Η Κική Δημουλά μοιράζεται τις αγωνίες και τους προβληματισμούς της μετά το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας
Τρία χρόνια μετά την τελευταία της ποιητική συλλογή –«Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως»– και έπειτα από πολλές νέες διακρίσεις και βραβεία (το τελευταίο ήταν το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας, τον περασμένο Μάρτιο στο Στρασβούργο) η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά δεν επαναπαύεται. Την εβδομάδα που έρχεται κυκλοφορούν τα νέα της ποιήματα, πάντα από τις εκδόσεις «Ικαρος», με τίτλο «Τα εύρετρα».
Ο τίτλος παράδοξος, όπως σε όλες τις συλλογές της Κικής Δημουλά. Μοιάζει με την αμοιβή που εισπράττει όποιος βρίσκει έναν θησαυρό ή κάτι πολύτιμο που έχει χαθεί. Μια αμοιβή που αφορά, ασφαλώς, τόσο τη δημιουργό αυτών των ποιημάτων, όσο και τους αναγνώστες τους, οι οποίοι θα βρουν και θ’ ανταμειφθούν με τη γαλήνη της γνώσης και της αποδοχής. Για όσα τους τρομάζουν, και όσα εύχονται ν’ αποφύγουν.
Σ’ αυτά τα ποιήματα, η Κική Δημουλά βαδίζει πάντα στους δικούς της γνώριμους δρόμους έκφρασης, προσωποποιεί τις πιο καθημερινές λέξεις και τις πιο μεγαλειώδεις έννοιες: το «πολυάσχολο θνητό σήμερον», τις σελίδες που «κρυφογελούσαν», τον «ασίγαστο εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του υπάρχω και του παύω». Οι πλευρές αυτού του αέναου εμφυλίου είναι η διαρκής έγνοια της σκέψης και των λέξεων της Κικής Δημουλά. Kαι μοιάζουν, εντέλει, αυτά τα «εύρετρα» σαν το απόσταγμα μιας βαθιάς εμπειρίας ζωής.
Ελπίδα
Μ’ αυτές τις μάχες καταγίνεται στην ποίησή της, τις ίδιες αγωνίες θίγει και στις συνομιλίες της. Οπως αυτή που ακολουθεί, λίγο πριν κυκλοφορήσει η νέα της ποιητική συλλογή. Στη συζήτησή μας, η Κική Δημουλά δεν προσπερνά καμία ερώτηση, δεν αποφεύγει καμία απορία. Απαντά σε όλα: για τη διαδικασία γραφής αυτών των ποιημάτων, για τα «εύρετρα» της δικής της διαδρομής, για την ελπίδα που δίνει η ποίηση στο δύσκολο σήμερα, για την ακριβή ζωή και τον ατιθάσευτο θάνατο.
Ο τίτλος παράδοξος, όπως σε όλες τις συλλογές της Κικής Δημουλά. Μοιάζει με την αμοιβή που εισπράττει όποιος βρίσκει έναν θησαυρό ή κάτι πολύτιμο που έχει χαθεί. Μια αμοιβή που αφορά, ασφαλώς, τόσο τη δημιουργό αυτών των ποιημάτων, όσο και τους αναγνώστες τους, οι οποίοι θα βρουν και θ’ ανταμειφθούν με τη γαλήνη της γνώσης και της αποδοχής. Για όσα τους τρομάζουν, και όσα εύχονται ν’ αποφύγουν.
Σ’ αυτά τα ποιήματα, η Κική Δημουλά βαδίζει πάντα στους δικούς της γνώριμους δρόμους έκφρασης, προσωποποιεί τις πιο καθημερινές λέξεις και τις πιο μεγαλειώδεις έννοιες: το «πολυάσχολο θνητό σήμερον», τις σελίδες που «κρυφογελούσαν», τον «ασίγαστο εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του υπάρχω και του παύω». Οι πλευρές αυτού του αέναου εμφυλίου είναι η διαρκής έγνοια της σκέψης και των λέξεων της Κικής Δημουλά. Kαι μοιάζουν, εντέλει, αυτά τα «εύρετρα» σαν το απόσταγμα μιας βαθιάς εμπειρίας ζωής.
Ελπίδα
Μ’ αυτές τις μάχες καταγίνεται στην ποίησή της, τις ίδιες αγωνίες θίγει και στις συνομιλίες της. Οπως αυτή που ακολουθεί, λίγο πριν κυκλοφορήσει η νέα της ποιητική συλλογή. Στη συζήτησή μας, η Κική Δημουλά δεν προσπερνά καμία ερώτηση, δεν αποφεύγει καμία απορία. Απαντά σε όλα: για τη διαδικασία γραφής αυτών των ποιημάτων, για τα «εύρετρα» της δικής της διαδρομής, για την ελπίδα που δίνει η ποίηση στο δύσκολο σήμερα, για την ακριβή ζωή και τον ατιθάσευτο θάνατο.
– Σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση γύρω μας, ποια είναι τα «εύρετρα» που προτείνει η ποίηση, ως παρηγορία; Πού διακρίνετε την ελπίδα;
– Η ποίηση επειδή, όπως αρέσει τουλάχιστον στους ποιητές να πιστεύουν, έχει το άτυχο χάρισμα να προαισθάνεται, να προβλέπει τις δύσκολες καταστάσεις γύρω μας, είναι μια διά βίου διαδηλώτρια υπέρ των μοναχικών συμφερόντων της ύπαρξής της, με τη μοναδική όμως ιδιαιτερότητα ότι τα συμφέροντά της αποβαίνουν να είναι και συμφέροντα του ανθρώπου, επειδή το είναι της συμπίπτει με ό,τι είναι ο άνθρωπος και με τα όσα πάσχει. Πρόκειται για μια αέναη ελεύθερη πορεία λόγου, λέξεων, φιλήσυχη, που δεν κλείνει τους δρόμους, δεν εμποδίζει την κυκλοφορία των πεπρωμένων, απλώς τα καταγγέλλει στην ιθύνουσα έρημο, ότι παρκάρουν ατιμωρητί επάνω στου καθενός το πράσινο οικολογικό αύριο και το αφανίζουν. Πώς βοηθάει και πώς παρηγορεί; Δεν ξέρω αλήθεια. Ισως με το να περιγράφει τι ωραίες, γεμάτες, συναρπαστικές στιγμές μπορούμε να ζήσουμε, αρμενίζοντας με μια σάπια βάρκα που μπάζει νερά, έτοιμη να βουλιάξει, αλλά όχι μ’ ένα κότερο...
– Διατηρώντας τα βασικά κλειδιά της ποίησής σας (έρωτας, θάνατος, ζωή), σ’ αυτή τη συλλογή υπάρχει μια πικρή ωριμότητα, πιο βαθιά, πιο γαντζωμένη από τη ζωή. Ποιες καινούργιες γνώσεις έχετε κατακτήσει και μοιράζεστε με τους αναγνώστες σας;
– Το βασικό κλειδί της ποίησής μου, αν έχει κανείς τρόπο να εξασφαλίσει ένα τέτοιο κλειδί, και αν πρέπει να επιδιώκει την εξασφάλισή του ή να την αποφεύγει σαν κάτι που περιορίζει το οπτικό πεδίο των αναζητήσεων, είναι ο χρόνος. Παντού ο χρόνος... Ο έρωτας, ο θάνατος και η ζωή που αναφέρετε είναι οι καθημερινοί βαρυποινίτες έγκλειστοι του χρόνου. Τα κλειδιά τα κρατάει αυτός. Οσο για την ωριμότητα που διαπιστώνετε, έχω προ πολλού κατακτηθεί απ’ αυτή τη στάσιμη... απώλεια, κι άλλο δεν έχει. Μια ακόμα αναπαλαίωση των γνώσεών μου κάνω, που, όσο κι αν αυτό κατηγορείται ως επανάληψη, εγώ επειδή οφείλομαι στην επανάληψη, την τιμώ με το να επιδίδομαι συνειδητά σ’ αυτήν. Αλλωστε, το παρελθόν είναι ο μόνος σταθερός χρόνος.
Κι αυτά εδώ τα ποιήματα γράφτηκαν, σαν να επέστρεψα σ’ ένα παλιό αίσθημα, το οποίο βρήκα κάποτε στο παρελθόν, εντελώς ακατοίκητο, είχα εγκατασταθεί σ’ αυτό, διώχτηκα μετά, ξαναγύρισα τώρα σ’ αυτό, κι έτσι που το βρήκα πάλι άδειο, σταθερά ακατοίκητο, το αναπαλαίωσα με όσα έγραψα. Οσο για την πικρή γεύση, την επιφυλάσσουν όλες οι μετακινήσεις μας ακόμα κι αν οδεύουν προς Ανατολάς. Κι όσο πιο πικρή είναι αυτή η γεύση τόσο πιο πολύ απελπισμένα αγαπάει τη ζωή, ονειρεύεται τον ακμαίο, τον άφθονό της χρόνο. Αυτό το ένιωσα έντονα σήμερα το πρωί: καθώς βάδιζα βιαστικά, λαχανιασμένη, με μια βαριά λίστα υποχρεώσεων, νωρίς εννιά η ώρα, από κεντρικό δρόμο, προσπέρασα έναν από τους κάθετους πεζόδρομους, όπου στο εκτενές σκιερό μισό του, στα πάνινα καθίσματα καφενείου, καθόταν μόνον και μόνη μια νέα σχετικά γυναίκα, με την πλάτη χαλαρά γυρισμένη στην κίνηση, και διάβαζε βυθισμένη στην άπλα της, εφημερίδα. Τόσο αβίαστη και κυρίαρχη η απόλαυσή της, που ήταν σαν να καταλάμβανε όλα τα αδειανά καθίσματα. Αρπάχτηκα απ’ αυτή τη χασομέρικη εικόνα αναφωνώντας: αυτό είναι χρόνος.
Σχετικά τώρα με το τι νέες κατακτημένες γνώσεις μοιράζομαι με τους αναγνώστες μου, αφήνω να κρίνουν εκείνοι αν έβαψα επιτυχημένα, σαν καινούργια, την πρόσοψη, της εσωτερικής μου παλαιότητας.
– Οι αναγνώστες σας είναι κάθε ηλικίας, και πολλοί νέοι. Τι ελπίζετε να κρατήσουν από την ποίησή σας, σαν αντίδοτο στο δύσκολο σήμερα;
– Δεν ξέρω. Η λήθη τα αποφασίζει αυτά. Αν της αρέσουν, τους τα αφαιρεί, τα παίρνει για δικά της. Αν δεν της αρέσουν, θα τα παραχωρήσει στη μνήμη τους, επ’ αόριστον.
– Στην ποίησή σας είστε ρεαλίστρια, και προσπαθείτε να εξωραΐσετε με τις λέξεις όσα δεν αντέχει η ψυχή των ανθρώπων. Εχοντας ζήσει πολλά πράγματα, καλά και άσχημα, τι θεωρείτε ως ακριβότερο στη ζωή, τι εξακολουθείτε να μην μπορείτε να «τιθασεύσετε» ως μεγάλο δεινό;
– Ρεαλίστρια είμαι, αφού ύστερα από κάθε ταραχοποιό και μεγαλόσχημο όνειρο, που αφού με κάνει άνω κάτω μετά με παρατάει, βρίσκομαι να λέω πάντα με στόμφο: ούτως λοιπόν έχουσιν τα πράγματα, αναγνωρίζοντας την παντοδυναμία των πραγμάτων. Αυτά λοιπόν τα σκληρά πράγματα, προσπαθώ όχι να τα εξωραΐσω με τις λέξεις, γιατί δεν είναι καλλωπιστικές οι λέξεις που χρησιμοποιώ. Πιστεύω ότι έχουν διαρκέστερο στόχο: να χαράξουν σκληραγώγηση στην αντοχή των ανθρώπων.
Ως ακριβότερο στη ζωή; Τη ζωή, βέβαια, την ίδια. Τις συναρπαστικές της ανατροπές, με σταθερή την αφοσίωση σ’ αυτήν, του γνήσιου εαυτού μας. Πρέπει αυτός να μένει σε απόσταση ασφαλείας από τη μαγεία της κατασκευής στην οποία επιδίδεται η ποίηση, και απλώς, ως εκλεγμένος ευαίσθητος που είναι, να τρέπει προς μια ταξινομημένη ευαισθητοποίηση τις ακρότητές της. Τι δεν μπορώ να τιθασεύσω; Μα την περιφρόνησή μου προς τη Φύση, που επέτρεψε στον θάνατο και σε όσα τον προετοιμάζουν, να τη δυσφημεί τόσο ως αδύνατη. Αυτή τη μάνα τόσων υποσχέσεων, που δίνει με τις ωραιότητές της, στην αφελή διάρκεια.
– Σ’ αυτή τη συλλογή στρέφεστε περισσότερο προς το θείο, προς τον ουρανό, προς μια διάρκεια. Είναι έτσι;
– Ναι, τώρα τελευταία, καλώ ευκρινέστερα τον Θεό ή και τον ουρανό, να ζήσουν λίγο μαζί μας εδώ, στη Γη. Κι όποιος υπάρξει, μετά απ’ αυτή τη σύντομη εξακρίβωση...
– Εχετε την τύχη να έχετε χαρεί την αγάπη και του κοινού και της πολιτείας στο πρόσωπό σας, με πολλούς τρόπους. Υπάρχει κάτι που σας λείπει;
– Ευχαριστώ αλήθεια το κοινό που, αγαπώντας με, μου ανταποδίδει όσο παρανοημένη, πιθανόν, παρηγορία του δίνει η ποίησή μου. Κι όσο για το τι μου λείπει, ας το αφήσουμε, δε χωράει ούτε εντός ούτε εκτός καμιάς απέραντης παρένθεσης.
– Η ποίηση επειδή, όπως αρέσει τουλάχιστον στους ποιητές να πιστεύουν, έχει το άτυχο χάρισμα να προαισθάνεται, να προβλέπει τις δύσκολες καταστάσεις γύρω μας, είναι μια διά βίου διαδηλώτρια υπέρ των μοναχικών συμφερόντων της ύπαρξής της, με τη μοναδική όμως ιδιαιτερότητα ότι τα συμφέροντά της αποβαίνουν να είναι και συμφέροντα του ανθρώπου, επειδή το είναι της συμπίπτει με ό,τι είναι ο άνθρωπος και με τα όσα πάσχει. Πρόκειται για μια αέναη ελεύθερη πορεία λόγου, λέξεων, φιλήσυχη, που δεν κλείνει τους δρόμους, δεν εμποδίζει την κυκλοφορία των πεπρωμένων, απλώς τα καταγγέλλει στην ιθύνουσα έρημο, ότι παρκάρουν ατιμωρητί επάνω στου καθενός το πράσινο οικολογικό αύριο και το αφανίζουν. Πώς βοηθάει και πώς παρηγορεί; Δεν ξέρω αλήθεια. Ισως με το να περιγράφει τι ωραίες, γεμάτες, συναρπαστικές στιγμές μπορούμε να ζήσουμε, αρμενίζοντας με μια σάπια βάρκα που μπάζει νερά, έτοιμη να βουλιάξει, αλλά όχι μ’ ένα κότερο...
– Διατηρώντας τα βασικά κλειδιά της ποίησής σας (έρωτας, θάνατος, ζωή), σ’ αυτή τη συλλογή υπάρχει μια πικρή ωριμότητα, πιο βαθιά, πιο γαντζωμένη από τη ζωή. Ποιες καινούργιες γνώσεις έχετε κατακτήσει και μοιράζεστε με τους αναγνώστες σας;
– Το βασικό κλειδί της ποίησής μου, αν έχει κανείς τρόπο να εξασφαλίσει ένα τέτοιο κλειδί, και αν πρέπει να επιδιώκει την εξασφάλισή του ή να την αποφεύγει σαν κάτι που περιορίζει το οπτικό πεδίο των αναζητήσεων, είναι ο χρόνος. Παντού ο χρόνος... Ο έρωτας, ο θάνατος και η ζωή που αναφέρετε είναι οι καθημερινοί βαρυποινίτες έγκλειστοι του χρόνου. Τα κλειδιά τα κρατάει αυτός. Οσο για την ωριμότητα που διαπιστώνετε, έχω προ πολλού κατακτηθεί απ’ αυτή τη στάσιμη... απώλεια, κι άλλο δεν έχει. Μια ακόμα αναπαλαίωση των γνώσεών μου κάνω, που, όσο κι αν αυτό κατηγορείται ως επανάληψη, εγώ επειδή οφείλομαι στην επανάληψη, την τιμώ με το να επιδίδομαι συνειδητά σ’ αυτήν. Αλλωστε, το παρελθόν είναι ο μόνος σταθερός χρόνος.
Κι αυτά εδώ τα ποιήματα γράφτηκαν, σαν να επέστρεψα σ’ ένα παλιό αίσθημα, το οποίο βρήκα κάποτε στο παρελθόν, εντελώς ακατοίκητο, είχα εγκατασταθεί σ’ αυτό, διώχτηκα μετά, ξαναγύρισα τώρα σ’ αυτό, κι έτσι που το βρήκα πάλι άδειο, σταθερά ακατοίκητο, το αναπαλαίωσα με όσα έγραψα. Οσο για την πικρή γεύση, την επιφυλάσσουν όλες οι μετακινήσεις μας ακόμα κι αν οδεύουν προς Ανατολάς. Κι όσο πιο πικρή είναι αυτή η γεύση τόσο πιο πολύ απελπισμένα αγαπάει τη ζωή, ονειρεύεται τον ακμαίο, τον άφθονό της χρόνο. Αυτό το ένιωσα έντονα σήμερα το πρωί: καθώς βάδιζα βιαστικά, λαχανιασμένη, με μια βαριά λίστα υποχρεώσεων, νωρίς εννιά η ώρα, από κεντρικό δρόμο, προσπέρασα έναν από τους κάθετους πεζόδρομους, όπου στο εκτενές σκιερό μισό του, στα πάνινα καθίσματα καφενείου, καθόταν μόνον και μόνη μια νέα σχετικά γυναίκα, με την πλάτη χαλαρά γυρισμένη στην κίνηση, και διάβαζε βυθισμένη στην άπλα της, εφημερίδα. Τόσο αβίαστη και κυρίαρχη η απόλαυσή της, που ήταν σαν να καταλάμβανε όλα τα αδειανά καθίσματα. Αρπάχτηκα απ’ αυτή τη χασομέρικη εικόνα αναφωνώντας: αυτό είναι χρόνος.
Σχετικά τώρα με το τι νέες κατακτημένες γνώσεις μοιράζομαι με τους αναγνώστες μου, αφήνω να κρίνουν εκείνοι αν έβαψα επιτυχημένα, σαν καινούργια, την πρόσοψη, της εσωτερικής μου παλαιότητας.
– Οι αναγνώστες σας είναι κάθε ηλικίας, και πολλοί νέοι. Τι ελπίζετε να κρατήσουν από την ποίησή σας, σαν αντίδοτο στο δύσκολο σήμερα;
– Δεν ξέρω. Η λήθη τα αποφασίζει αυτά. Αν της αρέσουν, τους τα αφαιρεί, τα παίρνει για δικά της. Αν δεν της αρέσουν, θα τα παραχωρήσει στη μνήμη τους, επ’ αόριστον.
– Στην ποίησή σας είστε ρεαλίστρια, και προσπαθείτε να εξωραΐσετε με τις λέξεις όσα δεν αντέχει η ψυχή των ανθρώπων. Εχοντας ζήσει πολλά πράγματα, καλά και άσχημα, τι θεωρείτε ως ακριβότερο στη ζωή, τι εξακολουθείτε να μην μπορείτε να «τιθασεύσετε» ως μεγάλο δεινό;
– Ρεαλίστρια είμαι, αφού ύστερα από κάθε ταραχοποιό και μεγαλόσχημο όνειρο, που αφού με κάνει άνω κάτω μετά με παρατάει, βρίσκομαι να λέω πάντα με στόμφο: ούτως λοιπόν έχουσιν τα πράγματα, αναγνωρίζοντας την παντοδυναμία των πραγμάτων. Αυτά λοιπόν τα σκληρά πράγματα, προσπαθώ όχι να τα εξωραΐσω με τις λέξεις, γιατί δεν είναι καλλωπιστικές οι λέξεις που χρησιμοποιώ. Πιστεύω ότι έχουν διαρκέστερο στόχο: να χαράξουν σκληραγώγηση στην αντοχή των ανθρώπων.
Ως ακριβότερο στη ζωή; Τη ζωή, βέβαια, την ίδια. Τις συναρπαστικές της ανατροπές, με σταθερή την αφοσίωση σ’ αυτήν, του γνήσιου εαυτού μας. Πρέπει αυτός να μένει σε απόσταση ασφαλείας από τη μαγεία της κατασκευής στην οποία επιδίδεται η ποίηση, και απλώς, ως εκλεγμένος ευαίσθητος που είναι, να τρέπει προς μια ταξινομημένη ευαισθητοποίηση τις ακρότητές της. Τι δεν μπορώ να τιθασεύσω; Μα την περιφρόνησή μου προς τη Φύση, που επέτρεψε στον θάνατο και σε όσα τον προετοιμάζουν, να τη δυσφημεί τόσο ως αδύνατη. Αυτή τη μάνα τόσων υποσχέσεων, που δίνει με τις ωραιότητές της, στην αφελή διάρκεια.
– Σ’ αυτή τη συλλογή στρέφεστε περισσότερο προς το θείο, προς τον ουρανό, προς μια διάρκεια. Είναι έτσι;
– Ναι, τώρα τελευταία, καλώ ευκρινέστερα τον Θεό ή και τον ουρανό, να ζήσουν λίγο μαζί μας εδώ, στη Γη. Κι όποιος υπάρξει, μετά απ’ αυτή τη σύντομη εξακρίβωση...
– Εχετε την τύχη να έχετε χαρεί την αγάπη και του κοινού και της πολιτείας στο πρόσωπό σας, με πολλούς τρόπους. Υπάρχει κάτι που σας λείπει;
– Ευχαριστώ αλήθεια το κοινό που, αγαπώντας με, μου ανταποδίδει όσο παρανοημένη, πιθανόν, παρηγορία του δίνει η ποίησή μου. Κι όσο για το τι μου λείπει, ας το αφήσουμε, δε χωράει ούτε εντός ούτε εκτός καμιάς απέραντης παρένθεσης.
Tα εύρετρα
Tα ξεφύλλιζες, κοντοστεκόσουν κάθε τόσο
αδιάβαστες κρυφογελούσαν οι σελίδες
μετά τα ζύγιασες όλα στη χούφτα σου
σα να ήταν κέρματα
χοντρικά τα εξετίμησες
ουκ ολίγα είπες
έκπληκτος πώς τ’ απέκτησες με ρωτάς.
αλλιώς θα το ’βλεπες
το γράφω εδώ μέσα πρώτο πρώτο
τα εύρετρα είναι
τα εύρετρα είναι
εσύ μου τα έδωσες
επειδή σε βρήκα
σε μέτρησα και ήσουνα πολλά
ξαναμετρώ κι ήσουν αλλιώς
το άφησα να είσαι κι απ’ τα δυο
δε σου αφαίρεσα ούτε μία
απ’ τις χιλιάδες ωραιότητες που είχες
ούτε μισή απ’ τις πολύτιμες ασκήμιες σου
κόσμε.
Εργογραφία
H Kική Δημουλά εμφανίστηκε στα γράμματα το 1952 με τη συλλογή «Eρεβος». Kαι ακολούθησαν: «Eρήμην» (1958), «Eπί τα ίχνη» (1963),
«Tο λίγο του κόσμου» (1971), «Tο τελευταίο σώμα μου» (1981), «Xαίρε ποτέ» (1988), «H εφηβεία της λήθης» (1994), «Eνός λεπτού μαζί» (1998), «Ποιήματα» (συγκεντρωτική έκδοση, 1998), «Hχος απομακρύνσεων» (2001), «O φιλοπαίγμων μύθος» (2003), «Eκτός σχεδίου» (2004), «Xλόη θερμοκηπίου» (2005), «Mεταφερθήκαμε παραπλεύρως» (2007) και η διάλεξη «Eρανος σκέψεων» (2009).
H Kική Δημουλά εμφανίστηκε στα γράμματα το 1952 με τη συλλογή «Eρεβος». Kαι ακολούθησαν: «Eρήμην» (1958), «Eπί τα ίχνη» (1963),
«Tο λίγο του κόσμου» (1971), «Tο τελευταίο σώμα μου» (1981), «Xαίρε ποτέ» (1988), «H εφηβεία της λήθης» (1994), «Eνός λεπτού μαζί» (1998), «Ποιήματα» (συγκεντρωτική έκδοση, 1998), «Hχος απομακρύνσεων» (2001), «O φιλοπαίγμων μύθος» (2003), «Eκτός σχεδίου» (2004), «Xλόη θερμοκηπίου» (2005), «Mεταφερθήκαμε παραπλεύρως» (2007) και η διάλεξη «Eρανος σκέψεων» (2009).
Συνέντευξη στην Όλγα Σελλά
Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου