Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Σταθερή αξία η Ελληνίδα γιαγιά ακόμη και στα... ξένα



Όσοι ταξιδεύουν συχνά τις έχουν συναντήσει σε κάποιο αεροπλάνο. Ο λόγος για τις Ελληνίδες

«σούπερ» γιαγιάδες

που δεν διστάζουν να μετακομίσουν για λίγο ή πολύ σε άλλες χώρες, ώστε να στηρίξουν την οικογένεια των παιδιών τους. Καθώς όλο και περισσότεροι Έλληνες μεταναστεύουν για λόγους επαγγελματικούς στο εξωτερικό, αυξάνονται αντίστοιχα και οι μαμάδες που αποφασίζουν όψιμα να αλλάξουν τρόπο κατοικίας και ζωής αναφέρει η Καθημερινή. «Δεν ξέρω λέξη αγγλικά», μου εξομολογείται μία από αυτές σε μια πτήση Λονδίνο - Αθήνα, η οποία επιστρέφει στην πατρίδα έπειτα από τρίμηνη παραμονή, «συνεννοούμαι με νοήματα». Ωστόσο, δεν τίθεται θέμα άρνησης στις παρακλήσεις των «παιδιών». Η Ελληνίδα μάνα, την οποία εντοπίσαμε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες αλλά και σε κάποιες ασιατικές, αναδεικνύεται σε...




διαχρονική αξία.

Παρ’ όλο το οργανωμένο σύστημα παιδικών σταθμών και φύλαξης βρεφών των ευρωπαϊκών πόλεων, φαίνεται ότι οι νέοι Έλληνες γονείς προτιμούν τη γιαγιά. Η προσφορά τους, που γίνεται πάντοτε με χαμόγελο, τις διαφοροποιεί από...
τις συνομήλικές τους στην υπόλοιπη Ευρώπη. «Για εκείνες τρίτη ηλικία σημαίνει ταξίδια και διασκέδαση, τα εγγόνια είναι λίγο-πολύ διακοσμητικά στη ζωή τους».
Η γέννηση του πρώτου εγγονιού σήμανε δέκα χρόνια «ξενιτιάς» στις Βρυξέλλες για την κ. Γεωργία Κομνηνού. «Οταν η κόρη μου έμεινε έγκυος, με ρώτησε αν θα μπορούσε να υπολογίζει στη βοήθειά μου», θυμάται σήμερα η 62χρονη γιαγιά. «Εκλεισα το ανθοπωλείο που είχα στην Αθήνα κι ετοίμασα τα μπογαλάκια μου», περιγράφει. «Προειδοποίησα, όμως, την κόρη μου ότι ο χρόνος που θα αφιέρωνα στην οικογένειά της θα ήταν δέκα χρόνια, από τα πενήντα έως τα εξήντα. Μετά ήθελα να ξεκουραστώ». Η κ. Γεωργία δεν θυμίζει, όμως, παραδοσιακές πεθερές. «Τους ξεκαθάρισα ότι δεν θα μέναμε στο ίδιο σπίτι. Μετά τους πρώτους μήνες, μετακόμισα μόνη μου σε άλλο διαμέρισμα».
Το ένα μωρό ακολούθησε το άλλο και τελικά η κ. Γεωργία βρέθηκε με τρία εγγονάκια στην καρδιά της Ευρώπης. Το ωράριό της, σκληρό, αφού συμπλήρωνε δωδεκάωρο, αλλά η πληρότητα που ένιωθε ήταν μεγάλη. «Πήγαινα τα παιδιά στο νηπιαγωγείο τους, μαγείρευα, έπαιρνα τα παιδιά από το σχολείο και συνεχίζαμε τις απογευματινές δραστηριότητες. Στα υπαίθρια πάρκα γινόμουν κι εγώ παιδί: έπαιζα μαζί τους με τις ώρες». Δωδεκάωρο η γιαγιά, 12ωρο όμως και η μαμά στην εργασία της.

Μη φανταστείτε, ωστόσο, ότι η κ. Γεωργία νιώθει πως «θυσιάστηκε» στον βωμό της οικογένειας. «Πέρασα πολύ όμορφα αυτή τη δεκαετία», λέει με νοσταλγία. «Συνδέθηκα με την ελληνική κοινότητα, όπου διδάχθηκα και γαλλικά, έκανα καινούργιους φίλους, είδα νέους τόπους». Οταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου κι επέστρεψε στην Ελλάδα, έπαθε «κατάθλιψη».
Ωστόσο, η κ. Γεωργία ήταν σαν τη μύγα μες στο γάλα. «Ισως η μοναδική γιαγιά σε όλες τις παιδικές χαρές της πόλης», λέει χαριτολογώντας, «τα παιδιά εκεί νομίζεις ότι μεγαλώνουν τελείως μόνα τους».
Στο μακρινό Ντουμπάι για την αγαπημένη της εγγονή και τα δισέγγονά της βρέθηκε για δύο μήνες η κ. Γεσθημανή Αθανασίου από τη Θεσσαλονίκη. «Τη Γεσθημανή τη μεγάλωσα εγώ, όσο οι γονείς της έλειπαν στη Γερμανία», εξηγεί η 79χρονη συνονόματη προγιαγιά. «Τώρα πια δεν είμαι τόσο ακμαία, αλλά υπέκυψα στην επίμονη πρόσκλησή της». Παρ’ όλες τις δυσκολίες –αφού η αποβίβασή της στο αεροπλάνο γινόταν με καροτσάκι λόγω κινητικών προβλημάτων η κ. Γεσθημανή παρέτεινε τη βίζα της, ώστε να μείνει δύο μήνες στο Ντουμπάι. «Πέρασα πολύ όμορφα, με είχαν στα πούπουλα», λέει με συγκίνηση. «Θα ήθελα να ήμουν νεότερη να τους βοηθήσω περισσότερο». Η δραστήρια προγιαγιά ανέλαβε το σιδέρωμα των ρούχων της 4μελούς οικογένειας και πέρασε πολλές δημιουργικές ώρες με τις δισεγγονές της, τεσσάρων και δύο ετών. «Τα παιδιά την αναζητούν συνεχώς», αναφέρει η νεαρή μητέρα, «νοσταλγούν τα παραμύθια που διάβαζαν μαζί».

Είχε αποφασίσει έπειτα από 43 χρόνια σκληρής δουλειάς και διαμονής στη Γερμανία να επιστρέψει στην Ελλάδα και να απολαύσει τις χαρές της τρίτης ηλικίας, αλλά τελικά δεν ήταν... «γραφτό». «Οταν τα παιδιά μου ζήτησαν βοήθεια, τα μάζεψα και πήγα πάλι στο Μόναχο», λέει η 70χρονη κ. Αγγελική Καλαϊτζίδου. «Η νύφη μου ανέλαβε ένα φούρνο και κάθε μέρα φεύγει από τις 4 το πρωί. Κάποιος, όμως, πρέπει να ασχολείται με το νοικοκυριό και το καθημερινό μαγείρεμα», επισημαίνει. Ο εγγονός της είναι μεν 17 χρόνων, θέλει όμως κι αυτός το... κανάκεμά του. Φυσικά, για την κ. Χριστίνα αυτά δεν είναι δύσκολα πράγματα, αφού είναι μια πεπειραμένη γιαγιά και προγιαγιά. «Πάντα είχα κάποιον να προσέχω», διηγείται.

«Τα παιδιά μου ήταν λίγο σαν τις βαλίτσες, που τις αφήνεις όπου μπορείς», θυμάται η κ. Ελένη Τσακμάκη, που υπήρξε μετανάστης πρώτης γενιάς στη Γερμανία. «Εφθασα στο Μόναχο το 1961 με τα πρώτα συμβόλαια εργασίας», λέει. «Χωρίσαμε με τον άντρα μου για να μείνουμε στους καταυλισμούς που προορίζονταν για τους Gastarbeiter. Για παιδιά, βέβαια, ούτε λόγος... Οι Γερμανοί χρειάζονταν εργατικά χέρια, γι’ αυτό τα παιδιά αποκλείονταν από τα συμβόλαια». Η νεαρή, τότε, μητέρα εμπιστεύεται τα τρία παιδιά της στη γιαγιά τους. Σήμερα, γιαγιά η ίδια και προγιαγιά, αναπληρώνει «τη σχέση που δεν μπόρεσα να αναπτύξω με τα παιδιά μου, με τα εγγόνια μου». Με τις δύο μικρότερες εγγονές της, πέντε και επτά χρόνων, περνάει όλη την ημέρα: «Τους μαγειρεύω, τις συνοδεύω στο σχολείο και σε εκδηλώσεις, ζωγραφίζουμε και διαβάζουμε παραμύθια».
Στο σπίτι της γιαγιάς τα παιδιά μιλούν και διαβάζουν μόνο ελληνικά. «Εχω μεταμορφώσει το σπίτι μου σε ελληνικό σχολείο, θεωρώ χρέος μου να μεταφέρω στις νεότερες γενιές τον ελληνικό πολιτισμό», υπογραμμίζει η 72χρονη γιαγιά - συγγραφέας, που έχει βραβευθεί από τον δήμο του Μονάχου για τα βιβλία και τα θεατρικά της έργα, τα οποία είναι εμπνευσμένα από τη ζωή των Ελλήνων μεταναστών. «Ενα από τα βιβλία μου το έχει εικονογραφήσει η εγγονή μου!», λέει με καμάρι. «Δεν είμαι χαζογιαγιά, αλλά νομίζω ότι από τα έξι μου εγγόνια άλλα μου μοιάζουν εξωτερικά κι άλλα στο ταμπεραμέντο!».

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: