του μακαριστού Γέροντα Ιωσήφ
Είναι αφάνταστα τολμηρό να πιστέψει κανείς ότι μπορεί να περιγράψει την ζωήν ενός φίλου του Θεού, ενός πνευματικού ανθρώπου που κατά τη Γραφή ” αυτός μεν πάντας κρίνει υπ’ ουδενός δε κρίνεται “. Εμείς οι ταπεινοί άρα δεν περιγράφουμε αλλά ελάχιστα μέρη της ζωής του μεταφέρουμε στους συνανθρώπους μας, αφού συνέπεσε να γνωρίσουμε με την κατά καιρούς συναναστροφή που είχε μαζί μας.
Ο οσιότατος, όπως ανεπιφύλακτα τον χαρακτηρίζω, αδελφός μας Γεώργιος μοναχός, κατά κόσμον ” Μπράνκο “, Σέρβος, την καταγωγή, πλησίασε τον αείμνηστο Γέροντά μας Ιωσήφ τον ησυχαστή, όταν μέναμε στη Νέα Σκήτη, για πνευματική συμβουλή. Αυτή ήταν και η αιτία που τον γνωρίσαμε και παρετάθη η γνωριμία μας έως των δυσμών του βίου του που ηρπάγη κατά τη Γραφή ενωρίτερα “ίνα μη κακία αλλάξει σύνεσιν αυτού ή δόλος βασκανίας απατήσει την ψυχήν αυτού”. Την αιτία της μεταστροφής του στην ευσέβεια γνωρίζουν καλύτερα οι πατριώται του, οι αδελφοί της ιεράς μονής Χιλανδαρίου και γι’ αυτό αφήνουμε αυτούς να περιγράψουν ενώ εμείς θα αναφερθούμε σ’ αυτά που μας διηγήθηκε ο ίδιος.
Πρέπει να σημειωθεί ότι τα ελληνικά του στην αρχή ήσαν λίγα αλλά και ο ίδιος απέφευγε να λέγει περιττά που δεν ήσαν στο δικό του σκοπό για ωφέλεια πνευματική. Φαινόταν πάντως πυρακτωμένος στον θείο ζήλο, ακριβής φύλακας και των λεπτομερέστερων όρων της μοναστικής μας ιδιότητος. Πολλά εμείς δανειζόμεθα από την αρτία του συμπεριφορά και ιδίως την εσωστρέφεια που ιδιαιτέρως τον χαρακτήριζε. Ένα από τα πρώτα του ερωτηματικά απ’ ότι ενθυμούμαι που ερωτούσε τον Γέροντα ήταν το εξής: Γιατί η θεία χάρις που τον επεσκέφθη στην αρχή για να τον ελκύσει στην ευσέβεια μειώθηκε τώρα που βρίσκεται στον τόπο ειδικά της χάριτος, εννοώντας το Άγιον Όρος που βρισκόταν τότε για να συνεχίσει ως μοναχός τη ζωή του; Τότε ο Γέροντας με πολλή υπομονή και βραδύτητα στην έκφραση γιατί δεν γνώριζε τόσο καλά τα ελληνικά, του ερμήνευσε ότι αυτό είναι η φύση των πραγμάτων και ότι έτσι συνηθίζει η χάρη να ενεργεί σε όσους συνήθως καλεί στο πνευματικό στάδιο. Έλεγε ο ευλογημένος Γεώργιος, μήπως χρειάζεται να ξαναγυρίσει στη Γαλλία – γιατί εκεί σπούδαζε όταν τον επεσκέφθη η χάρις του Θεού και του έδειξε τα δικά της μυστήρια – αφού εδώ που ήλθε για περισσότερη αντίληψη μάλλον εμειώθη. “Δεν εμειώθη παιδί μου” του ερμήνευσε ο Γέροντας, “και ούτε ποτέ θα μειωθεί γιατί είναι αμεταμέλητα τα θεία χαρίσματα. Η αίσθηση της θείας χάριτος εκρύβη, όχι η θεία της ενέργεια. Με δύο τρόπους συνήθως η χάρη εκδηλώνεται. Ο ένας είναι και λέγεται ενέργεια και ο άλλος ως αντιληπτός το λέγουμε αίσθηση. Ως ενέργεια η χάρη βρίσκεται πάντοτε στους πιστούς και χωρίς την παρουσία της κανείς δεν θα έμενε πιστός. Ως αίσθηση παρουσιάζεται ή μάλλον εξωτερικεύεται όταν θέλει να παρηγορήσει και να πληροφορήσει τον άνθρωπο είτε κουρασμένο είτε αγνοούντα ή κινδυνεύοντα μέσα στον αγωνιστικό του βίο. Σε σένα τότε επειδή αγνοούσες ή και απορούσες τα μυστήρια της πίστεως και γενικά τον πρακτικό τρόπο της πνευματικής ζωής, για να σε πληροφορήσει αλλά και να ελκύσει στο πνευματικό στάδιο η χάρη σου παρουσιάστηκε αισθητά (αίσθηση) σε πληρέστερο σημείο για να μπορέσεις να αρνηθείς την πρώτη σου συνήθεια και ζωή και να εφαρμόσεις σωστά τον όρο της μετανοίας που ήδη άρχισες. Η πρώτη βαθμίδα είναι η αποταγή και η ξενιτεία. Τώρα συνεστάλη, εκρύβη η αισθητή της παρουσία για να αρχίσεις εσύ με πίστη τώρα την υπακοή στο θείο θέλημα και να κερδίσεις μόνος σου σαν αντίκρυσμα της προσπάθειας σου τη χάρη. Αυτός είναι ο λόγος που τώρα δεν φαίνεται τόσο αισθητά όπως στην αρχή που σε κάλεσε”.
Με αυτά τα λόγια έπεισε τον ευλαβέστατο Γεώργιο ο Γέροντας και όχι μόνο δεν ξανασκέφτηκε την επιστροφή του στη Γαλλία αλλά δεν ξαναχωρίσθηκε από το Γέροντα που τον είχε ως πνευματικό του οδηγό. Έμενε μαζί μας λίγο καιρό όσο ήθελε και πάλι έφευγε ιδίως στο Ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος και συγκεκριμένα όχι μέσα στη Μονή, γιατί απέφευγε τους θορύβους, αλλά στο “Παλιομονάστηρο” ψηλά στο βουνό όπου διορίσθηκε από τη Μονή ως φύλακας. Μαζί με την σιωπή κρατούσε ισχυρά και τη νηστεία ο αείμνηστος, που η τροφή του ήταν μόνο παξιμάδι με τσάι, έκτος που όταν επεσκέπετο άλλους αδελφούς ή μονές τότε έτρωγε στη Τράπεζα με πολλή εγκράτεια. Και στην ακτημοσύνη κρατούσε πολλή αυστηρότητα και σχεδόν δεν είχε άλλο τίποτε περίσσευμα εκτός αυτά που φορούσε και αυτά ήσαν πολύ ευτελή και ταπεινά. Κάποτε κάθησε και στη Μονή Αγίου Παύλου, στο κοινόβιο, αλλά το πνεύμα της ησυχίας πάντοτε τον αιχμαλώτιζε και αναζητούσε μέρη αμέριμνα και ήσυχα για να λέγει αδιάλειπτα την ευχή. Υπέφερε αγόγγυστα δύο πληγές στο σώμα του, που συνεχώς τον μάστιζαν χωρίς να φροντίζει καθόλου για τη θεραπεία τους.
Όταν σπούδαζε στην Ευρώπη και φυσικά εργαζόταν ταυτοχρόνως, του συνέβη δυστύχημα αυτοκινητιστικό και τραυματίσθηκαν τα πόδια του στις κνήμες. Φυσικά τότε θεράπευσε κατά το δυνατό την πληγή αλλά τα μέρη αυτά παρέμειναν ευπαθή, και στην μετέπειτα ζωή του με την ορθοστασία και τις κακοπάθειες άνοιξαν πληγές χωρίς να μεριμνά για κάποια περιποίηση. Μόνο έδενε τα πόδια του με ράκη και κουρέλια που τυχόν εύρισκε, όμως τον πονούσαν πολύ, όπως μας έλεγε, αλλά ήταν καταφανής και εξωτερικά η ταλαιπωρία του. Η δεύτερή του πληγή ήταν οι αμυγδαλές του· τόσο ερεθισμένες που εφαίνετο εξωτερικά το πρήξιμο του λαιμού του και ούτε να μιλήσει εύκολα μπορούσε και υπέμενε και αυτή τη δοκιμασία αγόγγυστα χωρίς να κάνει καμία θεραπεία για ανακούφιση και μόνο τύλιγε το λαιμό του με τα λίγα ράκη που είχε.
Στο Παλιομονάστηρο που έμενε -και στην χειμερινή περίοδο με ψύχος, αρκετούς βαθμούς κάτω του μηδενός-, ούτε θέρμανση είχε παρ’ όλο που υπήρχαν σόμπες και ξύλα όσα ήθελε· αλλ’ ούτε και σκεπάσματα κατάλληλα χρησιμοποιούσε. Η αυστηρή φιλοπονία ήταν ο γενικός κανόνας της ζωής του και ουδέποτε χαλάρωσε αύτη την “ανελέητη” ζωή έως του θανάτου του. Κάποτε έφυγε από το Ρωσικό μοναστήρι και έμεινε κοντά μας στη Νέα Σκήτη, αφού του παραχώρησα εγώ το ησυχαστικό κελλάκι μου, κάτω προς τη θάλασσα, πάνω των εκεί ευρισκομένων σπηλαίων περίπου ένα εξάμηνο. Οι πατέρες του Ρωσικού τον αναζητούσαν γιατί χρειαζόταν στο Παλιομονάστηρο φύλακα, ίσως επειδή είναι και αυτοί λίγοι αριθμητικά στα τόσα τους διακονήματα. Κάποτε που τον επισκέφτηκα εκεί στο μικρό του κελί μου είπε πως επιμένουν οι πατέρες να γυρίσει στο Ρωσικό και επειδή δίσταζε να γυρίσει τον αποκαλούσαν πλανεμένο. Εγώ του είπα: ” δεν πειράζει αδελφέ Γεώργιε ας σε αποκαλούν έτσι, μη λυπάσαι όμως κάνε τους υπακοή και θα κέρδισες μισθό γι’ αυτό”. Τότε με αγκάλιασε ο μακάριος και δάκρυσε από συγκίνηση. Μετά πράγματι ξαναγύρισε πίσω στη Μονή και αγωνιζόταν ανένδοτος στη σκληρή φιλοπονία και αυταπάρνηση με το παξιμάδι μόνο και το τσάι χωρίς άλλη παρηγοριά με το λαιμό του φουσκωμένο από τις πυώδεις αμυγδαλές. Ο ύπνος του ήταν μόνο τρείς ώρες, πλαγιάζοντας στο πλευρό και όλες τις υπόλοιπες στεκόταν όρθιος και αυτό το τηρούσε με πολλή επιμονή γι’ αυτό και τα πόδια του ήταν συνεχώς πληγωμένα και έτρεχαν υγρά.
Άλλον αυστηρό τύπο στη ζωή του είχε ο μακάριος και τούτο. Δεν προσερχόταν ποτέ στη θεία κοινωνία (άχραντα μυστήρια) αν δεν έκαμνε πριν πολλή ετοιμασία και ακρίβεια συνειδήσεως. Όταν θα επέστρεφε όπως είπα στο Παλιομονάστηρο από το καλυβάκι του στη Νέα Σκήτη περάσαμε από τον τάφο του Γέροντός μας Ιωσήφ και τον ασπάσθηκε με πολλή ευλάβεια. ”Αν ζούσε ο Γέροντας μας” λέγει “θα ήμουν πάντοτε κοντά του “. Η επαφή του με τον Γέροντα δεν ήταν μία απλή γνωριμία, αλλά ένας σύνδεσμος, ένας πνευματικός δεσμός συγγενείας και αυτό ξέρουν όσοι κοινώνησαν σαν μαθητές με τους δασκάλους τους ή καλύτερα σαν αληθινοί υποτακτικοί με τους πνευματικούς τους πατέρες. Μερικά σημεία που παρακολουθήσαμε στον ευλογημένο τούτο αδελφό μας έπειθαν περί τούτου. Όταν η υγεία του Γέροντα κλονιζόταν επικίνδυνα ο π. Γεώργιος θα βρισκόταν μαζί μας χωρίς να τον ειδοποιήσουμε ποτέ, ούτε καν γνωρίζαμε σε ποιό μέρος βρισκόταν. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του Γέροντα βρισκόταν κοντά του και όταν εμείς απελύθημεν από τον Γέροντα ο καθένας στα ίδια, αυτός έμεινε δίπλα του και με ένα μεγάλο χαρτόνι έκανε αέρα στον Γέροντα που υπέφερε από δύσπνοια. Και ήταν ο μόνος πού παρακολούθησε τον αποχαιρετισμό και την κοίμηση του Γέροντα. Διακόνησε στην ταφή του Γέροντα με ευλάβεια και στην ανακομιδή του πάλι βρέθηκε πρώτος να διακονήσει χωρίς καν να τον ειδοποιήσουμε γιατί ούτε οι έγγιστά μας σχεδόν το γνώριζαν. Κράτησε μαζί μας την πνευματική αύτη συγγένεια και αγάπη όπως και εμείς τον αγαπούσαμε ως γνήσιό μας αδελφό. Μόνο ότι εμείς δεν αξιωθήκαμε να βρεθούμε ούτε στο τέλος του ούτε στην ταφή του για τον τελευταίο ασπασμό. Λυπηθήκαμε για το χωρισμό όταν το μάθαμε. Χαρήκαμε όμως αφάνταστα γιατί με πλήρη μαρτυρία αληθινού εργάτου και ζηλωτή Αθωνίτου μοναχού, με τα δείγματα της κατά το δυνατόν ακριβούς πατερικής μας παραδόσεως, ετελειώθη ο μακάριος όντως Γεώργιος, θρίαμβος της Ορθοδόξου μας Εκκλησίας και καύχημα του Αθωνικού μας πολιτεύματος πού αδιάκοπα δίδει τη μαρτυρία της παραδόσεως του. Αλλά και για την πονεμένη και διωγμένη του πατρίδα και τον ευσεβή Σερβικό λαό αποτελεί λαμπρό καύχημα και βεβαία ελπίδα ότι εγγίζει η απολύτρωσή του, χάριτι και ελέει Χριστού του αληθινού ημών Θεού, της Παναχράντου ημών Δεσποίνης και Θεοτόκου Μαρίας και του μεγάλου μας Πατρός Σάββα του αληθινού προστάτου της χώρας αυτής.
Ι. Μ. Βατοπαιδίου, Γέρων Ιωσήφ Μοναχός, Σεπτέμβριος 1988
(Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, «Μοναχός Γεώργιος, Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΤΟΥ ΑΘΩ»,ΕΚΔ. Μυγδονία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου