Αν στο πρόσωπο του Χριστού θέλαμε να συναντήσουμε το πρότυπο του αληθινού ανθρώπου, θα αναγνωρίζαμε συγχρόνως και τον αληθινό Θεό. Πολλοί όμως με δική μας υπαιτιότητα δεν αποκτήσαμε αυτή τη θέληση και την πίστη , ενώ ορισμένοι Τον αρνήθηκαν και τον πολέμησαν σε όλες τις εποχές. Αρνητές όμως και πολέμιοι του Χριστού προήλθαν και από το στενό περιβάλλον Του. Κι΄εδώ έχουν σημασία τα κίνητρα των που ώθησαν τον καθένα στην άρνηση καθώς και τα αποτελέσματα για τους ίδιους και την Εκκλησία.
Λ.χ. ο Πέτρος, ο Θωμάς και ο Ιούδας Τον αρνήθηκαν αλλά μόνον ο τελευταίος έμεινε δέσμιος ταπεινών κινήτρων. Οι δύο άλλοι αξιώθηκαν να υπερβούν τη άρνηση κατακτώντας υψηλότερο επίπεδο θεογνωσίας και δόξας. Ο Παύλος που Τον πολέμησε πιο σκληρά από κάθε αρνητή, στο τέλος φτάνει στο σημείο να ομολογήσει, «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» ( Γαλ. 2,20).
Μια ανάλογη στάση τήρησαν ο Πέτρος και ο Θωμάς στην αγωνιώδη αναζήτηση της αλήθειας. Όταν συναντήθηκαν μαζί της λυτρώθηκαν από την πλάνη και συγχρόνως από τον φόβο, που εμπνέει η θέα της, καθώς είδαν να περιβάλλεται από την αγάπη. «έν τῇ ἀγάπῃ φόβος οὐκ ἐστί, ἀλλ΄ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον».( Ιωάν. Α΄,4-8». Γι’ αυτή την αλήθεια και οι τρείς γνώρισαν μαρτυρικό θάνατο.
Αντίθετα ο Ιούδας κινήθηκε χωρίς αγάπη, αλήθεια και ελευθερία. Αυτά δεν ήταν στις επιδιώξεις του γιατί γνώριζε, ότι συνδέονται με αγώνες και θυσίες, που δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει. Επόμενο ήταν να επιλέξει, αντί της αλήθειας το ψέμα, αντί της αγάπης το μίσος και αντί της ελευθερίας τη δουλεία. Το αποτέλεσμα, εκτός από την τραγική κατάληξη, ήταν να παραμείνει «δούλος και δόλιος», όπως εύστοχα τον χαρακτηρίζει η υμνογραφία και η Εκκλησία μας.
Επιστρέφοντας στο Θωμά που κατηγορείται για απιστία και θράσος, είναι άξιο ιδιαίτερης προσοχής, ότι ο αναστημένος Κύριος ικανοποιεί την παράφορη επιθυμία του, λέγοντας «φέρε τήν χεῖρα σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου καί μή γίνου ἄπιστος ἀλλά πιστός». Συγχρόνως μακαρίζει τους μη έχοντας ανάγκη μιας τέτοιας «ωμής» αποδείξεως.
Ο Χριστός δεν αρνείται φυσικά την έρευνα της αλήθειας, όμως επισημαίνει τον κίνδυνο της λογικής των αισθήσεων που αρνείται την πίστη και απολυτοποιεί τη γνώση. Ο Θωμάς δεν αρνείται την πίστη και την αλήθεια που είχε βιώσει κοντά τον Διδάσκαλό του. Αμφισβητεί όμως την αξιοπιστία και τη μαρτυρία των Αποστόλων. Η εκπληκτική είδηση τον αιφνιδιάζει και αντιδρά παρορμητικά. Λέξεις όπως «ἐάν μή ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἥλων καί βάλω τόν δάκτυλον μου…..καί βάλω τήν χεῖρα μου εἰς τήν πλευράν αὐτοῦ οὐ μή πιστεύσω», υποδηλώνουν εκτός από την έντονη συναισθηματική φόρτιση την πικρία του επειδή μόνος αυτός δεν αξιώθηκε ν΄ αντικρύσει τον αναστημένο Κύριο του.
Η στάση του αυτή θυμίζει τον άνθρωπο κάθε εποχής, ιδιαίτερα της σημερινής και σίγουρα ο Θωμάς είναι πάντα ένα πρόσωπο επικαιρότητας. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε, ότι η άρνησή του αναφέρεται σε γεγονός που υπερβαίνει την ανθρώπινη διάνοια. Ο Θωμάς είναι ρεαλιστής, ένας άνθρωπος με φαντασία. Θέλει να βεβαιωθεί και χρειάζεται αποδείξεις γι΄ αυτό, προκειμένου να προσφέρει και να προσφερθεί ολοκληρωτικά στο Χριστό.
Θα μπορούσε να δεχτεί την είδηση με ενθουσιασμό ή με σκεπτικισμό και να αδιαφορήσει στο τέλος. Προτίμησε να αμφισβητήσει με σκληρότητα ένα γεγονός επειδή φλόγιζε την καρδιά του. Γι΄ αυτό και η δικαίωση ήρθε απροσδόκητα και με τον ίδιο συγκλονιστικό τρόπο που, πριν λίγες μέρες είχαν γνωρίσει οι υπόλοιποι μαθητές. Ήλθε, όπως απροσδόκητα έρχεται κάποτε σ΄ αυτούς που έθεσαν σκοπό της ζωής τους την αλήθεια αδιαφορώντας για το κόστος. Τους μάρτυρες της πίστης, της επιστήμης και προπάντων της αγάπης.
«Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύοντες»..
Χριστός Ανέστη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου