1.«Του είπα να μου δώση αυτούς τους μιστούς να πλερώσω τους ανθρώπους και να λάβω κιΌ ό,τι έδωσα. Λέγει του Παπαφλέσια, μου δίνει τους παράδες, ό,τι μού κανε· όμως να του χαρίσω τις πιστιόλες μου, ότι τις λιμπίστη. Του παράγγειλα κί εγώ να του γαμήσω το κέρατο, όχι θα του δώσω τ΄ άρματά μου, οπού τα ΄χω από δεκοχτώ χρονών παιδί. Τον μούτζωσα και δεν του ξαναμίλησα.»
στρατηγός Μακρυγιάννης
2.Διήγηση από τη Μάνη
- Τον βλέπεις τον ξένο?
- Ναι, απαντάω.
- Σημαδεμένος από τον Θεό.
-Ορίστε, λέω, τί έχει??
- Είναι ξανθός!
- Ε και?? Η μισή Ευρώπη είναι ξανθοί βρε θείε
ΑΠΑΝΤΗΣΗ "Απ΄το Γιάννη και στο Λιο (Ηλία) μούτζα να΄χουνε και οι δυο" , όπου δυο εννοούσε τους Ευρωπαίους.
Η διαπόμπευση σε πλατείες και δρόμους ήταν από τα πιο αγαπημένα θεάματα των βυζαντινών.
Είναι αυτό που λέμε "είδα τις πομπές σου"
Πράξη πρώτη της "τελετής" διαπόμπευσης ήταν το κούρεμα, το οποίο ήταν πολύ μεγάλη προσβολή για τον ένοχο. Το «κουρεύω» οι βυζαντινοί το έλεγαν και «κουράζω». Η Διαπόμπευση εκτός από εξευτελιστική διαδικασία ήταν και ιδιαίτερα κοπιώδης γιατί τον τιμωρημένο, κατα τη διάρκεια της "τελετής", τον χτυπούσαν κιόλας. Απο τότε το «κουράζω» έγινε συνώνυμο του «καταπονώ».
Από κει βγαίνουν και οι φράσεις «Άντε να κουρεύεσαι» ή «Αστον να κουρεύεται» που σημαίνουν ότι κάποιος είναι τόσο αχρείος ώστε του αξίζει το κούρεμα (άρα η διαπόμπευση).
Πράξη δεύτερη. Για να διασκεδάσουν το κοινό που παρακολουθούσε τη διαπόμπευση και να γελοιοποιήσουν τον τιμωρούμενο, άλειφαν το πρόσωπό του με ένα είδος καπνιάς (φούμο), την «ασβόλη». Τον «αποσβόλωναν». Το ρήμα «αποσβολώνω» είναι αντίστοιχο του αρχαίου «προπηλακίζω». Σύμφωνα με το λεξικό του Σουίδα, «Προπηλακισμός: ύβρις είρηται δε από τον πυλόν επιχρίεσθαι τα πρόσωπα των ατιμίαν και ύβριν καταψηφιζομένων».
Σχετικές φράσεις το "έμεινε αποσβολωμένος", "έφυγε αποσβολωμένος" κ.λ.π
Την «ασβόλη» την έλεγαν και «μούτζα» που σημαίνει μουντό χρώμα αλλά και παλάμη μουτζουρωμένη από στάχτη. Προέρχεται ίσως από το «μούζα = μαυρίλα» ή από το μούντα, μουντός.
Την ασβόλη την έπιαναν με όλη την παλάμη και την άλειφαν στο πρόσωπο με ανοιχτά τα δάχτυλα. Έτσι προέκυψε, η παλάμη με ανοιχτά δάχτυλα, να είναι υβριστική χειρονομία.
Σχετικές φράσεις είναι «κοίτα μη με μουτζουρώσεις = κοίτα μη με προσβάλεις» ή «έφυγε μουτζουρωμένος= έφυγε ντροπιασμένος»
Όταν ο ένοχος είχε διαπράξει πολύ μεγαλύτερο παράπτωμα, όπως συνομωσία κατά του Αυτοκράτορα ή προδοσία, τότε πριν την «πομπή» του τον τύφλωναν. Δηλαδή είχε και μούτζες και τύφλες. Με μια λέξη ήταν «μουρτζότυφλος» ή «μούρτζουφλος».
Έτσι η μούτζα σήμαινε τύφλα και το αντίστροφο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου