Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Καφές, τάβλι και συμπάθεια...

Καφενεία με τη δική τους ξεχωριστή ιστορία

Τα τελευταία καφενεία έχουν χάσει πολλούς θαμώνες, παραμένουν όμως σημεία αναφοράς για τις γειτονιές της πόλης και τα χωριά


Εδώ και τριάντα χρόνια, ο Βασίλης Θεμελής, από  τη Λάκκα Σουλίου, ψήνει τον καφέ στους  Ηπειρώτες θαμώνες της «Ζίτσας», του παλιού  καφενείου στην οδό Βερανζέρου




«Η αξία του καφενείου είναι μεγάλη. Εδώ σμίγει ο γέρος κι ο νέος και γίνονται όλοι ένα. Η πολιτική γίνεται στα καφενεία, εδώ πραγματώνεται η δημοκρατία κυριολεκτικά. Αν αυτός ο χώρος σβήσει, θα λείψει η κουλτούρα της χώρας».

O Γιάννης Κατσόγιαννης είναι ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Καφεπωλών Ελλάδας που αριθμεί 2.800

μέλη και εκπροσωπεί τα παραδοσιακά καφενεία στη χώρα μας. Σήμερα, στην εποχή των θορυβωδών καφετεριώνπου συνδυάζουν και άλλες υπηρεσίες όπως το φαγητό- τα παραδοσιακά καφενεία γνωρίζουν τη δική τους κρίση.

«Η καφετέρια και το ΠΡΟΠΟ μας κλείνουν. Είναι ενδεικτικό πως 157 καφενεία έκλεισαν μέσα σ΄ έναν χρόνο και οι υπόλοιποι είχαμε πτώση του τζίρου στο 30%!», λέει ο κ. Κατσόγιαννης. Τα παραδοσιακά καφενεία είναι σήμερα 50.000 σε όλη την Ελλάδα, σερβίρουν ούζο, κρύο μεζέ, καφέ και οι πελάτες παίζουν πρέφα και τάβλι. «Είμαστε ο μοναδικός κλάδος που παρέχουμε υπηρεσίες χωρίς να πληρωνόμαστε. Μας πολεμάνε όλοι. Το τάβλι και ο τζόγος έχει πάει στο ΠΡΟΠΟ. Εμείς πληρώνουμε ΦΠΑ και δημοτικά τέλη. Ο προπατζής από την άλλη βάζει μια καφετιέρα και τέλος. Επίσης, τα μεγάλα καφενεία έχουν πάθει ζημιά από τα μέτρα κατά του καπνίσματος. Πρόσφατα, μάλιστα, συναντηθήκαμε με το Σωματείο των Τούρκων. Αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα, απαγορεύουν και εκεί τον αργιλέ. Πρέπει να δοθούν κίνητρα στο καφενείο, το ΚΙΝΟ να δοθεί σε εμάς», προσθέτει ο κ. Κατσόγιαννης και συνομιλεί με τους πελάτες του δικού του παραδοσιακού καφενείου «Χελωνιάς» στο Μπουρνάζι. Πιο μακριά, το καφενείο «Η Ζίτσα» λειτουργεί στην οδό Βερανζέρου 23 από το 1936, στο κέντρο της Αθήνας. Ιδιοκτήτες σήμερα είναι οι Βασίλης και Τέλης Θεμελής, από τη Λάκκα Σουλίου, που πήραν το καφενείο το 1979.

Αντάμωμα. «Εδώ γινόταν το αντάμωμα των Ηπειρωτών στην Αθήνα. Έβρισκαν δουλειές, ενώ έρχονταν και Πελοποννήσιοι και νησιώτες. Μέχρι το 1983, είχαμε και κλαρίνα χωρίς μικρόφωνο και λειτουργούσαμε μέχρι τις 12 το βράδυ. Μετά μας ζητούσαν άδεια και σταματήσαμε». Ο κ. Βασίλης Θεμελής σκιαγραφεί το ιστορικό προφίλ του παλιού καφενείου και περιγράφει τη σημερινή πραγματικότητα στο μαλακό υπογάστριο της πόλης: «Έχει αλλάξει πια και η Ομόνοια. Είναι πιο επικίνδυνη. Σήμερα θαμώνες είναι οι ηλικιωμένοι, ενώ οι νέοι μάς προτιμούν σπάνια λόγω καφετεριών. Δεν κάθονται πια μαζί οι νέοι με τους γέρους. Άμα κόψουν και το τσιγάρο, θα κλείσουν όλα τα καφενεία», λέει και ρίχνει καφέ στο μικρό μπρίκι.

«Εδώ θα συζητήσεις τα πάντα. Προσωπικά ζητήματα, πολιτική, τα πάντα. Κάποτε εδώ μέσα έπαιζαν και καρεκλιές λόγω διαφωνιών! Υπάρχει ένα δέσιμο σαν οικογένεια. Όλοι στο καφενείο γίνονται μια παρέα. Ο άγνωστος που μπαίνει γνωστός βγαίνει, ενώ στην καφετέρια αυτό δεν υπάρχει», συμπληρώνει. Πιο πέρα Ηπειρώτες πίνουν, μιλούν και κερνούν τα διπλανά τραπέζια. Ένας ξερακιανός πιάνει το τραγούδι (με φάλτσα φωνή). Η «Ζίτσα» συμπυκνώνει την ιστορία της εσωτερικής μετανάστευσης στη χώρα μας. «Είναι υγεία να συχνάζεις στα καφενεία που παραμένουν και φθηνά. Αναπτύσσεται ο διάλογος, η κοινωνικότητα, η επικοινωνία. Η καφετέρια είναι απρόσωπη. Μας επιβλήθηκε ως νεωτερισμός, ως επιταγή της μόδας», σημειώνει ο Γιάννης Μπανίκας, από τη Λάκκα Σουλίου, που συχνάζει στο ιστορικό καφενείο. «Τριάντα πέντε χρόνια έρχομαι εδώ. Συναντάμε συντοπίτες μας, είναι στο κέντρο και μπορούμε να συζητήσουμε τα θέματα της ιδιαίτερης πατρίδας μας. Είναι ο συνδετικός μας κρίκος και βέβαια εδώ είναι πιο ανθρώπινα από την καφετέρια. Έχουμε άλλη άνεση», συμπληρώνει ο Βαγγέλης Παππάς, επίσης από τη Λάκκα Σουλίου, και πίνει τσίπουρο θυμίζοντας τα λόγια του συγγραφέα Κωστή Παπαγιώργη: «Η ουσία του καφενείου είναι παρούσα. Ένα μικρό τμήμα της ανθρωπότητας παριστάνει όλη την ανθρωπότητα. Στο καφενείο πας για να δεις και να σε δουν».
Πλάι στην ξυλόσομπα

Το καφενείο της 77χρονης Κωνσταντίνας Κωνσταντοπούλου κλείνει 50 χρόνια αδιάκοπης λειτουργίας στο Βραδέτο του Κεντρικού Ζαγορίου. Για περισσότερο από 40 χρόνια το λειτουργούσε ο άνδρας της και τώρα εκείνη. Σήμερα, στη μικρή και αρχετυπική αίθουσα (που συνδυάζει και τις ανάγκες ενός... παντοπωλείου) μαζεύονται τουρίστες τα Σαββατοκύριακα, αλλά και εργάτες που δουλεύουν στον καθαρισμό της πέτρινης Σκάλας του Βραδέτου, του κορυφαίου αξιοθέατου της περιοχής. «Από εδώ περνάει κόσμος για τη Σκάλα του Βραδέτου (που εξυπηρετούσε όλο τον κόσμο παλιότερα, αφού όλοι πήγαιναν με ζώα από αυτή στο Καπέσοβο)», λέει στα «ΝΕΑ» η κ. Κωνσταντοπούλου πλάι στην ξυλόσομπα που ανάβει χωρίς σταματημό.

Το μικρό καφενείο τα Σαββατοκύριακα μετατρέπεται σε ταβέρνα, αφού οι κόρες της κ. Κωνσταντίνας μαγειρεύουν και ψήνουν πίτες. Τις υπόλοιπες πάντως ημέρες παραμένει το εντευκτήριο του μικρού χωριού. Ένα κλασικό επαρχιακό καφενείο που κρατάει αναμμένη τη σπίθα της κοινωνικότητας.


«Εδώ γυρίστηκε ο θίασος» του Αγγελόπουλου

Αστικά και επαρχιακά. Μικρά και μεγάλα. Τα καφενεία έχουν τα δικά τους χαρακτηριστικά και κάποια απ΄ αυτά τη δική τους, μεγάλη ιστορία. Το ξύλινο δάπεδο του ψηλοτάβανου καφενείου «Πανελλήνιον», στην Άμφισσα, τρίζει, οι ντόπιοι παίζουν πρέφα, κάποιος παραγγέλνει μια Έψα λεμόνι. Ο ιδιοκτήτης Θανάσης Μαστρονικολόπουλος έχει πείρα στο σερβίρισμα: από τα χέρια του ήπιε καφέ η Ρόμι Σνάιντερ. «Δόξες και μεγαλεία έχει γνωρίσει αυτό το καφενείο», λέει ο κυρ Θανάσης και αναστενάζει. Η θεατρική σκηνή που υπάρχει στον χώρο μέχρι σήμερα φιλοξένησε δεκάδες παραστάσεις θιάσων, επιθεωρήσεις, πρόζες, χάρη στις οποίες μέσα εδώ γινόταν το αδιαχώρητο! «Ο κόσμος στην Άμφισσα ήταν θεατρόφιλος, άφηναν κότες ή αυγά αντί χρημάτων για να παρακολουθήσουν την παράσταση», συμπληρώνει ο κυρ Θανάσης.

Από το 1936 έως το 1988, ανέβηκαν πολλοί θίασοι με πρώτο εκείνον των Αυλωνίτη, Φωτόπουλου και Μακρή. Στο μυαλό έρχεται η σκηνή από την ταινία «Θίασος» του Αγγελόπουλου που γυριζόταν εδώ μέσα επί πέντε μερόνυχτα, το 1976. Ποιο είναι όμως το μυστικό του καλού καφέ; «Δεν υπάρχει μηχάνημα, έρχονται ανδρόγυνα από την Αθήνα, πίνουν καφέ και μου λένε "φτιάξε, κύριε, και δεύτερο, γυρίζουμε όλη την Αθήνα να βρούμε ένα καφενείο με μπρίκι και τίποτε". Πρέπει να είσαι μερακλής για να φτιάξεις καφέ. Το μπρίκι είναι το μυστικό», λέει ο κ. Θανάσης, ενώ σήμερα οι θαμώνες του ιστορικού καφενείου είναι κυρίως ντόπιοι και ηλικιωμένοι.


120 χρόνια ιστορίας «χωρίς εσπρέσο»

Το καφενείο Δρακάκης λειτουργεί στο Στενό της Απολλωνίας της Σίφνου και μετράει 120 χρόνια αδιάκοπης λειτουργίας! «Εγώ σιγά σιγά αποχωρώ. Αναλαμβάνουν τα εγγόνια μου το Πάσχα. Το καφενείο ήταν του παππού και μετά του πατέρα μου, από τον οποίο το πήρα. Ο κόσμος σήμερα δεν βγαίνει στη Σίφνο, η νεολαία πάει στις καφετέριες, δεν έρχονται εδώ. Έχω καθημερινά μόνο 8- 10 πελάτες. Τα καφενεία έσβησαν. Παλιότερα ήμασταν γεμάτοι. Δεν υπήρχαν δουλειές και οι ντόπιοι έβρισκαν μεροκάματο στο καφενείο. Οι εργάτες δεν έρχονται πια. Παλιά μας προτιμούσαν οι αγγειοπλάστες, οι ψαράδες, οι υδραυλικοί και άλλοι κλάδοι», λέει στα «ΝΕΑ» ο ιδιοκτήτης Γιάννης Δρακάκης και σημειώνει τις διαφορές των καφενείων με τις καφετέριες: «Στις καφετέριες κυριαρχεί η μηχανή του εσπρέσο. Εμείς κάνουμε μόνο ελληνικό στο μπρίκι και νεσκαφέ. Τίποτε άλλο».


«Ακόμη και ο άγνωστος εδώ θα βρει παρέα...»

Στο καφενείο «Η Μουριά», στα Εξάρχεια, μαζεύεται ετερόκλητος κόσμος. Η άδεια άσκησης επιτηδεύματος γράφει τη χρονολογία 1915 και είναι στο όνομα Ιωάννη Νικολάου Ελενού. Πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν παράγκα. Μια ιστορία λέει πως ξεκόλλησε ένας βράχος από τον Λυκαβηττό, κύλησε, αφού τότε δεν υπήρχαν σπίτια ενδιάμεσα, και έφτασε ώς εδώ. Γκρέμισε την παράγκα, μαζί με ένα μεγάλο πηγάδι και μια μουριά που υπήρχαν απέξω. Το 1962 γκρεμίστηκε, έγινε πολυκατοικία, παρέμεινε το καφενείο και από το 1981 ιδιοκτήτης είναι ο Χρήστος Βάνας.

«Έχουν περάσει όλοι από εδώ. Συγγραφείς, πολιτικοί, καλλιτέχνες. Έχουν γυριστεί και πολλές ταινίες μικρού μήκους. Το βιβλίο των εντυπώσεων είναι γεμάτο, ενώ μας προτιμούν και γυναίκες», σημειώνει ο κ. Βάνας. Οι παλιές φωτογραφίες, τα σιδερένια τραπεζάκια, οι παρέες που σμίγουν, δίνουν μια εικόνα της ατμόσφαιρας του αυθεντικού καφενείου του κέντρου. Τι γίνεται όμως με την οικονομική κρίση; «Έχω κρατήσει το ίδιο επίπεδο κόσμου, δεν έχω επηρεαστεί από τις καφετέριες, αφού κρατάω χαμηλές τιμές», απαντάει χαμογελώντας ο κ. Βάνας, ενώ ερμηνεύοντας την αξία αυτών των κοινωνικών χώρων λέει: «Στο καφενείο αισθάνεσαι διαφορετικά, πιο παρεΐστικα, ακόμη και ο άγνωστος θα βρει παρέα».

«Μικρή Βουλή». Μερικά χιλιόμετρα πιο μακριά και πίσω από τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών «ανασαίνει» το παραδοσιακό καφενείο του Χρήστου Κολόκα, στην οδό Βαθέως. Το παλιό στέκι είναι γεμάτο με φωτογραφίες του Παναθηναϊκού και λειτουργεί από το 1969. «Τώρα είμαστε για κλείσιμο, τα χαρτιά σταμάτησαν, ενώ η νεολαία δεν έρχεται, τώρα πάει στις καφετέριες. Παλιά ήταν διαφορετικά. Οι φοιτητές έπαιζαν τάβλι, πρέφα, σύχναζαν εδώ και έπιναν φθηνά. Τότε έρχονταν και ποδοσφαιριστές ή καλλιτέχνες- είχα πελάτες τον Δομάζο, τον Λουκανίδη, αλλά και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Εδώ ήταν μικρή Βουλή, πέρναγαν πολλοί πολιτικοί... από ΠΑΣΟΚ και κάτω», θυμάται και χαμογελά ο κ. Κολόκας.

πηγή:Νέα

Δεν υπάρχουν σχόλια: