Το κατά Θεόν πένθος είναι η σκυθρωπότητα της ψυχής, η διάθεσις της πονεμένης καρδιάς, η οποία δεν παύει να ζητή με πάθος εκείνο για το οποίο είναι διψασμένη. Και όσο δεν το κατορθώνει, τόσο περισσότερο κοπιάζει και το κυνηγά και τρέχει πίσω του με οδυνηρό κλάμα.
2. Ας το χαρακτηρίσωμε και έτσι: Πένθος είναι ένα χρυσό καρφί της ψυχής. Το καρφί αυτό απογυμνώθηκε από κάθε γήϊνη προσήλωσι και σχέσι, και καρφώθηκε από την ευλογημένη λύπη (στην πόρτα) της καρδιάς για να την φρουρή.
3. Κατάνυξις είναι ένας συνεχής βασανισμός της συνειδήσεως, ο οποίος με την νοερά εξομολόγησι κατορθώνει να δροσίζη την φλογισμένη καρδιά.
4. Εξομολόγησις σημαίνει το να λησμονούμε την ίδια την φύσι μας. Κάποιος εξ αιτίας της «ελησμονούσε ακόμη να φάγη τον άρτο του» (Ψαλμ. ρα΄ 5).
5. Μετάνοια είναι το να στερηθής κάθε σωματική παρηγορία, χωρίς καθόλου να λυπηθής.
6. Χαρακτηριστικό εκείνων πού προώδευσαν κάπως στο μακάριο πένθος είναι η εγκράτεια και η σιωπή των χειλέων. Εκείνων πού προώδευσαν περισσότερο, η αοργησία και η αμνησικακία. Και αυτών πού έφθασαν στην τελειότητα, η ταπεινοφροσύνη, η δίψα της ατιμίας, η εκούσια πείνα των ακουσίων θλίψεων, το ότι δεν κατακρίνουν τους αμαρτάνοντας, και το ότι αισθάνονται υπερβολική συμπάθεια προς αυτούς. Ευπρόσδεκτοι ενώπιον του Θεού οι πρώτοι. Αξιέπαινοι οι δεύτεροι. Μακάριοι όμως οι τελευταίοι πού πεινούν για θλίψι και διψούν για ατιμία. Διότι αυτοί θα χορτάσουν από τροφή πού δεν χορταίνεται.
7. Όταν κατακτήσης το πένθος, κράτα το με όλη τη δύναμί σου. Διότι προτού αποκτηθή μόνιμα και οριστικά, χάνεται εύκολα από τους θορύβους και τις μέριμνες του σώματος και την καλοπέρασι, και μάλιστα από την πολυλογία και την αστειολογία, και διαλύεται όπως το κερί από την φωτιά.
8. Ανώτερη από το βάπτισμα αποδεικνύεται η μετά το βάπτισμα πηγή των δακρύων (της μετανοίας), αν και είναι κάπως τολμηρό αυτό που λέγω. Διότι εκείνο μας καθαρίζει από τα προηγούμενά μας κακά, ενώ τούτο, το βάπτισμα των δακρύων, από τα μετέπειτα. Και το πρώτο, εφ΄όσον το ελάβαμε όλοι στην νηπιακή ηλικία, το εμολύναμε. Ενώ με το δεύτερο καθαρίζομε πάλι και το πρώτο. Και εάν η φιλανθρωπία του Θεού δεν το είχε χαρίσει αυτό στους ανθρώπους, οι σωζόμενοι θα ήταν πράγματι σπάνιοι και δυσεύρετοι.
9. Οι στεναγμοί και η κατήφεια φωνάζουν δυνατά προς τον Κύριον. Τα δάκρυα πού προέρχονται από φόβο μεσιτεύουν. Και τα δάκρυα πού προέρχονται από την παναγία αγάπη μας φανερώνουν ότι η ικεσία μας έγινε δεκτή.
10. Αφού τίποτε δεν ταιριάζει τόσο με την ταπεινοφροσύνη, όσο το πένθος, και τίποτε πάντως δεν είναι τόσο πολύ αντίθετό της, όσο το γέλιο.
11. Να κρατής σφικτά την μακαρία χαρμολύπη, η οποία προέρχεται από την ευλογημένη κατάνυξι και ακατάπαυστα να την καλλιεργής μέχρις ότου σε ανυψώση από τα γήϊνα και σε παρουσιάση καθαρόν εμπρός στον Χριστόν.
12. Ακατάπαυστα να αναπαριστάνης μέσα σου και να περιεργάζεσαι την άβυσσο του σκοτεινού πυρός, τους άσπλαγχνους υπηρέτες, τον Κριτή πού δεν θα συμπαθή και δεν θα συγχωρή πλέον, το απέραντο χάος με τις καταχθόνιες φλόγες, το οδυνηρό κατέβασμα στα χάσματα και στους υπογείους και φοβερούς τόπους… και όλες τις παρόμοιες εικόνες. Έτσι από τον πολύ τρόμο θα εξαφανισθή από μέσα μας η λαγνεία και θα ενωθή η ψυχή μας με την άφθαρτη αγνεία. Δηλαδή θα δεχθή μέσα μας το άφθαρτο πυρ της αγνείας, το κατά πολύ λαμπρότερο (από το πυρ των κολάσεων και) του πένθους.
13. Στάσου έντρομος όταν προσεύχεσαι και ικετεύης τον Θεόν, σαν τον κατάδικο εμπρός στον δικαστή, ώστε και με την εξωτερική εμφάνισι και με την εσωτερική στάσι να σβήσης τον θυμό του δικαίου Κριτού. Διότι δεν αντέχει να παραβλέπη την ψυχή εκείνη, η οποία σαν την χήρα της παραβολής ίσταται εμπρός Του γεμάτη οδύνη και κουράζει τον Ακούραστο (πρβλ.. Λουκ. ιη΄ 1-8).
14. Σε όποιον απέκτησε το χάρισμα του εσωτερικού δακρύου, ο κάθε τόπος είναι κατάλληλος για πένθος. Αυτός όμως που ασκεί ακόμη το εξωτερικό δάκρυ, ας μην παύση να ερευνά και να ευρίσκη τους καταλλήλους τόπους και τρόπους.
15. Ο κρυμμένος θησαυρός είναι περισσότερο ασφαλισμένος από τον εκτεθειμένο στην αγορά. Βάσει αυτής της εικόνας ας κατανοήσωμε και το προηγούμενο.
16. Μην συμπεριφέρεσαι σαν εκείνους πού μετά την ταφή των νεκρών τους άλλοτε θρηνούν γι΄ αυτούς και άλλοτε (στα νεκρόδειπνα τρώγουν, πίνουν και) μεθούν. Αλλά να ομοιάσης με τους καταδίκους στα μεταλλεία πού τους μαστιγώνουν κάθε ώρα οι δήμιοι.
17. Εκείνος που άλλοτε επιδίδεται στο πένθος και άλλοτε στην τρυφή και στα γέλια ομοιάζει μ΄ εκείνον πού διώχνει τον «κύνα» της φιληδονίας πετροβολώντας τον με ψωμί. Έτσι εξωτερικά φαίνεται ότι τον διώχνει, ενώ στην πραγματικότητα τον προσκαλεί.
18. Να είσαι «σύννους». Να είσαι αφιλένδεικτος, (να μην αγαπάς δηλαδή να επιδεικνύεσαι). Να παρατηρής την καρδιά σου και να είσαι στραμμένος προς αυτήν ωσάν μέσα σε κάποια έκστασι, διότι οι δαίμονες φοβούνται την «σύννοια», όπως οι κλέπτες τους σκύλους.
19. Δεν είναι εδώ, αγαπητοί μου, ο γάμος στον οποίον έχομε προσκληθή. Οπωσδήποτε λοιπόν Εκείνος πού μας εκάλεσε εδώ, μας εκάλεσε για να πενθήσωμε τους εαυτούς μας.
20. Μερικοί, ενώ δακρύζουν, δεν δείχνουν καμμία προσπάθεια, ώστε να καλλιεργήσουν, κατά την ευλογημένη εκείνη ώρα, την σκέψι η οποία προκάλεσε το δάκρυ, αλλά άκαιρα και άστοχα την αντιπαρέρχονται. Και δεν συλλογίζονται ότι δάκρυ χωρίς αιτία και χωρίς έννοια δεν έχει θέσι στα λογικά πλάσματα, αλλά μόνο στα άλογα. Το δάκρυ γεννάται από ωρισμένες σκέψεις. Και οι σκέψεις έχουν ως πατέρα τον λογικό νου.
21. Η κατάκλισίς σου στο κρεββάτι, ας σου είναι προτύπωσις της κατακλίσεώς σου στον τάφο, και τότε θα κοιμηθής λιγώτερο. Και αυτή η απόλαυσις του φαγητού στην τράπεζα, ας σου υπενθυμίζη το θλιβερό εκείνο φαγητό πού θα κάνουν τα σκουλήκια το σώμα σου, και τότε λιγώτερο θα φάγης. Και όταν πίνης νερό, να μή λησμονής την δίψα στην φλόγα της κολάσεως, οπότε θα περιορίσης οπωσδήποτε την φυσική σου επιθυμία. Και όταν ο Γέροντας μας προσφέρη την τιμημένη ατιμία, την επίπληξι και την επιτίμησι, ας σκεφθούμε την φοβερή απόφασι του Κριτού, και τότε την παράλογη εκείνη λύπη και την πικρία πού εισχωρεί μέσα μας θα την κατασφάξωμε σαν με δίστομη μάχαιρα με την πραότητα και την υπομονή.
συνέχεια ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου