Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Ενος Θνητού Κραυγή



ΕΙΔΑ.......



Βγήκα και περπάτησα στους δρόμους του κόσμου.

Συνάντησα την απουσία στην κρύα μοναξιά

την κεκρυμμένη και την ορατή θλίψη του ανθρώπου.

Μοναχικές, φοβισμένες, μετέωρες και νικημένες ψυχές

ζητούν ακάματα και ζητιανεύουν στον χώρο και τον χρόνο.

Βασιλιάδες, άρχοντες, επιστήμονες, σοφοί, άνδρες, γυναίκες,

πλήθος «επώνυμο» και ανώνυμο, οδοιπορεί καθημερινά

στους δρόμους του κόσμου και της ιστορίας,

χωριστοί ο ένας από τον άλλο, ξένοι μέσα σε ξένους.

Βλέμματα θλιμμένα, χλωμά, παγερά και αδιάφορα,

αδύναμα να συναντήσουν αυτό που οι ψυχές

νοστάλγησαν και δίψασαν.

Βγήκα στους δρόμους του κόσμου και συνάντησα

τον πικραμένο, νικημένο και φοβισμένο άνθρωπο

μέσα στα πολυτελή σπίτια, στα κυβερνεία,

στα πανεπιστήμια, στις παράγκες,

στα παγκάκια της νύχτας,

στις μικρές ή μεγάλες συνοικίες,

στην ερημιά της μεγαλούπολης.

Βγήκα στους δρόμους του κόσμου

και είδα τον άνθρωπο αδύναμο να χαρεί

και να αγαπήσει, ανίκανο να νοιώσει τον άλλο

και τον πόνο του, ή την χαρά του,

ανίκανο να συναντήσει.

Και πόνεσε και σφίχτηκε έως θανάτου η ψυχή

για τούτο το τοπίο, για τούτο τον κόσμο.



Βγήκα στους δρόμους του κόσμου και είδα

την αδιάβατη μοναξιά του ανθρώπου που ζητιανεύει

έστω ελάχιστες σταγόνες αγάπης και στοργής.

Είδα το βουβό και ασίγητο κλάμα του ανθρώπου

που οδεύει στον παγερό χώρο και χρόνο ζητώντας

έστω και ελάχιστα κάποιος να τον δει,

κάποιος να του ανοίξει για λίγο την πόρτα της καρδιάς.

Κανείς δεν ακούει, κανείς δεν παρηγορεί, κανείς δεν δίδει,

κανείς δεν μένει, κανείς δεν πλησιάζει, κανείς δεν αγγίζει.

Και τούτη η θλιμμένη και αβάσταχτη μοναξιά,

τούτο το ακάματο κλάμα οδεύει μέσα στο τοπίο της νύχτας,

κινείται στο αδιάβατο τοπίο της έρημης πόλης,

στις οδούς των κλειστών παραθύρων, των σφραγισμένων θυρών,

της απούσας κοσμοπλημμύρας.





Και είδα τον άνθρωπο να ζώνεται από παντού,

στο σώμα και την ψυχή, από θάνατο, φόβο, πόνο,

να διαλύονται κάθε βεβαιότητα, κάθε ασφάλεια,

κάθε στερεότητα, γενόμενος νήπιο χωρίς αγκάλη

στηρίζουσα μητρική. Είδα την αγκαλιά της μάνας να σβήνει,

να χάνεται και να ματαιώνεται, να τον εγκαταλείπει ορφανό,

κλάμα απαρηγόρητο, κραυγή ξεσκίζουσα τον κενό χώρο.

Τον είδα τότε που νικημένος από χρόνο, μοναξιά, αρρώστια,

πείνα, πόλεμο και από φόβο ανίκητο και αξεπέραστο,

όταν επέστρεφε εκεί, στον τόπο της μάνας,

της παρηγορητρίας και της ζωοδότρας.


Και η μάνα, η παρηγοριά και η θαλπωρή ήταν απούσες,

είχαν φύγει, είχαν εκλείψει αμετάκλητα.

Τον είδα να ψάχνει απελπισμένα στο άδειο σπίτι για τη μάνα

και τον πατέρα φέρνοντας στο σώμα και την ψυχή πληγές

αγιάτρευτες και απαρηγόρητες.

Και ήρθες, μάτια μου, ζητώντας το πρώτο σπίτι,

το πρώτο φως, την πρώτη αίσθηση και βεβαιότητα,

την πρώτη αγκαλιά, το πρώτο χάδι.

Και δεν βρήκες τίποτε και κανέναν.

Απουσία ατελείωτη, πέτρες βρασμένες και μουχλιασμένες,

κενό και έρημο τοπίο. Και κουβαλούσες πληγές αγιάτρευτες,

άδειο χρόνο και βλέμμα τρομαγμένο.

Και ήσουν όλος θάνατος και έκραζες πατέρα,

και έκραζες μάνα, και αυτοί δεν απαντούσαν,

δεν ήσαν εκεί, δεν σε άκουσε κανείς.

Και θρηνούσαν οι πέτρες, ο χώρος και ο χρόνος,

και το σπίτι γέμιζε σιωπή και αποκτείνουσα απουσία.


Είδα τον άνθρωπο να κερώνει, από ασθένεια, από γήρας,

από πόλεμο, από μίσος, μονα ξιά και φόβο,

τον είδα να γεμίζει θάνατο μέσα στο τοπίο της άνοιξης

και των ερώτων, των χρυσανθέμων και του φωτός,

να χάνεται και να σβύνει νεκρούμενος και πίπτων στον κενό χώρο

κράζοντας βοήθεια. Και δεν ήταν τότε κανείς εκεί να τον ακούσει.

Δεν ήταν κανείς για να βοηθήσει, να συγκρατήσει την πτώση

την αφανίζουσα, την ανείπωτη, την απερίγραπτη,

την θανατούσα το σώμα, το πνεύμα και τη συνείδηση.





Η απουσία, ο πόνος, ο φόβος, η οδύνη, η θλίψη

και η μοναξιά πλημμύρισαν και γέμισαν τον χώρο και τον χρόνο,

αφήνοντας μικρές και ασήμαντες νησίδες χαράς που διαρκώς φτωχαίνουν

και μικραίνουν. Νίκησαν κάθε χαρά και κάθε ελπίδα του ανθρώπου τώρα,

χθες, αύριο. Τα παιδιά του χώρου και του χρόνου γυρνούν και γερνούν

στην μεγάλη πλατεία θλιμμένα, ανυπόδητα, διψασμένα, πεινασμένα,

χωρίς ελπίδα, νόημα και χαρά. Το δάκρυ του κόσμου του ορφανού ρέει

και πικραίνει την θάλασσα, την γη και τον ουρανό.

Η σκέψη ενικήθη από τον πόνο, τον φόβο και την μηχανή.

Η αίσθηση, η αφή και η μορφή θρυμματίστηκαν από κάθε μορφής φθορά:

το γήρας, την ασθένεια και την ηδονή την άμορφη, την μηδενίζουσα,

την μεταποιούμενη σε οδύνη ανίκητη και ανυπέρβλητη.



Τα παιδιά του κόσμου εθλίβησαν, περιφρονήθηκαν, σφαγιάσθηκαν,

καταδικάστηκαν στην πλατεία την έρημο, την κενή,

την ανήλιο και πικραίνουσα. Το βλέμμα, το βλέμμα τους

επροδόθη και ελησμονήθη. Μύρια βλέμμα τα, αμέτρητα, χαμένα,

ξεχασμένα, αφανισμένα στον έρημο κενό χώρο του μηδενός

του αβάστακτου, του πόνου και της οδύνης της μηδενίζουσας.


Και έκραξα και φώναξα, τρομαγμένος, με πάθος και ωδίνη

για τούτο το κακό το ανίκητο και την φθορά του κόσμου,

και ο αντίλαλος του κενού χώρου επέστρεψε μόνος δίχως

τα όντα και την ομορφιά τους.

Και στάθηκα στο μέσον του ερήμου χώρου, του κενού και της απουσίας,

και αφουγκράστηκα στο είναι μου το φθαρτό και εφήμερο,

την κραυγή του κόσμου του ορατού, του απερχομένου και φθειρομένου,

μετρώντας τον χρόνο και τους αιώνες του θανάτου του ανίκητου,

νοσταλγώντας με δάκρυ πικρό και αναμένοντας εν απογνώσει

τις εικόνες τις χαμένες, μυριολογώντας τον κόσμο τον αισθητό

και εφήμερο, τον θλιμμένο και νεκρό αδερφό.





~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Και μέσα στο Σκότος

και τον Κενό Χώρο

έλαμψε Φως Μέγα!

...

Χαρά Πάνλαμπρη

και Ασημόλουστη!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Δεν υπάρχουν σχόλια: