Στα πολύ παλιά χρόνια ο διάβολος επινόησε όλα τα πάθη· όλες τις κακίες· όλες τις παλιανθρωπιές. Και έσπρωχνε τους ανθρώπους να πορνεύουν, να μοιχεύουν, να σκοτώνουν, να κλέβουν.
Το χειρότερο από όλα ήταν, ότι έβαλε τους ανθρώπους να προσκυνούν σαν Θεό τον ήλιο, την σελήνη, την θάλασσα.
Ο Θεός θύμωσε και ήθελε να τιμωρήσει τον κόσμο.
Είπε λοιπόν στον Νώε να φτιάξει ένα μεγάλο καράβι. Γιατί; Για να απορούν οι άλλοι και να τον ερωτούν: Γιατί το φτιάχνεις; Τί το θέλεις; Και είπε στον Νώε, να τους απαντάει: Ο Θεός θέλει να τιμωρήσει τον κόσμο! Και θα κάμει κατακλυσμό!
Τον ρωτούσαν. Και τους το έλεγε. Και εκείνοι τον περιγελούσαν! Και τον έλεγαν: «τρελό»! Έλεγαν: Άκου, ο Θεός θα χαλάσει τον κόσμο!…
Ο Νώε τη δουλειά του! Και σε εκατό χρόνια το καράβι τελείωσε. Το άλειψε με πίσσα. Και μπήκε μέσα. Αυτός· τα παιδιά του· και οι γυναίκες τους: οκτώ άτομα. Και τα ζώα. Όλα! Και οι άλλοι άνθρωποι; Τρώγανε, πίνανε, γλεντούσαν, έκαναν έργα διαβολικά.
Και τότε ο Θεός άνοιξε τους καταρράκτες του ουρανού: βροχή-ποτάμι! Μαζεύτηκαν γύρω από την κιβωτό και φώναζαν:
-Νώε, λυπήσου μας! Πάρε μας στην κιβωτό! Τους απάντησε ο Νώε: -Πού ήσαστε τόσα χρόνια, που σας το έλεγα; Αργά το θυμηθήκατε!
Η βροχή συνεχίστηκε σαράντα μέρες. Και πνίγηκαν όλοι.
Τί έκαναν οι άνθρωποι την εποχή του Νώε λίγο πριν από τον κατακλυσμό.
Έτρωγαν. Έπιναν. Έκαναν έρωτα. Γλεντούσαν.
Και όταν άκουγαν λόγο Θεού, γέλαγαν. Περιγελούσαν και τον Θεό και το λόγο Του. Και ήρθε πάνω τους η οργή του Θεού.
Λέγει ο Χριστός: Στους έσχατους χρόνους οι άνθρωποι θα κάνουν τα ίδια. Θα ζουν σαν να μην υπάρχει Θεός. Και όταν κανείς τους μιλάει για τον Θεό και το θέλημά Του, θα τον περιγελούν!
Τα λόγια αυτά, αδελφοί μου, ΔΕΝ είναι ΔΙΚΑ ΜΟΥ. Είναι ΛΟΓΙΑ του ΘΕΟΥ.
Όποιος θέλει ας πιστέψει.
Εγώ το χρέος μου το έκαμα.
(Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Από την Διδαχή Γ’).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου