Τρεις ανώνυμες ασκήτριες
Κάποιος διοικητής μας διηγήθηκε τα εξής· «Στα χρόνια που ήταν βασιλιάς ο γαμπρός του βασιλιά Ρωμανού του Γέροντα, στάλθηκε ένας αυτοκρατορικός διοικητής στις ανατολικές επαρχίες και πήγε στο μοναστήρι που ήταν εκεί, για να εισπράξει τους φόρους που όφειλαν στο δημόσιο. Επειδή ήταν καλοκαίρι βγήκε ο ηγούμενος μαζί με τους μοναχούς για να με προϋπαντήσουν και αφού αλληλοασπασθήκαμε, καθίσαμε στην αυλή όπου υπήρχαν δέντρα γεμάτα από καρπούς. Την ώρα που καθόμασταν και συζητούσαμε, έρχονταν όρνια και έσπαγαν κλαδιά από τα δέντρα και τ’ άρπαζαν μαζί με τους καρπούς και έφευγαν πετώντας γρήγορα. Όταν είδα εγώ αυτό το παράξενο θαύμα, ρώτησα τους μοναχούς· “Πώς δεν τρώνε τα όρνια τους καρπούς, αλλά τους παίρνουν μαζί με τα κλαδιά;”. Αυτοί μου απάντησαν· “Σήμερα συμπληρώθηκαν ένδεκα χρόνια από τότε που κατά διαστήματα κάνουν έτσι τα όρνεα”. Εγώ είπα· “Γιατί συμβαίνει αυτό;”. Απάντησαν οι μοναχοί· “Τίποτε δεν γνωρίζουμε και απορούμε τί άραγε να σημαίνει αυτό”. “Εγώ τότε, σαν να οδηγήθηκα από το Θεό, τους είπα· “Να ξέρετε ότι σε κάποιους μοναχούς που βρίσκονται στα βουνά τα όρνια μεταφέρουν αυτούς τους καρπούς”.
Ενώ ακόμη μιλούσα, εμφανίζεται ένα κοράκι και αρπάζει από ένα δέντρο ένα κλαδί γεμάτο καρπούς. Τότε είπα στον ηγούμενο και στους μοναχούς· “Ακολουθείστε με”. Ενώ αυτοί μ’ ακολουθούσαν βιαστικά, πετούσε ψηλά το κοράκι, ήσυχα, κρατώντας το κλαδί, απλώνοντας τα φτερά του και αιωρούμενο. Καθώς εμείς ανεβαίναμε στο βουνό και το πλησιάζαμε, αυτό σήκωσε το κλαδί και αφού ανέβηκε ψηλά, μετά κατέβηκε σ’ ένα φαράγγι και αφού άφησε εκεί το κλαδί που κρατούσε, ανέβηκε χωρίς τίποτε να βαστά και απομακρύνθηκε κρώζοντας. Όταν φτάσαμε εμείς στην κορυφή του βράχου και του γκρεμού που υπήρχε εκεί, δηλαδή εκεί που είδαμε το κοράκι να κατεβαίνει, και ρίξαμε πέτρες στη χαράδρα, μας φώναξαν μερικοί· “Αν είστε Χριστιανοί, μη μας σκοτώνετε. Ρίξτε μας τρία ενδύματα, γιατί είμαστε γυμνοί, και κατεβαίνοντας την πλαγιά του βουνού, θα βρείτε ένα μικρό δύσβατο μονοπάτι και απ’ αυτό θα μπορέσετε να φτάσετε σε μάς”.
Όταν τ’ ακούσαμε αυτά, τρεις μοναχοί αμέσως έβγαλαν τα ράσα τους και αφού τα τύλιξαν σε πέτρες, τα έριξαν σ’ αυτές, και εμείς όπως μας καθοδήγησαν κατεβήκαμε από το βουνό και συναντήσαμε εκείνο το δύσβατο μονοπάτι και με δυσκολία περνώντας το βρήκαμε. Κοιτάξαμε, και να, τρεις γυναίκες μόλις μας είδαν μας πλησίασαν και προσκύνησαν μέχρι το έδαφος. Αφού προσκυνήσαμε και εμείς και ευχηθήκαμε, καθίσαμε, κάθησε και η μία απ’ αυτές, ενώ οι άλλες στέκονταν δίπλα της. Τότε ο ηγούμενος είπε σ’ αυτήν που καθόταν. “Από πού κατάγεσαι, κυρία μου μητέρα, και πώς ήλθες εδώ;”. Αυτή είπε· “Εγώ, πάτερ μου, από την Κωνσταντινούπολη κατάγομαι και είχα άνδρα που ήταν πρωτοσπαθάριος. Όταν πέθανε αυτός νέος και η ίδια ήμουν νέα, είκοσι δύο ετών, και έκλαιγα για τη χηρεία και την ατεκνία μου. Ύστερα από λίγες ήμερες, κάποιος από τους μεγάλους αξιωματούχους, όταν άκουσε τα σχετικά με μένα, επειδή παρακινήθηκε από τον εχθρό των ψυχών μας διάβολο, έστειλε τους υπηρέτες του να μ’ αρπάξουν με τη βία. Επειδή εγώ τους αντιμετώπισα όπως έπρεπε, έφυγαν αυτοί άπρακτοι απειλώντας και λέγοντας ότι την επομένη θα έλθουν και θα με οδηγήσουν στον αφέντη τους και παρά την θέλησή μου. Τη νύχτα, επειδή μ’ έπιασε φόβος, παρακαλούσα τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό να με φωτίσει, τί να πω και να απομακρύνει από μένα ένα τέτοιο πονηρό άνθρωπο, ο οποίος ήθελε μαζί με τη ψυχή να καταστρέψει και το σώμα μου. Σκέφθηκα λοιπόν, αν έλθουν οι ίδιοι άνθρωποι, να τους απαντήσω κατάλληλα για να μη με εξαναγκάσουν. Όταν ήλθαν την επομένη και με πίεζαν τους είπα· ‘Μήπως, κύριοι μου, κι εγώ δεν χαίρομαι να έλθω προς τον ενδοξότατο κύριο σας; Όμως έχω μια δύσκολη αρρώστια, την οποία θεραπεύω. Κάντε υπομονή μέχρις ότου θεραπευθώ και τότε θα έλθω πρόθυμα σ’ αυτόν. Όπως νομίζω μέσα σε σαράντα μέρες θα γίνω καλά. Όταν το άκουσαν αυτό έφυγαν λέγοντας· Αν είναι για σαράντα μέρες, ο αφέντης μας το δέχεται. Αμέσως, μόλις αποχώρησαν αυτοί, απελευθέρωσα όλους τους δούλους μου, τους έδωσα κληροδοτήματα και τους άφησα να φύγουν. Και δεν κράτησα απ’ αυτούς παρά μόνο αυτές τις δύο υπηρέτριες, τις οποίες βλέπεις. Ομοίως και ολόκληρη την κινητή περιουσία μου τη μοίρασα σε χήρες, ορφανά και φτωχούς και αφού κάλεσα κάποιο συγγενή μου, καλό χριστιανό, τον έδεσα με πάρα πολύ φριχτούς όρκους να πουλήσει τα σπίτια και τα κτήματά μου και να μοιράσει τα χρήματα στους φτωχούς. Αφού απαλλάχθηκα λοιπόν απ’ ολόκληρη τη περιουσία μου, νύχτα, πήρα αυτές τις δύο αδελφές και μπήκα μαζί τους σε πλοίο και με τη καθοδήγηση του Θεού ήλθαμε σ’ αυτό το τόπο. Μέχρι τώρα πέρασαν ένδεκα χρόνια και άνθρωπο δεν είδαμε παρά μόνον εσάς σήμερα. Τα ρούχα μας με το πέρασμα του χρόνου αφού φθάρθηκαν έχουν λιώσει πια.
Αυτά, όταν τα άκουσε ο ηγούμενος της είπε· “Πού βρίσκατε, κυρία μου, τη τροφή σας;”. Αυτή απάντησε· “Ο αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός, που έθρεψε για σαράντα χρόνια τον εξόριστο λαό του στην έρημο, ο Ίδιος σε μας τις ανάξιες στέλνει τη τροφή μας. Κάθε χρόνο με τη θέλησή του τα όρνια μας φέρνουν διάφορους καρπούς, όχι μόνον όσους χρειαζόμαστε για να ζήσουμε, αλλά περισσότερους από τις ανάγκες μας. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά επειδή είμαστε γυμνές, μας προφυλάγει και μας ζεσταίνει με τη χάρη του, για να μη νιώθουμε κρύο το χειμώνα, ούτε πολλή ζέστη το καλοκαίρι και ζούμε εδώ σαν μέσα στον παράδεισο και μετέχουμε στην τρυφή και ακατάπαυστα με ύμνους δοξάζουμε το πανάγιο όνομα της υπερούσιας και παναγίας Τριάδος, δηλαδή του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος”. Ενώ ακούγαμε αυτά και τα θαυμάζαμε, ο ηγούμενος της είπε· “Επιτρέπεις, κυρία, να στείλω έναν αδελφό στο μοναστήρι να φέρει τα απαραίτητα, ώστε να γευματίσουμε μαζί;”. Του αποκρίθηκε· “Πρόσταξε να έλθει εδώ και ο πρεσβύτερος της μονής, για να προσφέρει την αναίμακτη θυσία στον Κύριο και Θεό μας, για να γίνουμε και μείς μέτοχοι των αχράντων και ζωοποιών μυστηρίων του Χριστού, του Θεού μας. Γιατί από τότε που φύγαμε από την Πόλη, δεν αξιωθήκαμε να πάρουμε μέρος σ’ αυτά τα αγιασμένα δώρα”.
Όταν τ’ άκουσε αυτά ο ηγούμενος έστειλε ένα μοναχό στο μοναστήρι και έφερε τον πρεσβύτερο και τα απαραίτητα. Όταν ήλθε ο ιερέας και τέλεσε τη θεία λειτουργία και κοινώνησαν τα άχραντα μυστήρια αυτή και οι ακόλουθές της, και γευμάτισαν μαζί με τους μοναχούς, είπε η μακάρια στον ηγούμενο· “Παρακαλώ, πάτερ μου, την αγιοσύνη σου, να μείνετε εδώ τρεις μέρες”. Την επόμενη μέρα τα χαράματα, αφού σηκώθηκε η μακάρια και ύψωσε τα χέρια της, αποδήμησε προς τον Κύριο και με δάκρυα και ψαλμούς και ύμνους αφού την κηδέψαμε, τη θάψαμε. Την επαύριο και η άλλη αποδήμησε προς τον Κύριο. Το ίδιο την τρίτη μέρα αποδήμησε και η άλλη. Αφού κηδέψαμε κι αυτές και τις θάψαμε, επιστρέψαμε στο μοναστήρι υμνώντας τον Χριστό, το Θεό μας, ο οποίος πραγματοποιεί αμέτρητα θαυμαστά και παράδοξα, γιατί σ’ αυτόν ταιριάζει η δόξα αιωνίως. Αμήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου