Ένα ποίημα του Καισάριου Δαπόντες
Και ένα τσεκουρόπουλο είχα, κι εκαθερνούσα πεύκα, ελιές, πρινιάρια, και όλο πελεκούσα.
Και πότ ελιές εφύτευα, πότ αχλαδιές δε πάλιν πότε μηλιές, αμυγδαλιές, με δόξαν μου μεγάλη Πότε δε και λαχανικά, πρασάκια και σκορδάκια κι εχαίρομουν στα χώματα, καθώς συ στα φλωράκια.
Μέσα εις ένα βρισκόμουν εγώ κήπον χαρίτων, σ ένα παράδεισον τρυφής, αυτό αλήθεια ήτον.
Και πότε εκατέβαινα, κι έβγαζα πεταλίδες, κοχύλια, καβούρια, κάποτε και γαρίδες. Και εις αυτά πλιό χαιρόμουν, παρά στες αρχοντιές μου, στ αφεντικά συμπόσια, και τες αρχοντισσαίς μου.
Ο Αρταξέρξης μια φορά, ο βασιλεύς Περσίας, σύκα και κρίθινο ψωμί ηύρεν επ ερημίας. Και τρώγοντας με όρεξιν, διότι επεινούσε, ω νοστιμάδα φαγητού, έλεγε, μαρτυρούσε.
Κι εγώ δεν την εγνώριζα ως τώρα στον καιρόν μου, το ίδιο έλεγα κι εγώ πολλάκις στον θεόν μου.
Και ήμουν προς τον Κύριον όλο ευχαριστία και είχε μιαν ηδονήν άρρητον η καρδία.
Ο τόπος να μοσκοβολά, τα δέντρα να μυρίζουν και τα πουλάκια και αυτά να σε κλωθογυρίζουν.
Να ψάλεις συ το ψαλτικό, να κελαδούν εκείνα και με διάφορα η γη λουλούδια και κρίνα.
Ετούτα να ευφραίνουσιν την όρασιν, τα μάτια, θυμούμαι τα και καίγομαι και γίνομαι κομμάτια.
Εκείνα δε την ακοήν, και να αναγαλιάζης και δις την ώρα τον θεόν να πεύτης να δοξάζης.
Ακοή, όρασις, αφή και όσφρησις να χαίρη, ευχαριστίαν προς θεόν και δόξαν ν αναφέρη.
Βαρέθηκες εις το κελλί; Εύγα να περπατήσης, και της ερήμου τα πολλά καλά να σεργιανίσης.
Στην βρύσι σύρε του νερού, σύρε στο περιγιάλι, γεμάτο ωραιότητα, μία χαρά μεγάλη. Πήγαινε εις τα σπήλαια, πήγαινε στα κελλία, των παλαιών των Ασκητών, παλάτια τα θεία.
Το Κύριε ελέησον όμως ας μη σε λείψη, και του ελέους η πηγή, αν θέλης να μη στίψη.
Βλέπεις βουνό; Κάμπον θωρείς; Θαύμασε την σοφίαν, εκείνου του δημιουργού και παντοδυναμίαν.
Δάση και λόγγους περπατείς, φάραγγες και κοιλάδες, θυμού, στοχάζου, και μιμού τους παλαιούς Αββάδες. Είδες θηριό;
Μη φοβηθής, δεν είναι για τα εσένα, είδες το φίδι; Μη συρθής, δεν σε τολμά κανένα. Είδες και τον διάβολον, τον φοβερόν εχθρόν σου; μη φοβηθής, μη ταραχθής, δείξαι του τον Σταυρόν σου.
Έκαμες το σεργιάνι σου; Γύρισε στο κελλί σου, έπαρε το εργόχειρον, ή πιάσε το χαρτί σου.
Βαρέθηκες δε και αυτά; Πιάνεις το τσαπάκι, βαρέθηκες και το τσαπί;
Πάρε το τσικουράκι. Βαρέθηκες δε και αυτά; Πιάσε το κομποσχοίνι, το κομποσχοίνι στην καρδιά μία χαρά σου χύνει.
Ήλθε καιρός της προσευχής; Τρέξε με προθυμίαν, κάμε μαζί με τον θεόν κάμποσην ομιλίαν.
Και πότ ελιές εφύτευα, πότ αχλαδιές δε πάλιν πότε μηλιές, αμυγδαλιές, με δόξαν μου μεγάλη Πότε δε και λαχανικά, πρασάκια και σκορδάκια κι εχαίρομουν στα χώματα, καθώς συ στα φλωράκια.
Μέσα εις ένα βρισκόμουν εγώ κήπον χαρίτων, σ ένα παράδεισον τρυφής, αυτό αλήθεια ήτον.
Και πότε εκατέβαινα, κι έβγαζα πεταλίδες, κοχύλια, καβούρια, κάποτε και γαρίδες. Και εις αυτά πλιό χαιρόμουν, παρά στες αρχοντιές μου, στ αφεντικά συμπόσια, και τες αρχοντισσαίς μου.
Ο Αρταξέρξης μια φορά, ο βασιλεύς Περσίας, σύκα και κρίθινο ψωμί ηύρεν επ ερημίας. Και τρώγοντας με όρεξιν, διότι επεινούσε, ω νοστιμάδα φαγητού, έλεγε, μαρτυρούσε.
Κι εγώ δεν την εγνώριζα ως τώρα στον καιρόν μου, το ίδιο έλεγα κι εγώ πολλάκις στον θεόν μου.
Και ήμουν προς τον Κύριον όλο ευχαριστία και είχε μιαν ηδονήν άρρητον η καρδία.
Ο τόπος να μοσκοβολά, τα δέντρα να μυρίζουν και τα πουλάκια και αυτά να σε κλωθογυρίζουν.
Να ψάλεις συ το ψαλτικό, να κελαδούν εκείνα και με διάφορα η γη λουλούδια και κρίνα.
Ετούτα να ευφραίνουσιν την όρασιν, τα μάτια, θυμούμαι τα και καίγομαι και γίνομαι κομμάτια.
Εκείνα δε την ακοήν, και να αναγαλιάζης και δις την ώρα τον θεόν να πεύτης να δοξάζης.
Ακοή, όρασις, αφή και όσφρησις να χαίρη, ευχαριστίαν προς θεόν και δόξαν ν αναφέρη.
Βαρέθηκες εις το κελλί; Εύγα να περπατήσης, και της ερήμου τα πολλά καλά να σεργιανίσης.
Στην βρύσι σύρε του νερού, σύρε στο περιγιάλι, γεμάτο ωραιότητα, μία χαρά μεγάλη. Πήγαινε εις τα σπήλαια, πήγαινε στα κελλία, των παλαιών των Ασκητών, παλάτια τα θεία.
Το Κύριε ελέησον όμως ας μη σε λείψη, και του ελέους η πηγή, αν θέλης να μη στίψη.
Βλέπεις βουνό; Κάμπον θωρείς; Θαύμασε την σοφίαν, εκείνου του δημιουργού και παντοδυναμίαν.
Δάση και λόγγους περπατείς, φάραγγες και κοιλάδες, θυμού, στοχάζου, και μιμού τους παλαιούς Αββάδες. Είδες θηριό;
Μη φοβηθής, δεν είναι για τα εσένα, είδες το φίδι; Μη συρθής, δεν σε τολμά κανένα. Είδες και τον διάβολον, τον φοβερόν εχθρόν σου; μη φοβηθής, μη ταραχθής, δείξαι του τον Σταυρόν σου.
Έκαμες το σεργιάνι σου; Γύρισε στο κελλί σου, έπαρε το εργόχειρον, ή πιάσε το χαρτί σου.
Βαρέθηκες δε και αυτά; Πιάνεις το τσαπάκι, βαρέθηκες και το τσαπί;
Πάρε το τσικουράκι. Βαρέθηκες δε και αυτά; Πιάσε το κομποσχοίνι, το κομποσχοίνι στην καρδιά μία χαρά σου χύνει.
Ήλθε καιρός της προσευχής; Τρέξε με προθυμίαν, κάμε μαζί με τον θεόν κάμποσην ομιλίαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου