Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

ΓΙΑΤΙ ΤΟΣΗ ΕΠΙΜΟΝΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΩΡΙΣΜΟ;


π. Αυγουστίνου Μύρου

Δεν επιδιώκουν ένα απλό χωρισμό, αλλά απόλυτη περιθωριοποίηση της Εκκλησίας

Εκπλήσσεται όντως ο σοβαρός παρατηρητής των τελευταίων εξελίξεων με την ασυγκράτητη σπουδή και την πεισματική εμμονή όλων εκείνων που ζητούν εδώ και τώρα τον χωρισμό της Εκκλησίας από την Πολι­τεία. Γιατί άρα γε θεωρούν τόσο κατεπείγον το ζήτη­μα; Γιατί πιστεύουν ότι καθυστέρησε και απαιτούν να γίνη το συντομώτερο αυτός ο χωρισμός; Τόσο μεγάλο κακό έχει προξενήσει στον λαό μας η επί πολλούς αιώ­νες στενή σχέση και συνεργασία της Εκκλησίας με την Ελληνική Πολιτεία; Και αυτό το «κακό» στον λαό μας από την επίδραση της Εκκλησίας έχει διογκωθή τόσο πολύ, ώστε να απαιτείται άμεση επέμβαση και απο­κλεισμός της Μητέρας Εκκλησίας, στην οποία ανήκει η συντριπτική πλειονοψηφία τον λαού μας, από την επίδρασή της στον δημόσιο καθημερινό μας βίο; Και ακόμη, τόσο αφελείς υπήρξαν δεκάδες γενεές των προ­γόνων μας, οι οποίοι εμπνεύσθηκαν, θεσμοθέτησαν, στήριξαν και διατήρησαν επί αιώνες τις σχέσεις συναλληλίας ανάμεσα στην Εκκλησία και στην Πολιτεία;

Για να λάβουμε υπεύθυνη θέση στο συγκεκριμένο ζήτημα, δεν μπορούμε ούτε να παραβλέψουμε τα παρα­πάνω ερωτήματα, ούτε να απαντήσουμε σ' αυτά μεροληπτικά και επιπόλαια. Οφείλουμε να προσκομίσουμε στοιχεία και να απαντήσουμε με σοβαρά επιχειρήματα, μένοντες μάλιστα συνεπείς στην πίστη, την οποία ο καθένας ομολογούμε.

Εκείνο που εύκολα διαπιστώνει κανείς διαβάζον­τας ή ακούγοντας τις τοποθετήσεις όσων τάσσονται υπέρ τον χωρισμού, είναι η έλλειψη στους περισσοτέ­ρους ουσιαστικών επιχειρημάτων. Οι ολίγοι, που επι­χειρηματολογούν, εκφράζονται με σαφήνεια εχθρικά προς την Ορθόδοξη Διδασκαλία. Συνδέουν τον χωρι­σμό της Εκκλησίας από την Πολιτεία με την καθιέρω­ση του υποχρεωτικού πολιτικού γάμου, του πολιτικού όρκου, της κοσμικής κηδείας και ταφής, της καύσης των νεκρών, ακόμη με την κατάργηση των διατάξεων για τη βλασφημία των θείων και τον περιορισμό του προσηλυτισμού των αιρέσεων, όπως επίσης με την κατάργηση της προσευχής και του εκκλησιασμού των σχολείων, καθώς και με την αλλαγή του κατηχητικού χαρακτήρα της θρησκευτικής εκπαίδευσης, ουσιαστι­κά την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία. Το βασικό τους επιχείρημα είναι ότι με τον χωρισμό της Εκκλησίας από την Πολιτεία όλοι οι παραπάνω στόχοι μπορούν να επιτευχθούν αυτόματα, έφ' όσον εκείνη που αντιστέκεται αποτελεσματικά εί­ναι η συνδεδεμένη με την Πολιτεία - Εκκλησία. Ουσια­στικά δηλαδή δεν επιδιώκουν ένα απλό χωρισμό, αλλά απόλυτη περιθωριοποίηση της Εκκλησίας και επίσημη άρνηση της Ορθοδόξου Πίστεως, εκμεταλλευόμενοι μά­λιστα αδιάκριτα την κρίση εξ αιτίας των σκανδάλων.

Εδώ ακριβώς τίθεται το ζήτημα, από ποια οπτική γωνία βλέπει κάποιος τις σχέσεις Εκκλησίας - Πο­λιτείας. Εάν τις εξετάζη ως άπιστος και εχθρός της Εκκλησίας δικαιούται να είναι σύμφωνος με όλες τις παραπάνω θέσεις. Εάν όμως τις προσεγγίζη ως Ορθόδοξος χριστιανός, τότε έχει άλλες προϋποθέσεις για να τοποθετηθή. Κι αυτές είναι η Ορθόδοξη θεολογία μαζί με την Ορθόδοξη παράδοση και ιστορία, τα όποια δεν δικαιούται ούτε να παραθεωρή ούτε να παραμορφώνη.

Είναι γνωστό ότι το σύστημα χωρισμού Εκκλησίας - Πολιτείας έχει την αρχή του σε λαούς με έντονη την παρουσία Προτεσταντικών Ομολογιών και είναι συνε­πές με την προτεσταντική θεολογία, σύμφωνα με την οποία τόσον η Εκκλησία, όσο και η Πολιτεία αποτε­λούν ανθρωποκεντρικούς Οργανισμούς, που αντλούν την ισχύ και την εξουσία τους από τα ανθρώπινα μέλη τους. Αντίθετα, κατά την Ορθόδοξη Διδασκαλία, και οι δύο εξουσίες έχουν κοινή την προέλευσή τους, Αυ­τόν τον εν Τριάδι Θεό. Ο θεόπνευστος λόγος του απο­στόλου Παύλου είναι κατηγορηματικός. «Ου γαρ έστιν εξουσία ει μη υπό θεού. Αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισί» (Ρωμ. 13,1).

Υπάρχει όμως η μεταξύ τους διαφοροποίηση ως προς την ουσία και τα όριά τους. Η Εκκλησία είναι το αθάνατο θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού (Μτθ. 16,18 και Έφ. 1,23), ενώ η Πολιτεία είναι ένας ληξιπρόθεσμος εγκόσμιος Οργανισμός (Μτθ. 12,25). Έχουν επίσης και κοινή αποστολή, τη βοήθεια στον άνθρωπο, που είναι το πλάσμα του Θεού. Στο σημείο αυτό υπάρχει και άλλη διαφοροποί­ηση. Η μεν αποστολή της Πολιτείας εξαντλείται στην εξασφάλιση και διατήρηση εγκόσμιων αγαθών, όπως εί­ναι η ασφάλεια, η τάξη, η δίκαιη απονομή των υλικών αγαθών, που επιβάλλεται με την κοσμική δύναμη (Ρωμ. 13,47), ενώ η αποστολή της Εκκλησίας εντοπίζεται κυρίως στην πνευματική καλλιέργεια για τη σωτηρία του ανθρώπου, η οποία ασκείται με πνευματικά μέσα (Μτθ. 20,25,28). Επειδή όμως ο υλικός και ο πνευμα­τικός κόσμος είναι αλληλένδετοι ως έργα του ιδίου αληθινού Θεού, η Εκκλησία, ως εκφραστής του θελή­ματος του Θεού, έχει λόγο και για τους δύο κόσμους, τον οποίο λόγο οφείλουν να αποδέχονται όσοι έχουν ελεύθερα επιλέξει να είναι χριστιανοί.

Η κοινή θεία προέλευση των δύο εξουσιών με διακε­κριμένα τα όριά τους, αλλά και η κοινή αποστολή τους με διακριτούς τους ρόλους τους, μας δίνουν ανάγλυφο το πλαίσιο των σχέσεων τους κατά την Ορθόδοξη άποψη. Με δεδομένο μάλιστα ότι τα μέλη τους στη μεγίστη πλειονοψηφία, όπως συμβαίνει στην πατρίδα μας, είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί οι παραπάνω προϋποθέσεις απαιτούν την στενή αλλά ορθά διακριτή μεταξύ τους συνεργασία.

Σχετικά πάλι με την παράδοση και την ιστορία του Γένους μας, αυτή είναι επίσης εντελώς διαφορετική από εκείνη των ετεροδόξων λαών της Ευρώπης. Εκείνοι οδηγήθηκαν στον χωρισμό έχοντας την πικρή εμ­πειρία του παποκαισαρισμού, της μετατροπής δηλαδή των παπών σε κοσμικούς ηγεμόνες με όλες τις γνωστές συνέπειες και τα εγκλήματα του Μεσαίωνα. Στο Ελλη­νικό Γένος η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν βρέθηκε διεκδικήτρια της κοσμικής εξουσίας. Ήταν πάντοτε η συμπαραστάτρια στα καλά έργα της Πολιτείας και γενι­κά υπήρξε η πνευματική τροφός του Γένους. Στα χίλια χρόνια της χριστιανικής αυτοκρατορίας της Ρωμιοσύ­νης, εκτός από μεμονωμένες εξαιρέσεις, συμπορεύθηκε με την Πολιτεία σε μία θαυμαστή σχέση συναλληλίας και αλληλοπεριχώρησης, όπως ακριβώς υπαγόρευε η Ορθόδοξη θεολογία. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία έσωσε κυριολεκτικά το Ελληνικό Γένος. Τετρακόσια ολόκληρα χρόνια δεν υπήρχε καν Ελλη­νική Πολιτεία. Υπήρχε μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία με αμέτρητες θυσίες σήκωσε στους ώμους της όλο το βάρος του σκλαβωμένου λαού, τον οποίο και διατήρησε, ώστε μετά την απελευθέρωση να μπορή να επανιδρυθή η Ελληνική Πολιτεία.

Είναι φανερό ότι για να υποστηρίξη κάποιος σο­βαρά τον χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας στην πατρίδα μας, όπως αυτός προβάλλεται και επιδιώκε­ται σήμερα, πρέπει να αρνηθή πρώτα την Ορθόδοξη θεολογία και ιστορία μας, και ύστερα να εγκολπωθή την αιρετική θεολογία και να δικαιώση την ιστορία των αιρέσεων.

Όσον αφορά στην Εκκλησία, αυτή από τη φύση της δεν έχει να φοβηθή σε τίποτε από ένα ενδεχόμενο χωρισμό, τον οποίο θα επιβάλουν από αγνωμοσύνη τα ίδια τα παιδιά της. Κι αυτό αποδεικνύεται από τους μέχρι τώρα χωρισμούς που δοκίμασε σε άλλα κράτη, όπως στη Ρωσία και στην Αλβανία, και μάλιστα με πο­λύ εχθρικές διαθέσεις προς αυτήν. Εκεί στο τέλος, ενώ τα εχθρικά προς αυτήν καθεστώτα διαλύθηκαν, Εκεί­νη παρέμεινε ακέραιη και τώρα συνεχίζει αταλάντευτη και σεβαστή την πορεία της. Εκείνοι όμως που θα υποστούν τις συνέπειες θα είναι οι άνθρωποι του λαού και ιδιαίτερα τα παιδιά μας, αυτοί που θα μείνουν στη δη­μόσια ζωή αποκομμένοι από την ευεργετική επίδραση της ανεκτίμητης θείας σοφίας και της μεταμορφωτικής της θείας χάριτος, αλλά και στερημένοι από την πηγή έμπνευσης για αντίσταση στον σύγχρονο παγκόσμιο ολοκληρωτισμό.

Γιατί λοιπόν τόση σπουδή και με τόσο πάθος επιμο­νή γι' αυτόν τον χωρισμό;

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: