυχος, ξεκουρασμένος. Αποτραβιόμουνα εκεί πέρα κ' έβγαζα από πάνω μου τίς έγνοιες καί τίς σκοτούρες, σάν τό φίδι πού βγάζει τό πετσί του. Ξανάβρισκα τή λευτεριά μου.
Πολλές φορές έκανα μήνες νά κατεβώ στήν πολιτεία. Τόν μοναχό άνθρωπο πού έβλεπα, ήτανε ένας τσομπάνης, ένας μισοκαλόγερος, πού, όποτε πήγαινε στό χωριό, μούφερνε ό,τι είχα ανάγκη. Στήν όψη ήτανε ίδιος ο άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος, πετσί καί κόκκαλο, μέ άγρια μαλλιά καί γένεια κατάμαυρα, θεοφοβούμενος. Τόν λέγανε Χρήστο, κ' ήτανε Σαρακατσαναίος.
Εκεί κοντά βρισκότανε ένα ρημοκκλήσι πολύ μικρό, ολότελα ξεχασμένο, κι ο Χρήστος πήγαινε ταχτικά κι άναβε τά καντήλια....Τό μέρος ήτανε δασωμένο, τά δέντρα κατεβαίνανε λίγο παραμέσα από τή θάλασσα. Από τό παραθύρι μου άκουγα μέρα-νύχτα τό βουητό πού κάνανε τά κύματα, τήν ανάσα τής θάλασσας, πού τή συνήθισα σά νανούρισμα, από τά μικρά χρόνια μου. Μαζί μέ τό ρουχάλισμα τού πελάγου ανακατευότανε καί τό βούϊσμα οπού κάνανε τά δέντρα γύρω στό σπιτάκι μου, πού φαινότανε μοναχά από τή θάλασσα.
...Γύριζα στό σπίτι μου συγκρυασμένος. Ο βόγγος τής θάλασσας ερχότανε στ' αυτιά μου από μακρυά. Έβγαζα από τήν τσέπη μου ό,τι είχα μαζεμένα, χαλίκια, σανιδάκια, κοχύλια, καί τά αράδιαζα απάνω στό τραπέζι μου, κοντά στά λιγοστά βιβλία μου. Γύριζα κ' έβλεπα μιά εικόνα πού ζωγράφιζα, τόν άγιο Γιάννη τόν Πρόδρομο, πού τόν αγαπώ πολύ, κ' έκανα τόν σταυρό μου. Ηλιοψημένος, σκελετωμένος, φτερωτός σάν αγριοπούλι, αναμαλλιασμένος, κύτταζε τόν Χριστό πού έσκυβε από τόν ουρανό καί τού μιλούσε. Τό πνεύμα μου ήτανε ήσυχο. Η ειρήνη τού Θεού παρακαλούσα ν' αποσκεπάζη τόν κόσμο.
Σέ λίγο, άρχιζε νά κατεβαίνη σιγά-σιγά από τόν ουρανό τό σκοτάδι τής νύχτας. Ώς νά κάνω τήν προσευχή μου, ο ουρανός γινότανε κατάμαυρος. Από τό παραθύρι μου έβλεπα τά άστρα νά κρέμουνται σάν καντήλια απάνω από τό πέλαγο πού βογγούσε μέσα στό σκοτάδι.
Ξαπλωνόμουνα στό στρωσίδι μου κι αφουγκραζόμουνα τό βόγγο τής θάλασσας καί τών δέντρων. Συμμαζευόμουνα γιά νά ζεσταθώ από τήν ψύχρα τής νύχτας κ' έλεγα μέσα μου "Δόξα σοι ο Θεός, πού δέν μέ ξέρει κανένας!" ("Αγαπημένο καταφύγιο, Απλή κι' αληθινή ζωή" (Εφημερίς "Ελευθερία", Κυριακή 18 Ιουνίου 1961).
Μέσα στήν φύση ο Κόντογλου έβλεπε τόν Θεό. Έβλεπε τόν Κτίστη από τό κτίσμα. Όπου κι άν στάθηκε, στό Αϊβαλί, τήν Αθήνα, τά πέλαγα, τά κάστρα, τά χωράφια, φούντωνε μπροστά του η ομορφιά τού Θεού. ".....οι εσωτερικές, οι αισθήσεις τής ψυχής του τόν οδηγούσαν ώστε νά μή χαθεί μέσα στόν κόσμο, νά μήν ξεπέσει στόν παγανισμό......" Μέ τόν ίδιο τρόπο ένιωθαν τή φύση ο Σολωμός κι ο Μακρυγιάννης, ο Θεόφιλος κι ο Σικελιανός, μέ τόν οποίο διατηρούσε ξεχωριστή φιλία, παρά τίς κάποιες διαφορές τους.
Τήν φύση ο Κόντογλου τήν ζούσε μέ πνευματικότητα φωτεινή καί τήν εξανθρώπιζε. Δέν τήν ζούσε μέσα στήν αοριστία. Δέν χάρισε ποτέ τήν καρδιά του στήν φύση. Αντίθετα τήν έπαιρνε καί τήν έφερνε μέσα του μέ τίς αισθήσεις. Τήν πνευματοποιούσε μέ τήν δύναμη τής ψυχής του κι έστηνε μέσα της τόν άνθρωπο γιά νά δώση νόημα στήν πλάση. "Νόημα τού Θεού, τού Πλάστη..." (Κ. Τσιρόπουλου: "Τό πουλί τό θαλασσοδαρμένο")
Βιώματα χριστιανικά. Μέ αυτά ο Κόντογλου βρήκε τό μονοπάτι πού οδηγεί στόν Παράδεισο. Καί όχι μόνο τό βρήκε, μά καί τό περπάτησε.
Αλλά καί μέσα στήν Αθήνα ο Κόντογλου παρέμεινε ο άνθρωπος τής ησυχίας, σέ απόσταση από τό κοσμικό καί τόν πολύν κόσμο.
"Όποτε μπορώ, έγραφε, ξεμακρύνω από τήν ταραχή τής σημερινής ζωής. Κάθουμαι στό σπίτι μου, μακρυά από τόν κόσμο. Ζωγραφίζω κανένα εικόνισμα, γράφω καμμιά ιστορία ή καμμιά σκέψη γιά τόν εαυτό μου, φιλοτεχνώ κανένα χειρόγραφο, ή κουβεντιάζω μέ κανέναν απλόν άνθρωπο πού δέν τρέχει γιά ν' αρπάξη πολλά λεφτά, κ' είναι ήσυχος καί βλογημένος....Κάθουμαι όσο μπορώ, μακρυά από τόν φουρτουνιασμένο κόσμο κι' από τίς ψεύτικες απολαύσεις του, καί ζώ μέ τούς απλούς καί ήσυχους χριστιανούς, μέ "τά τέκνα τής ειρήνης". (Ταραχή καί ειρήνη". Εφημερίς "Ελευθερία", 29 Μαΐου 1960).
Ο άνθρωπος είναι σέ όλα αχόρταγος. Θέλει νά απολάψη πολλά, χωρίς νά μπορή νά τά προφτάξη όλα. Καί βασανίζεται. Όποιος όμως φτάξει σέ μιά κατάσταση πού νά ευχαριστιέται μέ τά λίγα καί νά μή θέλη πολλά, έστω καί από οικονομία νά τ' αποχτήση, εκείνος λοιπόν είναι ο ευτυχισμένος. Δέν τό κάνει από οικονομία, ούτε γιατί έχει τήν ιδέα πώς τά πολλά τόν βλάφτουνε στήν ψυχή ή στό σώμα. Αλλά γιατί στά λίγα καί στά απλά βρίσκει πιό αγνή ικανοποίηση. Καί περισσότερο απ' όλα, επειδή μέ τά απλά καί μέ τά λίγα δέν χάνει τόν εαυτό του. "Τίς εστί πλούσιος; Ο εν ολίγω αναπαυόμενος".
"Κάθουμαι στό μικρό περιβολάκι μας μέ τά λίγα δενδράκια καί μέ τά ταπεινά λουλούδια. Ξεκουράζουμαι κ' ειρηνεύει η ψυχή μου. Τούτο τό μικρό κηπάριο είναι γιά μένα ο Κήπος τής Εδέμ. Ο αγέρας μοσχοβολά, κι ο νούς μου ταξιδεύει. Ταξιδεύει εδώ κι εκεί, μά περισσότερο βυθίζεται μέσα μου, εκεί πού αναβρύζει τό μυστικό νερό, εκεί πού βρίσκονται "τά ριζώματα" τού κόσμου. Ευχαριστώ τόν Θεό πού βρέθηκε αυτό τό καταφύγιο. Νοιώθω μεγάλη ευτυχία πού είμαι μοναχιασμένος, πού, εδώ πού κάθουμαι, δέν μέ ξέρει κανένας, δέν μέ θυμάται κανένας. Σάν νά είμαι καραβοτσακισμένος πού γλύτωσε από τή φουρτούνα, κι ακούγει τό μούγκρισμα τής θάλασσας από τό σίγουρο καταφύγιό του. Σάν νά γλύτωσα από ληστές. Ανατριχιάζω συλλογιζόμενος τήν ανεμοζάλη πού τή λένε ζωή οι όμοιοί μου, κοινωνική ζωή, ζούγκλα γεμάτη σκορπιούς, φίδια κάι λύκους. Αναπαύομαι μοναχά μέ δυό-τρείς ανθρώπους απλούς καί καλοκάγαθους, πού έχουνε αγάπη μέσα τους καί ειρήνη στήν καρδιά τους. Δέν θέλω μήτε θαυμασμούς, μήτε δόξες, μηδέ άλλες τέτοιες συμφορές. Θέλω νά είμαι ξεχασμένος καί ασήμαντος. Ώ λησμονιά, τί μπάλσαμο χύνεις στήν ψυχή μου!"
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου