Εκπλήσσεται όντως ο σοβαρός παρατηρητής των τελευταίων εξελίξεων με την ασυγκράτητη σπουδή και την πεισματική εμμονή όλων εκείνων που ζητούν εδώ και τώρα τον χωρισμό της Εκκλησίας από την Πολιτεία. Γιατί άρα γε θεωρούν τόσο κατεπείγον το ζήτημα; Γιατί πιστεύουν ότι καθυστέρησε και απαιτούν να γίνη το συντομώτερο αυτός ο χωρισμός; Τόσο μεγάλο κακό έχει προξενήσει στον λαό μας η επί πολλούς αιώνες στενή σχέση και συνεργασία της Εκκλησίας με την Ελληνική Πολιτεία; Και αυτό το «κακό» στον λαό μας από την επίδραση της Εκκλησίας έχει διογκωθή τόσο πολύ, ώστε να απαιτείται άμεση επέμβαση και αποκλεισμός της Μητέρας Εκκλησίας, στην οποία ανήκει η συντριπτική πλειονοψηφία τον λαού μας, από την επίδρασή της στον δημόσιο καθημερινό μας βίο; Και ακόμη, τόσο αφελείς υπήρξαν δεκάδες γενεές των προγόνων μας, οι οποίοι εμπνεύσθηκαν, θεσμοθέτησαν, στήριξαν και διατήρησαν επί αιώνες τις σχέσεις συναλληλίας ανάμεσα στην Εκκλησία και στην Πολιτεία;
Για να λάβουμε υπεύθυνη θέση στο συγκεκριμένο ζήτημα, δεν μπορούμε ούτε να παραβλέψουμε τα παραπάνω ερωτήματα, ούτε να απαντήσουμε σ' αυτά μεροληπτικά και επιπόλαια. Οφείλουμε να προσκομίσουμε στοιχεία και να απαντήσουμε με σοβαρά επιχειρήματα, μένοντες μάλιστα συνεπείς στην πίστη, την οποία ο καθένας ομολογούμε.
Εκείνο που εύκολα διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας ή ακούγοντας τις τοποθετήσεις όσων τάσσονται υπέρ τον χωρισμού, είναι η έλλειψη στους περισσοτέρους ουσιαστικών επιχειρημάτων. Οι ολίγοι, που επιχειρηματολογούν, εκφράζονται με σαφήνεια εχθρικά προς την Ορθόδοξη Διδασκαλία. Συνδέουν τον χωρισμό της Εκκλησίας από την Πολιτεία με την καθιέρωση του υποχρεωτικού πολιτικού γάμου, του πολιτικού όρκου, της κοσμικής κηδείας και ταφής, της καύσης των νεκρών, ακόμη με την κατάργηση των διατάξεων για τη βλασφημία των θείων και τον περιορισμό του προσηλυτισμού των αιρέσεων, όπως επίσης με την κατάργηση της προσευχής και του εκκλησιασμού των σχολείων, καθώς και με την αλλαγή του κατηχητικού χαρακτήρα της θρησκευτικής εκπαίδευσης, ουσιαστικά την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία. Το βασικό τους επιχείρημα είναι ότι με τον χωρισμό της Εκκλησίας από την Πολιτεία όλοι οι παραπάνω στόχοι μπορούν να επιτευχθούν αυτόματα, έφ' όσον εκείνη που αντιστέκεται αποτελεσματικά είναι η συνδεδεμένη με την Πολιτεία - Εκκλησία. Ουσιαστικά δηλαδή δεν επιδιώκουν ένα απλό χωρισμό, αλλά απόλυτη περιθωριοποίηση της Εκκλησίας και επίσημη άρνηση της Ορθοδόξου Πίστεως, εκμεταλλευόμενοι μάλιστα αδιάκριτα την κρίση εξ αιτίας των σκανδάλων.
Εδώ ακριβώς τίθεται το ζήτημα, από ποια οπτική γωνία βλέπει κάποιος τις σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας. Εάν τις εξετάζη ως άπιστος και εχθρός της Εκκλησίας δικαιούται να είναι σύμφωνος με όλες τις παραπάνω θέσεις. Εάν όμως τις προσεγγίζη ως Ορθόδοξος χριστιανός, τότε έχει άλλες προϋποθέσεις για να τοποθετηθή. Κι αυτές είναι η Ορθόδοξη θεολογία μαζί με την Ορθόδοξη παράδοση και ιστορία, τα όποια δεν δικαιούται ούτε να παραθεωρή ούτε να παραμορφώνη.
Είναι γνωστό ότι το σύστημα χωρισμού Εκκλησίας - Πολιτείας έχει την αρχή του σε λαούς με έντονη την παρουσία Προτεσταντικών Ομολογιών και είναι συνεπές με την προτεσταντική θεολογία, σύμφωνα με την οποία τόσον η Εκκλησία, όσο και η Πολιτεία αποτελούν ανθρωποκεντρικούς Οργανισμούς, που αντλούν την ισχύ και την εξουσία τους από τα ανθρώπινα μέλη τους. Αντίθετα, κατά την Ορθόδοξη Διδασκαλία, και οι δύο εξουσίες έχουν κοινή την προέλευσή τους, Αυτόν τον εν Τριάδι Θεό. Ο θεόπνευστος λόγος του αποστόλου Παύλου είναι κατηγορηματικός. «Ου γαρ έστιν εξουσία ει μη υπό θεού. Αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισί» (Ρωμ. 13,1).
Υπάρχει όμως η μεταξύ τους διαφοροποίηση ως προς την ουσία και τα όριά τους. Η Εκκλησία είναι το αθάνατο θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού (Μτθ. 16,18 και Έφ. 1,23), ενώ η Πολιτεία είναι ένας ληξιπρόθεσμος εγκόσμιος Οργανισμός (Μτθ. 12,25). Έχουν επίσης και κοινή αποστολή, τη βοήθεια στον άνθρωπο, που είναι το πλάσμα του Θεού. Στο σημείο αυτό υπάρχει και άλλη διαφοροποίηση. Η μεν αποστολή της Πολιτείας εξαντλείται στην εξασφάλιση και διατήρηση εγκόσμιων αγαθών, όπως είναι η ασφάλεια, η τάξη, η δίκαιη απονομή των υλικών αγαθών, που επιβάλλεται με την κοσμική δύναμη (Ρωμ. 13,47), ενώ η αποστολή της Εκκλησίας εντοπίζεται κυρίως στην πνευματική καλλιέργεια για τη σωτηρία του ανθρώπου, η οποία ασκείται με πνευματικά μέσα (Μτθ. 20,25,28). Επειδή όμως ο υλικός και ο πνευματικός κόσμος είναι αλληλένδετοι ως έργα του ιδίου αληθινού Θεού, η Εκκλησία, ως εκφραστής του θελήματος του Θεού, έχει λόγο και για τους δύο κόσμους, τον οποίο λόγο οφείλουν να αποδέχονται όσοι έχουν ελεύθερα επιλέξει να είναι χριστιανοί.
Η κοινή θεία προέλευση των δύο εξουσιών με διακεκριμένα τα όριά τους, αλλά και η κοινή αποστολή τους με διακριτούς τους ρόλους τους, μας δίνουν ανάγλυφο το πλαίσιο των σχέσεων τους κατά την Ορθόδοξη άποψη. Με δεδομένο μάλιστα ότι τα μέλη τους στη μεγίστη πλειονοψηφία, όπως συμβαίνει στην πατρίδα μας, είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί οι παραπάνω προϋποθέσεις απαιτούν την στενή αλλά ορθά διακριτή μεταξύ τους συνεργασία.
Σχετικά πάλι με την παράδοση και την ιστορία του Γένους μας, αυτή είναι επίσης εντελώς διαφορετική από εκείνη των ετεροδόξων λαών της Ευρώπης. Εκείνοι οδηγήθηκαν στον χωρισμό έχοντας την πικρή εμπειρία του παποκαισαρισμού, της μετατροπής δηλαδή των παπών σε κοσμικούς ηγεμόνες με όλες τις γνωστές συνέπειες και τα εγκλήματα του Μεσαίωνα. Στο Ελληνικό Γένος η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν βρέθηκε διεκδικήτρια της κοσμικής εξουσίας. Ήταν πάντοτε η συμπαραστάτρια στα καλά έργα της Πολιτείας και γενικά υπήρξε η πνευματική τροφός του Γένους. Στα χίλια χρόνια της χριστιανικής αυτοκρατορίας της Ρωμιοσύνης, εκτός από μεμονωμένες εξαιρέσεις, συμπορεύθηκε με την Πολιτεία σε μία θαυμαστή σχέση συναλληλίας και αλληλοπεριχώρησης, όπως ακριβώς υπαγόρευε η Ορθόδοξη θεολογία. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία έσωσε κυριολεκτικά το Ελληνικό Γένος. Τετρακόσια ολόκληρα χρόνια δεν υπήρχε καν Ελληνική Πολιτεία. Υπήρχε μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία με αμέτρητες θυσίες σήκωσε στους ώμους της όλο το βάρος του σκλαβωμένου λαού, τον οποίο και διατήρησε, ώστε μετά την απελευθέρωση να μπορή να επανιδρυθή η Ελληνική Πολιτεία.
Είναι φανερό ότι για να υποστηρίξη κάποιος σοβαρά τον χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας στην πατρίδα μας, όπως αυτός προβάλλεται και επιδιώκεται σήμερα, πρέπει να αρνηθή πρώτα την Ορθόδοξη θεολογία και ιστορία μας, και ύστερα να εγκολπωθή την αιρετική θεολογία και να δικαιώση την ιστορία των αιρέσεων.
Όσον αφορά στην Εκκλησία, αυτή από τη φύση της δεν έχει να φοβηθή σε τίποτε από ένα ενδεχόμενο χωρισμό, τον οποίο θα επιβάλουν από αγνωμοσύνη τα ίδια τα παιδιά της. Κι αυτό αποδεικνύεται από τους μέχρι τώρα χωρισμούς που δοκίμασε σε άλλα κράτη, όπως στη Ρωσία και στην Αλβανία, και μάλιστα με πολύ εχθρικές διαθέσεις προς αυτήν. Εκεί στο τέλος, ενώ τα εχθρικά προς αυτήν καθεστώτα διαλύθηκαν, Εκείνη παρέμεινε ακέραιη και τώρα συνεχίζει αταλάντευτη και σεβαστή την πορεία της. Εκείνοι όμως που θα υποστούν τις συνέπειες θα είναι οι άνθρωποι του λαού και ιδιαίτερα τα παιδιά μας, αυτοί που θα μείνουν στη δημόσια ζωή αποκομμένοι από την ευεργετική επίδραση της ανεκτίμητης θείας σοφίας και της μεταμορφωτικής της θείας χάριτος, αλλά και στερημένοι από την πηγή έμπνευσης για αντίσταση στον σύγχρονο παγκόσμιο ολοκληρωτισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου