Μια παρθένα ασκήτρια που έμεινε μαζί με δυο άλλες, ασκήτευε για εννιά ή δέκα χρόνια. Αυτή επειδή ξεγελάστηκε από ένα ψάλτη, αμάρτησε, έμεινε έγκυος και γέννησε. Αφού μίσησε πολύ αυτόν που τη γέλασε, ήρθε σε βαθιά ψυχική κατάνυξη και έφτασε σε τέτοιο σημείο μετάνοιας, ώστε να θέλει να πεθάνει από την πείνα, και έτσι να αυτοκτονήσει. Προσευχόμενη παρακαλούσε το Θεό λέγοντας· «Θεέ μου, συ που είσαι μεγάλος και ανέχεσαι τις αμαρτίες όλης της κτίσης και δεν θέλεις το θάνατο και την απώλεια των αμαρτωλών, αν θέλεις να σωθώ, φανέρωσέ μου τη θαυμαστή δύναμή σου και δέξου τον καρπό της αμαρτίας μου που γέννησα, για να μην αυτοκτονήσω με αγχόνη ή για να μη ριχτώ στο γκρεμό». Αυτή η προσευχή της εισακούστηκε και το παιδί που γεννήθηκε ύστερα από λίγο πέθανε.
Από κείνη λοιπόν τη ήμερα, ποτέ δεν συνάντησε αυτόν που την παγίδευσε και αφού παρέδωσε τον εαυτό της σε αυστηρότατη νηστεία, επί τριάντα χρόνια εξυπηρέτησε άρρωστες και ανάπηρες και τόσο ευχαρίστησε το Θεό, ώστε αυτός αποκαλύφθηκε σε κάποιο άγιο γέροντα και του είπε· «Η τάδε μ’ ευχαρίστησε πολύ περισσότερο με τη μετάνοιά της, παρά με την εγκράτειά της». Τα γράφω αυτά για να μη καταφρονούμε αυτούς που ειλικρινά μετανοούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου