Το ‘δε το μαγαζί ξαφνικά μπροστά του, θυμήθηκε πως όσο πλησίαζε στην περιοχή κάτι του θύμιζε, έμεινε να κοιτάζει τη βιτρίνα, έψαξε την ταμπέλα, ήταν τόσο μεγάλη που δεν την πρόσεξε αμέσως, Τάδε και Σια, ποιοι να ‘ναι οι Σια, αναρωτήθηκε, μπήκε διστακτικά, του εξήγησε η μορφονιά, «Καλά είναι», του απάντησε μετά, «καλά είναι κι αυτός, ναι, περνάει πότε πότε, είναι ο μεγαλύτερος ξέρετε, όχι ο τελευταίος», είχε ρωτήσει γι’ αυτόν στο τέλος, «Ξέρω, που ‘βαλε τον πατέρα του να ξηλώσει το καινούργιο πεζοδρόμιο μόλις το τέλειωσαν, ένα σωρό λεφτά κόστισε να το ξαναστρώσει όπως ορίζουν οι κανονισμοί», Η Αυτή πώς είναι, ξαναρώτησε, «Καλά είναι και Αυτή», απάντησε διστάζοντας, «μα… εσείς ποιος είστε… Ααα μάλιστα θα τους το πω», και ξαφνιάστηκε που ο ασπρομάλλης στράφηκε ξαφνικά κι έφυγε, πήγε παρακάτω και στάθηκε σ’ άλλη βιτρίνα, δεν ξεχώριζε τίποτα.
«Σα δεν ντρέπεσαι γέρος άνθρωπος», άκουσε απ’ το στητό κορμί τ’ αγέρωχο, δεν κατάλαβε σε ποιον το ‘λεγε, ηρέμησε σιγά σιγά ακίνητος μπρος στην τζαμαρία, ξεθάμπωσαν τα μάτια του, Erotica… For everybody… συλλάβισε αφηρημένος, δαντελλωτά εσώρουχα μια σταλιά, αλυσίδες, ένα μαστίγιο, χειροπέδες, έβαλε τα γέλια, Μου την έφερες φίλε, μπράβο σου, έκανε το μνημόσυνο σε κείνον που ‘χε φύγει πριν κάμποσο καιρό, δεν είχε προλάβει να τον ξεπροβοδίσει και ρώταγε πριν λίγο για τα παιδιά του, το Σπύρο, το Γιάννη, την Αφροδίτη την όμορφη, τον φαντάσθηκε να γελάει με το κάζο του….
«Πόση ώρα θ’ αφήσετε τ’ αμάξι κυρία μου», ρώτησε ο αρμόδιος του υπαίθριου γκαράζ βιαστικός, που περίμεναν γραμμή πίσω της οι άλλοι, «Στο γυναικολόγο μου θα πάω, πόση ώρα να με ψάχνει, το πολύ μία», απάντησε αυτή στο άνετο, και όλοι σπεύσανε να φαντάζονται τον εαυτό τους στη θέση του γυναικολόγου, να γιατρεύουν αυτό το πλάσμα το ξέχωρο, Μπράβο κοπελιά, μπράβο και στη γενιά σου, αρκεί να ‘στε σ’ όλα έτσι ντρέτοι, μουρμούρισε τούτος κι έστριψε το ανύπαρκτο μουστάκι …
«Να σε πω τη μοίρα σου», το τσιγγανάκι, Όχι να μη με πεις τη μοίρα μου, «Γιατί κύριε θα σε πω καλά πράματα», Όχι είπα, «Καλά, πάρε μου τότε μια μπουγάτσα», κάτσανε και τρώγανε μαζί από μια μπουγάτσα, κατέφτασε απ’ το πουθενά το μικρότερο μια σταλιά σπόρος θηλυκός, «Και μένα κύριε μια μπουγάτσα, θα σε κάνω μια φούρλα» κι ανέμισε η μπαλαρίνα όλο χάρη να χαζεύεις, φάγανε με κάθε σοβαρότητα και καθώς πρέπει τις μπουγάτσες στο παγκάκι ένας με τέσσερα μάτια και διό πιτσιρίκια εκατέρωθεν, συζητώντας τα δρώμενα… ρώτησε τον κουλουρτζή από δίπλα πρόλαβε το διαολάκι την απάντηση.
Για το σταθμό είπες, το πολύ ένα τέταρτο, από κει, μετά δεξιά στο βαφείο απέναντι και ευθεία, παραδίπλα στα τσίγκια μετά την εκκλησία θα τον τρακάρεις, θα σε πάω ‘γω, έλα και βιάζομαι, τον τράβηξε απ’ το χέρι, ένα τέταρτο μια ζωή, μια πόλη, πιο παλιά απ’ όσες ήξερε, ανάκατα μετρό και βυζαντινά τοιχία και μωσαϊκά, και εκκλησιές σε κάθε γωνιά, να και παλιό κτήριο του χαμάμ, στο ραφείο η γυναίκα να κάνει πρόβα με τη ράφτρα της μέσα απ’ τη βιτρίνα, οι καρφίτσες στο στόμα, από πότε είχε να δει τέτοια σκηνή, θυμήθηκε την αδερφή του να μαθαίνει ραπτική στο χωριό αρχές του ’50, αμ εκείνη η κούκλα με το σακάκι το μισοτελειωμένο κι ατέλειωτες κλωστές αραιοραμμένες, σαν τους δρόμους τους φωτεινούς της πόλης, να τους κοιτάς νύχτα από ψηλά, ο κρεοπώλης, κέρωσε ξαφνιασμένος, μα… αυτός ήταν ζωντανός, δεν ήταν η φαντασία του, μέσα ακριβώς από το μονόφυλλο τζάμι, ήταν δεν ήτανε είκοσι πόντους απ’ τον ίδιο, που στεκότανε στο πεζοδρόμιο κι έχασκε, ενώ ο ράφτης γύρναγε με το πόδι τη ραπτομηχανή και γελούσε, καταλαβαίνοντας την αμηχανία του, τον χαιρέτησε με νεύμα από μέσα, τον έσυρε το τσιγγανάκι, βιαζόταν, οπισθοχώρησε, κούνησε το κεφάλι, τράβηξαν παρακάτω…
Κομμωτήριο η ΟΛΓΑ, διάβασε, μίνι το κορίτσι, να σκύβει προσεκτικά να κουρεύει το μαντράχαλο, καλά … τι κάνουν όλοι τούτοι πρωί πρωί σε μια αίθουσα τόσο επί τόσο μέσα στην αγορά, πλησίασε, καμιά σαρανταριά άντρες και γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας καθισμένοι, μια όρθια να μην κλείνει το στόμα της, μπλα, μπλα, μπλα, ηλεκτρικά κρεβάτια με μασάζ, βρε για το θεό, πρωί πρωί πώς τους μάζεψε…
Μοκέτες, ψιλικατζίδικο σε κάθε στροφή, περίπτερα ανά πενήντα μέτρα, ο ένας ψωνίζει απ’ τον άλλον και νααα τα σκουπίδια, Πώς τότε στο χωριό δεν υπήρχε πουθενά σκουπιδοτενεκές, αναρωτήθηκε αφηρημένος, αυτός εκεί το μυαλό του, πού πήγαιναν τα σκουπίδια, θυμήθηκε, πώς να περισσέψουν για πέταμα τέτοια, τ’ αποφάγια με πίτουρα στις κότες ή στο γουρούνι, νάιλον άγνωστα, μετά προκύψανε και τ άλλαζαν με τα μπακίρια, χαρτιά στ’ αποχωρητήρια, κονσέρβες πανάκριβες, καλύτερος ο τραχανάς…
Βρε μη με τραβολογάτε, κουράστηκα, παραπονέθηκε χωρίς αποτέλεσμα στα μικρά, όλοι οι τοίχοι συνθήματα, καημοί, οργή, στόχοι, απαντήσεις σ’ όλα τα προβλήματα, αγώνες, αγωνίες, ορίστε κι απ’ τ’ άλλα σκίτσα που σκεπάζουν τα πάντα και δε μπορεί να τα καταλάβει, τα πώς τα λένε, Άι στην ευχή graffiti τα λένε, ένα βήμα πριν τον ξεσηκωμό… Ρε συ, πατσάς, και όρμισε σέρνοντας αυτός τώρα τους σπόρους…Τρεις ψιλοκομμένους και γρήγορα, παράγγειλε ο πιτσιρικάς, έχουμε ταξίδι, βιαζόμαστε και όρμισαν όρθια τα διό που δε φτάνανε….απόφαγαν, βάρυνε ο μεγάλος…Θείε, θείε τον σκούνταγε το μικράκι χοροπηδώντας, το τραίνο, θ’ αργήσεις, έλα θείε, σχεδόν σούρνοντας τον τράβηξαν να βιαστεί, ναι, έτσι κάνανε όλο άγχος, να μη χάσει το τραίνο ο θείος…
Απ’ τη Θεσσαλονίκη με τους Ανθρώπους, τις μνήμες, τους τεχνίτες που δε χάθηκαν, με τις καρφίτσες στις κούκλες αλλά χωρίς «καρφίτσες», τις πολυκατοικίες που ομορφαίνουν τα νιάτα, τα συνθήματα της οργής και της αισιοδοξίας….
Του Αντώνη Κακαρά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου