Με αφορμή την σημερινή Κυριακή και η υπενθύμηση σε όλους μας για την ιεραποστολική ζωή της Εκκλησίας, βλέπουμε πως στην "όποια ιεραποστολή" μας πρέπει να υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της ιεράς ησυχίας και της ιεραποστολής. Δεν μπορεί να υπάρξη αληθινή ιεραποστολή, όταν δεν εμπνέεται από την ιερά ησυχία, με την ορθόδοξη σημασία του όρου και, βέβαια, η ησυχία εκβάλλεται κατά φυσικό τρόπο στο ρεύμα της ιεραποστολής. Όταν αποδεσμευθή η ιεραποστολή από την ιερά ησυχία, τότε δημιουργείται σοβαρό εκκλησιαστικό πρόβλημα.Ο ευλογημένος π.Ιερόθεος μας φωτίζει αυτήν την πλεύρά!
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου π. Ιεροθέου
Η ιεραποστολή, όπως και η λέξη το λέγει, είναι μια ιερά αποστολή, όταν δηλαδή ο Θεός αποστέλλη μερικούς ανθρώπους για να κηρύξουν το ευαγγέλιο της Βασιλείας Του, το ευαγγέλιο της αληθείας, της δικαιοσύνης, της σωτηρίας των ανθρώπων. Ο ιεραπόστολος δεν κηρύσσει μόνον, δεν είναι, δηλαδή, ένας θεωρητικός διδάσκαλος, αλλά ο πατέρας που μεταδίδει την γνώση του Θεού, που αυτός απέκτησε προηγουμένως, και γεννά πνευματικά παιδιά του Θεού. Και, βέβαια, γνωρίζουμε από την Ορθόδοξη Παράδοσή μας ότι η γνώση του Θεού είναι κυρίως και προ παντός εμπειρική - υπαρξιακή. Η μετάδοση δε αυτής της γνώσεως έχει ως αποτέλεσμα την αναγέννηση των ανθρώπων. Η ησυχία με την ορθόδοξη σημασία του όρου είναι ο τρόπος και η μέθοδος, την οποία παρέδωκε ο Χριστός στους Αποστόλους και εκείνοι στους διαδόχους τους, δια της οποίας μεθόδου ο άνθρωπος αποκτά την υπαρξιακή γνώση του Θεού. Η μέθοδος αυτή συνδέεται με την βίωση των μακαρισμών του Χριστού. Αν δούμε την σειρά που ο Χριστός εκφώνησε τους μακαρισμούς, θα διαπιστώσουμε πραγματικά την ορθόδοξη ησυχία, την μέθοδο της θεραπείας του ανθρώπου και, βεβαίως, κατάληξη αυτής της μεθόδου, αυτής της ζωής είναι η ιεραποστολή και το μαρτύριο. Προηγείται η αυτογνωσία και δι’ αυτής η κατά Χριστόν ταπείνωση, και ακολουθεί η μετάνοια, η πραότητα, η πείνα και η δίψα για την δικαιοσύνη του Θεού, για την τήρηση των εντολών του Χριστού, η βίωση του ελέους του Θεού, η καθαρότητα της καρδίας, δια της οποίας γεύεται ο άνθρωπος της θεωρίας του Θεού, η μετάδοση στους άλλους της ειρήνης αυτής που γεύθηκε ο ίδιος, ο διωγμός και το μαρτύριο για την δόξα του Θεού, η χαρά για την βίωση της Βασιλείας του Θεού, η απόκτηση του χαρίσματος της προφητείας (Ματθ. ε', 3-12). Επίσης, την μέθοδο της ορθοδόξου ησυχίας μας την παρέδωσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Εδώ πρέπει να υπομνησθή η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως διασώζεται στην ομιλία του στα Εισόδια της Θεοτόκου, στην επιστολή του προς την μοναχή Ξένη και, βεβαίως, στο έργο του περί των ιερώς ησυχαζόντων. Οι άγιοι Απόστολοι έζησαν την ιερά ησυχία, αφού απαρνήθηκαν τα πάντα και ακολούθησαν τον Χριστό, έζησαν μαζί Του τρία ολόκληρα χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων μυήθηκαν στα μυστήρια της βασιλείας των Ουρανών, έφθασαν στην βίωση της θεωρίας του ακτίστου Φωτός, μετείχαν, κατά διαφόρους τρόπους και βαθμούς, στο Πάθος, τον Σταυρό και τον Θάνατο του Χριστού, είδαν τον αναστάντα Χριστό, έλαβαν το Άγιον Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής και με αυτές τις προϋποθέσεις απεστάλησαν από τον Ίδιο τον Χριστό να κηρύξουν αυτά που είδαν, άκουσαν και γνώρισαν υπαρξιακά. Γι’ αυτό οι ομιλίες και οι επιστολές των αγίων Αποστόλων είναι γεμάτες από προσωπική εμπειρία και γνώση του Θεού. Δεν ανέπτυξαν δικές τους θεωρίες, δεν εδίδασκαν εκκοσμικευμένους λόγους, δεν έκαναν μια εκκοσμικευμένη και ηθικίστικη ιεραποστολή, αλλά εξέφραζαν την εμπειρία του Θεού, την οποία απέκτησαν προσωπικά. Αυτόν τον συνδυασμό μεταξύ της ησυχίας και της ιεραποστολής έζησαν όλοι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, όταν εκλήθησαν να ποιμάνουν τον λαό του Θεού και να εξασκήσουν ιεραποστολή, με την ορθόδοξη σημασία της λέξεως. Αυτό το βλέπουμε στον Μ. Βασίλειο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, για να περιορισθώ μόνον σε αυτούς τους γνωστούς και μεγάλους. Αυτό το συναντούμε και μετέπειτα σε πολλούς μοναχούς, οι οποίοι ασκήθηκαν στην κατά Χριστόν ζωή και όταν ωρίμασαν πνευματικά, έλαβαν την πληροφορία και έγιναν διδάσκαλοι των ανθρώπων με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Και βέβαια αυτή η πληροφορία δίνεται μέσα στην Εκκλησία και πραγματοποιείται με την ευλογία της Εκκλησίας. Και αυτό γιατί κανένα πνευματικό χάρισμα δεν αυτονομείται, δεν εξασκείται ανεξάρτητα από την Εκκλησία και την ευλογία των Επισκόπων. Διότι το ίδιο το Άγιον Πνεύμα δίδει τα πνευματικά χαρίσματα και το ίδιο το Άγιον Πνεύμα δίδει το χάρισμα της ιερωσύνης και συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας. Ένα σύγχρονο παράδειγμα είναι του αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Ασκήθηκε πνευματικά στο Άγιον Όρος, όπως ο ίδιος λέγει, για πολλά χρόνια, ακολουθώντας την όλη ησυχαστική μέθοδο και στην συνέχεια, όταν αισθάνθηκε μέσα του την πληροφορία από τον Θεό να κάνη τις περιοδείες του στο υπόδουλο Γένος, ρώτησε τους πνευματικούς του πατέρας, έλαβε την ευλογία του Πατριάρχου, αλλά λάμβανε και την ευλογία των κατά τόπους εκκλησιαστικών αρχόντων. Και επειδή εκινείτο μέσα στα πλαίσια αυτά, το έργο του είχε πνευματικούς καρπούς και εξασκείται και διαχρονικά. Γιατί πρέπει να υπογραμμισθή ότι η ιεραποστολή δεν εξαντλείται μόνον στο κήρυγμα ή σε κάποια άλλη ποιμαντική εργασία, αλλά είναι και η προσευχή, η προσωπική επικοινωνία με κάθε Χριστιανό, και η μόνη παρουσία ενός αγίου, η απόκτηση “δογματικής συνείδησης”, καθώς και η διατύπωση και διαφύλαξη των δογμάτων, και τελικά η ιεραποστολή που γίνεται και μετά την ένδοξη κοίμηση του αγίου, με τα θαύματά του, τις πρεσβείες του, ακόμη και τον τάφο του. Η κατά Χάρη θέωση ενός ανθρώπου περνά αδιόρατα και μυστικά, μερικές δε φορές και φανερά, μέσα στην ζωή και την λειτουργία του πνευματικού οργανισμού του Σώματος του Χριστού, ήτοι της Εκκλησίας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια συνδέεται ορθόδοξα και εκκλησιαστικά η ησυχία με την ιεραποστολή. Μια ιεραποστολή που δεν έχει μέσα της το στοιχείο της ησυχίας, και η οποία ησυχία εκφράζεται με όλα τα πνευματικά χαρίσματα, της ταπεινώσεως, της μετανοίας, της ειρήνης, του σεβασμού των κανονικών εκκλησιαστικών θεσμών, δεν είναι γνήσια. Και σε αυτήν την περίπτωση θα ισχύση ο λόγος του Χριστού για τους κακούς εργάτες. Κάποιος ερώτησε τον Χριστό εάν αυτοί που θα σωθούν είναι ολίγοι. Και ο Χριστός απάντησε: « Αγωνίζεσθε εισελθείν δια της στενής πύλης· ότι πολλοί, λέγω υμίν, ζητήσουσιν εισελθείν και ουκ ισχύσουσιν. αφ’ ου αν εγερθή ο οικοδεσπότης και αποκλείση την θύραν, και άρξησθε έξω εστάναι και κρούειν την θύραν λέγοντες· Κύριε Κύριε, άνοιξον ημίν· και αποκριθείς ερεί υμίν, ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ· τότε άρξεσθε λέγειν· εφάγομεν ενώπιόν σου και επίομεν, και εν ταις πλατείαις ημών εδίδαξας· και ερεί· λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ; απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργάται της αδικίας. εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων, όταν όψησθε Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και πάντας τους προφήτας εν τη βασιλεία του Θεού, υμάς δε εκβαλλομένους έξω. και ήξουσιν από ανατολών και δυσμών και από βορρά και νότου, και ανακλιθήσονται εν τη βασιλεία του Θεού. και ιδού εισίν έσχατοι οί έσονται πρώτοι, και εισί πρώτοι οί έσονται έσχατοι» (Λουκ. ιγ· 24-30). Ο Μ. Βασίλειος, αναφερόμενος σε μοναχούς και ερμηνεύοντας αυτόν τον λόγο του Χριστού, λέγει ότι κακοί εργάτες τους οποίους εννοεί εδώ ο Χριστός είναι εκείνοι που δεν έχουν πραγματική αγάπη. Και στην συνέχεια ισχυρίζεται πώς ό,τι γίνεται όχι από αγάπη προς τον Θεό, αλλά για να αποσπάση τον έπαινο από τους ανθρώπους, όποιο κι’ αν είναι αυτό το έργο, « ου θεοσεβείας έπαινον ευρίσκει, αλλ’ ανθρωπαρεσκείας ή αυταρεσκείας ή φιλονικίας ή φθόνου ή τινος τοιαύτης αιτίας έχει το κρίμα”. Επομένως, η ιεραποστολή εξασκείται με πολλούς και ποικίλους τρόπους, με την προσευχή, την διδασκαλία, την ποιμαντική δράση, τον λόγο και την σιωπή, την κίνηση και την αδράνεια, την σταυρική ζωή και την ένδοξη κοίμηση. Αλλά όμως η ιεραποστολή γίνεται μέσα στην ατμόσφαιρα της ορθοδόξου ησυχίας, η οποία ησυχία ελέγχεται από το πόσο κανείς σέβεται τους εκκλησιαστικούς θεσμούς. Όταν μια « ιεραποστολή» εξασκείται χωρίς την ευλογία της Εκκλησίας, η οποία δίδεται από τους Επισκόπους, οι οποίοι είναι διάδοχοι των αγίων Αποστόλων, δεν ευλογείται από τον Θεό και ένας τέτοιος « ιεραπόστολος» είναι κακός εργάτης. Βεβαίως και ένας Επίσκοπος, όταν δεν αφήνη τους γνησίους ποιμένας να εργασθούν θα δώση λόγο στον Θεό. Αλλα η ύπαρξη ενός Επισκόπου, ο οποίος δεν δίδει άδεια σε κάποιον να εξασκήση ποιμαντική διακονία μέσα στην Εκκλησία, δεν μπορεί να ευνοήση ανταρσίες και εκκλησιαστικά σχίσματα.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου