Του Παναγιώτη Τελεβάντου
Η απάντηση ήταν μονολεκτική και κοφτή: «ποτέ»! Αναμενόμενο, κατά τις παρακαταθήκες του Παύλου ότι «ουκ εκτίσθη ανήρ διά την γυναίκα, αλλά γυνή διά τον άνδρα» (Α' Κορινθ ια' 9), έτσι που «αι γυναίκες υμών εν ταις εκκλησίαις σιγάτωσαν. Ου γαρ επιτέτραπται αυταίς λαλείν, αλλ' υποτάσσεσθαι, καθώς και ο νόμος λέγει. Ει δε τι μαθείν θέλουσιν, εν οίκω τους ιδίους άνδρας επερωτάτωσαν» (Α' Κορινθ ιδ' 34). Αυτές οι ακραίες αντιλήψεις διαπότισαν το βυζαντινό οικογενειακό δίκαιο, με κάποια δειλά ανοίγματα του ελληνικού εθιμικού δικαίου, ώς το 1983. Ετσι θυμήθηκα τη μακαρίτισσα τη μητέρα μου. Ηταν άριστη μαθήτρια και ήθελε να σπουδάσει στο Αρσάκειο της εποχής της για να γίνει δασκάλα. Ομως ο συντηρητικός οικογενειακός και κοινωνικός περίγυρός της δεν της το επέτρεψε. Παντρεύτηκε, δόθηκε προίκα στον άντρα της (ακίνητα και μετρητά) για τη διαχείριση της οποίας εκείνη ποτέ δεν ρωτήθηκε. Πολλά χρόνια αργότερα, λίγο πριν από τις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές (1946) παροτρύνθηκε από νεότερη αδελφή της να συνυπογράψει δημόσια έκκληση για να δοθεί ψήφος στις γυναίκες, εκείνη επιφυλάχθηκε να ρωτήσει σχετικώς τον άντρα της, ο οποίος, δίχως ιδιαίτερες εξηγήσεις, της απάντησε αρνητικά. Ημουν ήδη πανεπιστημιακός δάσκαλος και ήμουν υποχρεωμένος ν' αναφέρομαι στις ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα, που διακήρυσσαν ότι «ο ανήρ είναι η κεφαλή της οικογενείας και αποφασίζει περί παντός»σχετικά μ' αυτήν. Μετά την πτώση της απριλιανής δικτατορίας, την είσοδο της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ και την άνοδο των αριστερών δυνάμεων στην εξουσία γκρεμίστηκαν τα νομοθετικά τείχη τής έως τότε αδιαφιλονίκητης αντροκρατίας.
Οπωσδήποτε, στο εύλογο ερώτημα «πότε οι Ορθόδοξες Εκκλησίες θα δεχθούν στους κόλπους τους γυναίκες ιερείς» και η δική μου πιθανολογική απάντηση θα ήταν η ίδια: «ποτέ»! Και ναι μεν δεν αποκλείεται, στο μέλλον, να ξεσηκωθούν κάποιες γυναικείες οργανώσεις να ιδρύσουν Εκκλησίες, πιστές μεν στα ορθόδοξα δόγματα, αλλά με σεβασμό της συνταγματικής αρχής της ισότητας των δύο φύλων, ιδίως δε του σεβασμού της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου και του δικαιώματός του σε προηγούμενη ακρόαση, προτού να τον ξεφορτωθούν σκαιώς οι «ολίγιστοι», σύμφωνα με τον εύστοχο δημόσιο καημό του Χρήστου Γιανναρά. Οπωσδήποτε, οι Ελληνίδες, που διεκδικούν δυναμικά τα δικαιώματά τους, ενθαρρύνονται από την πρακτική των γερμανικών Ευαγγελικών Εκκλησιών, οι οποίες από πολλών ετών δέχθηκαν στους κόλπους των γυναίκες ιερείς, και αρχιερείς, όπως την κυρία δ/ρα Μάργκοτ Καίζμαν, την οποία είχαν εκλέξει ως πρόεδρο του Ανωτάτου Συμβουλίου των -μια θέση που, διοικητικώς, είναι περίπου αντίστοιχη του Αρχιεπισκόπου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Είναι αλήθεια ότι αυτή η πρώτη πρόεδρος των γερμανικών Ευαγγελικών Εκκλησιών δεν ευδοκίμησε. Ομως, αξίζει να προσεχθεί η περίπτωσή της, δηλαδή ότι οικειοθελώς παραιτήθηκε, τόσο από τη θέση του προέδρου της Εκκλησίας της όσο και από τη θέση του αρχιερέα της, όταν ήρθε στη δημοσιότητα μια παρεκτροπή της, πολύ πιο ήπια από τα κακουργήματα Ορθοδόξων αρχιερέων, που καταδικάστηκαν μεν από τα αρμόδια κρατικά δικαστήρια σε πολυετή ειρκτή, όμως αν και έγκλειστοι στον Κορυδαλλό, κατά πλειοψηφία, και δίχως ειδική αιτιολογία, απαλλάχθηκαν από τα αντίστοιχα εκκλησιαστικά όργανα, μολονότι ο ανακριτής αρχιερέας είχε υποβάλει όζοντα φάκελο με ανεπίδεκτο δικανικής αντίρρησης παραπεμπτικό πόρισμα.
Η Γερμανίδα πρόεδρος των Ευαγγελικών Εκκλησιών, λοιπόν, αυθορμήτως και εκουσίως υπέβαλε την παραίτησή της, ακόμη και από το διακόνημα του επισκόπου, όταν αποκαλύφθηκε ότι, σε βραδινό αστυνομικό έλεγχο διερχομένων οδηγών αυτοκινήτων, είχε βρεθεί θετική στο τεστ αλκοόλ. Υποθέτω ότι, όχι μόνο για τις δικές μου ευαισθησίες, αλλά και για την κοινή φρόνηση των αναγνωστών της στήλης, ξαφνιάζει η πληροφορία ότι η αρχηγός πολλών εκατομμυρίων Γερμανών πιστών των Ευαγγελικών Εκκλησιών δεν κυκλοφορούσε με κρατικό πολυτελές αυτοκίνητο, με σοφέρ και συνοδευτική αστυνομική φρουρά, αλλά οδηγούσε η ίδια το προσωπικό αμαξάκι της. Ακόμη ότι η οπωσδήποτε σεβαστή ιδιότητά της δεν εμπόδισε τους αστυνομικούς να της ζητήσουν να υποβληθεί σε τεστ αλκοόλ. Και, τέλος, ο αυτοσεβασμός της, που της απαγόρευε να εκθέσει περαιτέρω την ιερότητα του λειτουργήματός της, παραμένοντας στην υψηλή θέση της, παρά τον δημόσιο διασυρμό της. Αλλοι λαοί - άλλο ήθος ευαισθησιών... Και μάλιστα από «αιρετικούς», όπως τους αντιπαρέρχονται οι πιστές στην παράδοση της «αντροκρατίας» μεγάλες Εκκλησίες της Ορθοδοξίας και του Βατικανού, αν και το τελευταίο δέχεται ήδη στη Γερμανία γυναίκες διακόνισσες. Οπωσδήποτε, στις ΗΠΑ, αυτές οι δύο προαναφερόμενες Εκκλησίες αναγκάστηκαν να πουλήσουν μεγάλα και πολλά ακίνητα για να ικανοποιήσουν τις αξιώσεις αποζημιώσεων των χιλιάδων πιστών που, ως ανήλικοι, είχαν κακοποιηθεί από στυλοβάτες της ιουδαϊκής παράδοσης.
Φυσικά, η φρόνηση πειθαναγκάζει στην απορία, ποια ουσιώδη συνάφεια μπορεί τάχα να έχει αυτή η, κάθε άλλο παρά ασκίαστη, αντροκρατούμενη παράδοση, με εκείνην την ειδυλλιακή σκηνή της συνάντησης και της αποκαλυπτικής συζήτησης του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα, δίπλα στο πηγάδι του Ιακώβ. Στην παρατήρηση της γυναίκας ότι, κατά την ιερή παράδοση της δική της φυλής, οι πατέρες της είχαν προσκυνήσει τον θεό πάνω σ' εκείνο το βουνό της Συχάρ, κατ' αντίθεση προς την ιουδαϊκή νομική υποχρέωση της προσκύνησης του θεού αποκλειστικώς μέσα στον μοναδικό ναό της Ιερουσαλήμ, ο Ιησούς την είχε διαβεβαιώσει ότι «έρχεται ώρα, ότε ούτε εν τω όρει τούτω, ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω πατρί» (Ιω δ' 21). Και τούτο, γιατί είναι «πνεύμα ο θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιω δ' 24), κάτι όμως που δεν φαίνεται να αποδέχθηκαν οι Εκκλησίες. Ετσι, είκοσι αιώνες αργότερα, ο ευσεβής δάσκαλός μου στη Νομική, Αλέξανδρος Τσιριντάνης, είχε απαριθμήσει τα ιστορικά σφάλματα, εξαιτίας των οποίων η Εκκλησία απέτυχε στην ιερή αποστολή της (βλ. σχετικώς Τσιριντάνη, Για μια πορεία με επίγνωση, σελ. 117 επ.), με ειδικότερη αναφορά στις δογματικές διαμάχες, την ανόητη προσέγγιση των σχέσεων των δύο φύλων ως προβλήματος αμαρτίας, το τυφλό πολεμικό πάθος εναντίον των αιρέσεων, που με την πάροδο των χρόνων εκφυλίστηκε σε άγονο φανατισμό και τελικώς κατέληξε σε άσβεστο μίσος που διψάει για εγκλήματα σε βάρος των αιρετικών, μεταλλάσσοντας τη θρησκεία της αγάπης σε θρησκεία του μίσους, τη θλιβερή μετεξέλιξη των λατρευτικών τύπων σε τυφλή τυποκρατία και την απάθεια της Εκκλησίας απέναντι στην κοινωνική και οικονομική ανισότητα, ιδίως δε την ανισότητα των δύο φύλων στους κόλπους της Εκκλησίας”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου