Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010
Παππού, έχεις πεθάνει...
Ι.
Παππού, συγνώμη που θα στο πω, αλλά έχεις πεθάνει.
Σιγά το νέο θα μου πεις. Ακόμα και να μην το είχες καταλάβει, μ’ ένα ξύλινο κασόνι ολόγυρά σου και δυο μέτρα γης πάνωθέ σου, θα το είχες σίγουρα υποψιαστεί. Έλα όμως που εγώ δεν αναφέρομαι σ’ αυτόν τον βιολογικό σου θάνατο, που εδώ που τα λέμε, δεν έχει αλλάξει και πολλά πράγματα για τους δυο μας. Αναφέρομαι σε ένα άλλου είδους θάνατο, ολίγον περίεργο. Μη βιάζεσαι θα σου εξηγήσω.
Δεν πάει πολύς καιρός που μου ‘ρθε η φαεινή ιδέα να δώσω κάποια διηγήματά μου σε ένα μεγαλοεκδότη, έτσι για να μου πει τη γνώμη του. Ειλικρινά μόνο τη γνώμη του ήθελα, δεν είχα καμιά υστεροβουλία εκδόσεώς τους – εξάλλου τι να την κάνω την έκδοση; Εμένα μου αρκούσε ο θαυμασμός του εν λόγω «παράγοντα» των εκδοτικών μας πραγμάτων. Φευ! Δεν ευτύχησα. Για την ακρίβεια βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που του τα πήγα. Γιατί, για να λέμε την αλήθεια, όταν λες σε κάποιον «θέλω τη γνώμη σου για ένα γραπτό μου», εννοείς «θέλω τη θετική σου γνώμη για ένα γραπτό μου». Την αρνητική σου τι να την κάνω; Δεν μου φτάνει δηλαδή εκείνη η ακατανίκητη ανασφάλειά μου κι εκείνη η εσώτατή μου φωνή που με συμβουλεύει πως καλά θα κάνω να μην ξαναγράψω, πρέπει να έχω και κάποιον άλλο τριγύρω να μου τη θυμίζει; Όχι κύριε, να κρατηθώ από τα καλά σου λόγια θέλω. Αν δεν έχεις καλά έργα, σου φτάνουν τα καλά λόγια...
Εν πάση περιπτώσει, ο εν λόγω μεγαλοεκδότης δεν φάνηκε να συμμερίζεται τις δικές μου απόψεις περί αληθινών ερωτήσεων και αληθινών απαντήσεων, και μου έκανε τα διηγηματάκια μου «φύλλο και φτερό». Εγώ, προεκτείνοντας πρακτικά τη θεωρία μου περί αληθινών και ψεύτικων δηλώσεων, τον διαβεβαίωσα πως οι παρατηρήσεις του μου ήταν «ιδιαιτέρως χρήσιμες» και πώς «η κριτική των επαϊόντων αξίζει μονάχα όταν είναι αρνητική γιατί σε βοηθά να βελτιωθείς»… κ.λπ., κ.λπ. Φοβάμαι πως στις τελευταίες αυτές δηλώσεις μου υποψιάστηκε, έστω καθυστερημένα, το χάσμα αλήθειας και επίφασης στα λεγόμενά μου, πράγμα που με έκανε να φανώ ακόμα πιο γελοίος στα μάτια του.
Το κακό είναι πως σήμερα, μετά από αρκετό καιρό, μοιάζω κι εγώ γελοίος στα μάτια μου. Αν διαβάσεις τα διηγήματα που του έδωσα τότε, ακόμα κι εσύ που –χωρίς παρεξήγηση– έχεις τόση σχέση με τη λογοτεχνία όσο και οι πάπιες με το τάε-κβο-ντο, θα καταλάβεις πως πρόκειται για τις μεγαλύτερες μπούρδες που γράφτηκαν ποτέ. Αν όχι για τις μεγαλύτερες, έστω από τις αρκετά μεγάλες – μην ξεχνάμε πως η μπούρδα και ο έρωτας δεν έχουν όρια...
Για να μην μακρηγορώ, ο συγκεκριμένος άνθρωπος που είχε την ευγένεια να μου πει τις αρνητικές του εκτιμήσεις για τα διηγήματά μου, είπε μεταξύ άλλων (τα οποία δεν θυμάμαι – τόσο πολύ χρήσιμα μου φάνηκαν) και το εξής... Μάλλον πριν σου πω τι είπε, ξέχασα να σημειώσω πως ένα από τα διηγήματα αυτά ασχολούνταν με τη ζωή ενός δημοσίου υπαλλήλου, εκεί γύρω στη δεκαετία του ‘60. Το διήγημα, εκτός από την αφήγηση σε ενεστωτικό χρόνο, χρησιμοποιούσε και την πολυφορεμένη τεχνική του φλας μπακ, θέλοντας να δώσει εικόνες του ήρωα από την παιδική του ηλικία, όταν έφτασε μετανάστης από τη Μικρά Ασία στην Αθήνα. Ο μεγαλοεκδότης λοιπόν, ειδικά για το διήγημα αυτό, μου είπε τα εξής περίπου: «Αμάν, βρε παιδί μου με τη μικρασιατική καταστροφή! Καθένας που γράφει, αισθάνεται πως έχει εγγεγραμμένη στο υποσυνείδητό του την υποχρέωση να γράψει και κάτι για την περίοδο εκείνη! Μα έχουν γραφτεί τόσα και τόσα πια για εκείνη την εποχή. Τι άλλο μένει πια για να γραφτεί; Δεν μου φαίνεται λογικό να ασχολείται ένας άνθρωπος της ηλικίας σου για μια περίοδο που δεν έζησε και που απλώς άκουσε ή διάβασε σ’ ένα ατέλειωτο σύννεφο μύθου και ιστορίας συσσωρευμένο και βεβαρημένο μέσα από τόσες και τόσες γραφές για δαύτη την περίοδο». Όσο μου ανέλυε την περισπούδαστη θεωρία του, εγώ σκεφτόμουν πως ωραία τα λέει αυτός, αλλά μη μου τα λέει εμένα, να έρθει να τα πει σε σένα παππού, που όταν ήρθες από την Αλάγια, δούλεψες εφημεριδοπώλης, καφετζής, λούστρος, χαμάλης, κουρέας κι ένα σωρό άλλα επιφανή επαγγέλματα, «για να έχω εγώ την άνεση» –καταπώς συνήθιζαν να λένε οι μαμάδες της προηγούμενης γενιάς– να γράφω τις μπούρδες μου κι οι μεγαλοεκδότες να λένε τις δικές τους...
Όμως, σήμερα παππού, τα πράγματα μού φαίνονται λιγάκι διαφορετικά από τότε. Λοιπόν ο τύπος είχε δίκιο. Σήμερα που κάθομαι μπροστά στο laptop και σκαλίζω στο πληκτρολόγιο τις αράδες τούτες, έχοντας δίπλα μου ένα fredo με γυριστό καλαμάκι, προσπαθώντας να βολέψω την ανοικονόμητη παχυσαρκία μου στη sato πολυθρόνα του γραφείου, ε ναι, συνειδητοποιώ πως η μικρασιατική καταστροφή μού πέφτει κομματάκι μακριά.
Θα μου πεις, «ωραία, και με μένα τι γίνεται»; Καλή ερώτηση. Γιατί, όπως και να το κάνει κανείς, έχεις ένα δίκιο. Εσύ δηλαδή που έφαγες την πίκρα της ξενιτιάς και κουβαλήθηκες δεκάχρονο αγόρι εδώ χάμω, τι θα γίνεις; Θα βουτήξεις στα fredo της γενιάς μου και θα περιμένεις υπομονετικά να σε ρουφήξουν με το καλαμάκι μια για πάντα;
Παππού, συγνώμη που θα σου το πω, αλλά δεν έχουν πια νόημα για σένα οι καταδύσεις. Έχεις πεθάνει.
ΙΙ.
Σε είδα πάλι χθες το βράδυ στον ύπνο μου. Δεν ήσουν όπως σε γνώρισα και σ’ έζησα στο σπίτι της Νέας Σμύρνης. Όχι. Ήσουν όπως σε έχω δει σε κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του ’60. Εσύ κουστουμαρισμένος σαν τον Παπαγιαννόπουλο, περπατάς στο δρόμο και κρατάς απ’ το ένα χέρι τον πατέρα μου κι απ’ το άλλο κάποια θεία μου. Κουστουμάκι καλοραμμένο, γιλεκάκι ασορτί, γραβάτα, ρεπούμπλικα καλοβαλμένη, γυαλί μαύρο. Φίνος ήσουνα, παππού!
Γενικά πάντα φίνος μού φαινόσουν. Ακόμα και με τη ρόμπα στο σπίτι. Και τότε μου θύμιζες φιγούρα βγαλμένη από ελληνική ταινία – απ’ αυτές που σου άρεσαν κι εσένα, κι είχες και την τύχη να τις πρωτοδείς στο σινεμά (πάντα σε ζήλευα γι’ αυτό). Τη ρόμπα σου την έχω δει να τη φοράει ο Κωνσταντάρας. Ρόμπα της εποχής, μέχρι τη μέση, με κορδονάκια ραμμένα στις ραφές και τσεπάκι στο στήθος, ολόγυρα ραμμένο κι αυτό με κορδονάκια. Τη φορούσες κουμπωμένη, κι από μέσα πουκάμισο και γραβάτα και ήταν συνήθως το επίσημο ένδυμα του σπιτιού, κάτι σαν σακάκι εσωτερικού χώρου. Όχι πως ήσουν άνθρωπος της επισημότητας, αλλά όπως και να το κάνουμε σου άρεσε η κομψότης. Ίσως να ήταν και επαγγελματική συνήθεια. Ένας άνθρωπος που έχει κατάστημα με υφάσματα και ρούχα και γνωρίζει τη ραπτική, δεν μπορεί να μη φοράει τα κομψότερα του είδους. Αυτός κατά τη γνώμη μου ήταν κι ο λόγος που αργότερα φτιάξατε το εργοστάσιο με τα υφάσματα και τα πουκάμισα: η εσώτερη κλίση σου για κομψότητα. Κι ας λένε οι άλλοι πως αυτό που σε ενδιέφερε ήταν το χρήμα. Αυτοί, παππού, δεν ξέρουν. Κρίνουν εξωτερικά. Σου λένε «ο άνθρωπος ήρθε σχεδόν ξυπόλητος από τη Μικρά Ασία, έκανε τόσες δουλειές για να βγάλει το ψωμί του, μέτραγε και την τελευταία δεκάρα… την κομψότητα θα κοίταζε; Τα λεφτά ήταν ο σκοπός του». Όλα αυτά είναι βλακείες. Δε λέω, σίγουρα σε ενδιέφεραν τα λεφτά, αλλά το χρήμα ποτέ δε δίνει εσωτερικό οίστρο στη ζωή ενός ανθρώπου. Κι εσύ, όπως και να το κάνουμε, είχες οίστρο...
Είδες τι ωραία που σε ξέρω! Α όχι, μη γελάς. Σε ξέρω πραγματικά. Κι ας ήσουν πάντοτε τόσο αμίλητος. Εγώ σε παρατηρούσα για χρόνια. Σε θυμάμαι όταν ερχόμασταν στο σπίτι της Νέας Σμύρνης που γελούσες πονηρά και μας έπαιρνες εμάς τα παιδιά, μας πήγαινες στο μέσα δωμάτιο, ξεκλείδωνες το συρτάρι ενός σιδερένιου γραφείου –τώρα που το σκέφτομαι, κι αυτό σαν από ελληνική ταινία ήταν– έβαζες το χέρι σου βαθιά στο συρτάρι και έβγαζες τσίχλες και καραμέλες. Η επόμενη σκηνή περιελάμβανε μόνιμα τη μαμά να γκρινιάζει χαμογελώντας ότι θα μας χαλάσεις τα δόντια με αυτά που κάνεις...
Πάντως, δε σου κρύβω πως εκείνο τον καιρό, μου φαινόσουνα τσιγκούνης. Μάλιστα, τσιγκούνης. Μα να έχεις ολόκληρο συρτάρι τσίχλες και καραμέλες και να μάς δίνεις μόνο κάνα δύο, κι ύστερα να ξανακλειδώνεις το συρτάρι μέχρι την επόμενη φορά; Απαράδεκτον! Κι αν δεν είχα σταματήσει να μασάω τέτοιου είδους πράγματα, να το ξέρεις θα σου το κράταγα μέχρι σήμερα. Ας είναι. Μετά κατάλαβα πως άλλο πράγμα είναι η τσιγκουνιά κι άλλο η οικονομία. Κι εσύ ήσουν πάντοτε οικονόμος.
Ήσουν οικονόμος ακόμα και στα λόγια. Λίγο μιλούσες, αλλά πάντοτε συμμετείχες. Γέλαγες με όσα λέγαμε κι έβλεπε κανείς στα μάτια σου μια γαληνεμένη ικανοποίηση. Ακόμα και στο τραπέζι.
Θυμάμαι τον τρόπο που έκοβες ψωμί, το πώς μασούλαγες με το κάτω χείλος προτεταμένο και τα μάτια ανοιχτά να μάς κοιτούν. Εμείς να μιλάμε, να γελάμε, να φωνάζουμε σχεδόν, κι εσύ ο πιο ήσυχος της παρέας, να τρως ατάραχος, χωρίς ωστόσο να σε νιώθουμε απόμακρο. Όταν μιλούσες, ήταν για να πεις καμιά από εκείνες τις απολαυστικές ιστορίες του Ναστραδίν Χότζα, που τις διάνθιζες με τούρκικες λέξεις που θυμόσουν από την παιδική σου ηλικία – και δεν ήταν λίγες.
Α ρε παππού, ωραία περνάγαμε! Θυμάσαι που βλέπαμε τα κυριακάτικα απογεύματα τη «Λωξάντρα» στην ΥΕΝΕΔ; Ε, λοιπόν, σήμερα σκέφτομαι πως το σπίτι της Νέας Σμύρνης ήταν ο ιδανικότερος τόπος για να παρακολουθήσει κανείς αυτή τη σειρά. Αισθανόμουν πως συμμετείχα στο έργο. Εγώ καθισμένος κατάχαμα στο κιλίμι, είχα το προνόμιο να την έχω δίπλα μου τη Λωξάντρα –η γιαγιά τής έμοιαζε στο μπρίο και τον εξωστρεφή χαρακτήρα– κι απέναντί μου τον Ταρνανά: ήσουν ολόιδιος μαζί του – λιγομίλητος, καλοκάγαθος, απλός και καταδεκτικός. Βέβαια, θα μου πεις εκείνος ήταν κάτι σαν υπηρέτης στο έργο, αλλά τώρα τι να σου κάνω κι εγώ, ένα μυαλό παιδικό διέθετα και μια φαντασία περιορισμένη. Αυτούς τους παραλληλισμούς ένιωθα, αυτούς έκανα. Ωραίες εποχές, όμως!
Σήμερα διαθέτουμε πλέον οθόνη plasma – όλα είναι πιο μεγάλα, πιο χορταστικά. Δεν διαθέτουμε όμως εσένα, κι ας μη σε χορτάσαμε όσο θα θέλαμε.
Τώρα βέβαια, εδώ που τα λέμε, ο παραλληλισμός σου με τον Ταρνανά αποδείχτηκε πως δεν ήταν και τόσο άστοχος. Γιατί αργότερα, θα το θυμάσαι σίγουρα, όταν η γιαγιά είχε πια καθηλωθεί στο κρεβάτι από ρευματοειδή αρθρίτιδα, εσύ ήσουν κάτι σαν υπηρέτης της. Έπλενες, μαγείρευες, σκούπιζες, σφουγγάριζες, την εξυπηρετούσες σε όλα. Και χωρίς να γογγύξεις ούτε μία φορά. Έλα τώρα, μη το αρνείσαι. Εγώ, είπαμε, τα παρατηρούσα όλα κι ας ήμουνα μικρός. Εξάλλου, μια φορά, πολύ αργότερα, όταν πια η γιαγιά είχε πεθάνει κι οι δυο μας είχαμε μεγαλώσει «ανεπανόρθωτα», θυμάμαι που μου είχες πει: «η ζωή μου ολόκληρη τελικά δεν μού έφτασε για να της ξεπληρώσω όσα της χρωστούσα». Σε χάρηκα πολύ τότε. Ήσουν ωραίο γεροντάκι. Και τότε κατάλαβα αυτό που πάντα υποψιαζόμουν: μέσα στη σιωπή σου έκρυβες μεγάλη αγάπη για όλους μας. Και πρωτίστως για κείνη, τη «μελαχρινή καλλονή» – έτσι είχες πει κάποτε, γεμάτος περηφάνια, πως την αποκαλούσαν στα νιάτα της.
Είδες που τα θυμάμαι όλα; Και δεν θυμάμαι μόνο το χαρακτηρισμό της «μελαχρινής καλλονής», αλλά και τη λάμψη στα μάτια σου, το λαμπερό χαμόγελό σου καθώς τον πρόφερες, την τρυφερότητα των λέξεων που τον συνόδευαν. Σ’ ένα κόσμο σαν το δικό μου, που ήταν εθισμένος σε θρησκευτικά κηρύγματα «περί σοβαρότητας» και που αποδοκίμαζε με χίλιους δυο τρόπους την εκδήλωση των συναισθημάτων σαν ένδειξη αδυναμίας και ελαφρότητας, εκείνο το χαμόγελό σου, εκείνη η λάμψη, εκείνος ο απλός χαρακτηρισμός ήταν για μένα η στιβαρή θραύση της άγουρης και αποκρουστικής σοβαροφάνειας που πήγαινε να γεννηθεί μέσα μου. Δόξα τω Θεώ, βοήθησες στην έκτρωσή της νωρίς-νωρίς.
Σαν ελληνική ταινία σε θυμάμαι, παππού – άλλοτε ευθυμώ, άλλοτε μελαγχολώ. Μα πάντα οι ελληνικές ταινίες έχουν τέλος, ακόμα κι αυτές που πλέον βγήκαν σε DVD και μπορείς να τις προβάλλεις και στο laptop. Και στο δικό μου laptop η μπαταρία έχει πέσει πολύ. Άσε που η οθόνη μ’ όλα αυτά έχει αρχίσει να θολώνει... Πρέπει να διακόψω. Εξάλλου, μη ξεχνάς αυτό που οι μεγαλοεκδότες λένε και με συγνώμη σου ξαναθυμίζω: Παππού μου έχεις πεθάνει...
ΙΙΙ.
Κάθε φορά που βλέπω κάποιον να χορεύει ζεϊμπέκικο, έχοντας στο στόμα τσιγάρο, σε θυμάμαι, παππού. Τώρα, θα μου πεις, πώς γίνεται να έχω συνδέσει μια τέτοια εικόνα με σένα που ουδέποτε χόρευες και ήσουν φανατικός αντικαπνιστής; Ε, εδώ είναι τα περίεργα... Αν μάλιστα κάποιος από αυτούς που σε γνώρισαν παραλλήλιζε τη θύμησή σου με τον Greek type του Αλέξη Ζορμπά, θα ‘βαζε σίγουρα τα γέλια.
Κι όμως δεν είναι τελείως παράξενο. Ίσα-ίσα αυτή σου η αντικαπνιστική μανία ευθύνεται για τον ασυναίσθητο εντός μου συνειρμό. Θα σου εξηγήσω...
Κάποιο βράδυ –πάνε πολλά χρόνια, εγώ πρέπει να ήμουν πολύ μικρός– είχατε έρθει στο σπίτι (τον καιρό εκείνο η γιαγιά μπορούσε ακόμα να μετακινηθεί και εκτός σπιτιού). Αφού φάγαμε, σηκωθήκαμε από το τραπέζι για να περάσουμε το υπόλοιπο της βραδιάς στο καθιστικό. Τα ποτήρια με το κρασί αρνούνταν να φύγουν από τα χέρια – δεν άργησε να έρθει κι η μουσική. Το νεαρό ζευγάρι (οι γονείς μου) δε θέλησαν να σας χαλάσουν το χατίρι και σηκώθηκαν να χορέψουν. Εκείνο τον καιρό ο μπαμπάς δεν είχε ακόμα κόψει το τσιγάρο – και κάπνιζε πολύ. Έσβηνε το ένα, άναβε το άλλο. Εσύ, αντικαπνιστής φανατικός, καθόσουν σε αναμμένα κάρβουνα. Η μουσική συνέχιζε – τραγούδια ελαφρά, «το πουκάμισο το θαλασσί...». Σηκωθήκαμε κι εμείς, η μαρίδα, και κάναμε πως χορεύουμε. Ο μπαμπάς έσβηνε το ένα, άναβε το άλλο. Σε λίγο ήρθε χορός «βαρύς», ζεϊμπέκικο. Έμεινε μόνος καταμεσής του δωματίου – χέρια απλωμένα, το τσιγάρο στο στόμα να καπνίζει. Ώσπου δεν άντεξες. Πετάχτηκες πάνω σαν ελατήριο, βούτηξες το τσιγάρο από το στόμα του και το έκανες χίλια κομμάτια. Ο μπαμπάς το έριξε στ΄ αστείο, διασκέδασε τη στιγμή. Εσύ προσπαθούσες να καλμάρεις την οργή σου. Οι άλλοι κοιτιόμασταν αμήχανοι. Όλοι προσπαθούσαμε να αποκαταστήσουμε την κεφάτη βραδιά. Μάταια...
Ήταν η πρώτη φορά που σε έβλεπα εξοργισμένο. Όχι όμως και η τελευταία. Βλέπεις ήσουν ήρεμος και φιλήσυχος άνθρωπος, οπότε και οι εκρήξεις σου, επειδή ήταν σπάνιες, ήταν και παροιμιώδεις.
Λοιπόν, η δεύτερη φορά ήταν πιο θυελλώδης. Ποτέ δε σε είχα δει έτσι. Ήσουν σαν άγριο θηρίο που χτυπιόταν στα κάγκελα του κλουβιού του. Ήταν εκείνο το απόγευμα που προσπάθησαν όλοι μαζί (η γιαγιά και τα παιδιά σου – αλλά κυρίως ο μπαμπάς) να σε πείσουν πως είχες πια μεγαλώσει, πως «έπρεπε πλέον να ξεκουραστείς» και δεν ήταν σωστό να κατεβαίνεις άλλο στο μαγαζί, στον Πειραιά. Εσένα δε σε χωρούσε ο τόπος. Πηγαινοερχόσουν στο δωμάτιο έξαλλος: «Να πάτε όλοι στο διάολο. Δεν έχετε ιδέα τι σημαίνει δουλειά. Εμένα μάτωσαν τα χέρια μου να δουλεύω από δέκα χρονών, και θα μου πείτε τώρα να σταματήσω;». Η φωνή σου ολοένα και πήγαινε να σπάσει από θυμό και παράπονο. Μπαινόβγαινες στο μπαλκόνι. Ήσουν εκτός εαυτού...
Τελικά παραδόθηκες, συνταξιοδοτήθηκες. Άρχισες να μένεις σπίτι – σε χρειαζόταν και η γιαγιά, κατάκοιτη πλέον.
Φόραγες τη γνώριμη ρόμπα σου μόνιμα πια, αλλά χωρίς πουκάμισο και γραβάτα από μέσα. Έβγαινες καμιά βόλτα, μα κυρίως φρόντιζες εκείνη. Όταν η γιαγιά πέθανε, δε σου έμεινε τίποτα. Μόνο η τηλεόραση και το ραδιόφωνο για να ακούς τα κυριακάτικα ματς του Ολυμπιακού. Πού και πού έκανες καμιά βόλτα μέχρι την Εστία Νέας Σμύρνης – πάντοτε κουστουμαρισμένος. Καθόσουν στο καφενείο της, παρήγγελνες καφέ και τον έπινες σε κάποιο τραπεζάκι μαζί με άλλους γέροντες, βλέποντάς τους να παίζουν πρέφα ή τάβλι – ποτέ δε συμμετείχες.
Αργότερα βάρυνες, είχες αστάθεια στο περπάτημα και σε πηγαίναμε εμείς καμιά φορά στην Εστία. Είχα μεγαλώσει αρκετά πλέον. Τις Κυριακές πήγαινα εκκλησία κάπου στο κέντρο της Αθήνας και μετά ερχόμουν στη Νέα Σμύρνη και καθόμουν μαζί σου. Εσύ, ήσυχος όπως πάντα. Αν δεν σου μιλούσα, δεν έλεγες τίποτα. Αν άνοιγα κουβέντα, μου μίλαγες με ευχαρίστηση. Τότε ήταν που άρχισα να σε ρωτάω για το παρελθόν, για το πότε ήρθες από τη Μικρασία και όλα τα συναφή. Και τότε ήταν που έμαθα τις πιο αλλόκοτες λεπτομέρειες για σένα: ότι όταν ζούσες στην Αλάγια πήγαινες σε ιταλικό σχολείο (ιταλοκρατούνταν η περιοχή) κι ακόμα θυμόσουν πολλές ιταλικές λέξεις· ότι το οικογενειακό σας όνομα δεν ήταν Αργυριάδης, αλλά Δαλκάς κι ότι δεν ήξερες πότε ακριβώς είχες γεννηθεί, αφού δε σώζονται ληξιαρχικά στοιχεία γέννησης από κείνα τα χρόνια της φωτιάς.
Λοιπόν πάντοτε ήθελα όσα μου είχες πει τότε να τα κάνω μυθιστόρημα. Δεν ευτύχησα. Μου ανέκοψε τη φόρα μια ανίατη έλλειψη ταλέντου κι ένας μεγαλοεκδότης που με έπεισε πως έχεις πλέον πεθάνει. Όμως για να μου φύγει το μεράκι ρε παππού, άσε με να σου τα πω, έτσι για να δω αν τα θυμάμαι καλά – κι εσύ όπου χρειάζεται με διορθώνεις.
Ο πατέρας σου ήταν φούρναρης στην Αλάγια (ένα χωριό στον κόλπο της Αττάλειας – απέναντι από την Κύπρο), σωστά; Το 1914 τον επιστρατεύει ο τουρκικός στρατός για να ψήνει ψωμιά στους τούρκους στρατιώτες. Τον καλούνε να παρουσιαστεί στη Σμύρνη. Όμως η ελληνική του συνείδηση δεν το βαστάει. Ξεκινάει το ταξίδι για τη Σμύρνη και στο δρόμο το σκάει, δραπετεύει για τη Χίο. Από τη Χίο φτάνει στον Πειραιά. Φοβάται να δώσει το πραγματικό του όνομα (Δαλκάς), καθότι λιποτάκτης του τουρκικού στρατού, και δηλώνεται Αργυριάδης. Κατόπιν, βλέπει πως στην Ελλάδα τα πράγματα δεν είναι καλά. Στον τόπο του δεν μπορεί να γυρίσει. Σηκώνεται και φεύγει για τη Γαλλία, όπου και μένει μέχρι το 1918. Από τη Γαλλία έχει καλή πληροφόρηση. Μαθαίνει τι πρόκειται να συμβεί στη Μικρασία. Γυρίζει στη Σμύρνη το 1921 και προσπαθεί, μέσω του αδελφού του, να φέρει την οικογένειά του εκεί για να φύγουν μαζί για Ελλάδα. Δεν τα καταφέρνει. Φεύγει από τη Σμύρνη «στο παρά πέντε» –τρεις μέρες πριν από την καταστροφή– μ’ ένα πλοίο που πλέει για Κρήτη. Μέσω αλληλογραφίας με τον αδελφό του, μαθαίνει πως η οικογένειά του έφυγε από την Αλάγια και έχει πια φτάσει στον Πειραιά. Όμως στον Πειραιά οι «Έλληνες» δεν επιτρέπουν στους «τουρκόσπορους» να κατέβουν από το καράβι. Ξαναφεύγουν και φτάνουν στο Κατάκολο – μάταια. Στο τέλος αποβιβάζονται στην Αμαλιάδα. Ο πατέρας σου σας αναζητά παντού. Τελικά επανασυνδέεστε –μετά από εννιά χρόνια και χωρίς κινητά τηλέφωνα– στην Αμαλιάδα και γυρίζετε όλοι μαζί στον Πειραιά.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Την έχουν γράψει άλλοι, ταλαντούχοι, σε ένα σωρό βιβλία. Αυτό που δεν πρόλαβαν να γράψουν, είναι για έναν νεαρό που, καθισμένος μπροστά στο laptop του, «τα λέει» με τον παππού του. Ο νεαρός όπως θα κατάλαβες είμαι εγώ, μα ο παππούς του δεν υπάρχει· έχει πεθάνει...
ΙV.
Η τελευταία φωτογραφία σου που έχουμε είναι από το γάμο του αδελφού μου – το δικό μου δεν τον πρόλαβες δυστυχώς.
Έχεις μόλις φτάσει στην εκκλησία κι ο γαμπρός περιμένει ακόμα στα σκαλιά. Τον πλησιάζεις και με τις δυο σου παλάμες αγκαλιάζεις τα μάγουλά του, δίνοντας εκείνα τα τόσο γνώριμα «χαστουκάκια» περηφάνιας. Το χαμόγελό σου φτάνει ως τ’ αυτιά. Ξεχειλίζεις από περηφάνια. Και πώς θα μπορούσε αλλιώς; Ήταν ίσως ο αγαπημένος σου εγγονός – φέρει το ίδιο ακριβώς όνομα: Αναστάσιος Χαραλάμπους Αργυριάδης.
Στη φωτογραφία φαίνεσαι πάλι καλοντυμένος, κουστουμαρισμένος, με τη ρεπούμπλικα στο κεφάλι, αλλά η πατίνα της κομψότητας σ’ έχει πια εγκαταλείψει. Έχεις βαρύνει. Όσες τρίχες σού έχουν μείνει στο κεφάλι είναι άσπρες. Μα κι αυτές έχουν πάρει τη θαμπάδα του περασμένου χρόνου. Κάποιες «λεπτομέρειες» προδίδουν τον γέροντα που δεν έχει όρεξη, διάθεση, χρόνο και ικανότητα να φροντίσει και να συντηρήσει την αλλοτινή αψεγάδιαστη εικόνα του. Ακόμα και η ρεπούμπλικα είναι πια ...too much! Εσύ στην παρακμή σου, ο γαμπρός στην τέλεια ακμή του. Μια φωτογραφία, όλα τα λόγια. Ο μεγάλος Τάσος περήφανος και σίγουρος, αλλά λίγο πριν φύγει. Ο μικρός Τάσος αμήχανος και αβέβαιος, αλλά λίγο πριν έρθει.
Όσο περνάει ο καιρός, δε μού μένει παρά να παρατηρώ αυτόν που έχει μείνει πίσω, τον ονομαστικό αντικατοπτρισμό σου, τον μικρό Τάσο. Έχει κάνει πλέον τρία παιδιά –το ξέρεις, τι στο λέω;– κι έχει πια μπεί για τα καλά στο «παιχνίδι». Δουλεύει σε μεγάλη ναυτιλιακή εταιρεία, ζει στα βόρεια προάστια, ξέρει να κινείται στο σήμερα με άνεση. Είναι ίσως πιο gadgetάκιας από μένα: laptop, κινητό, home-cinema, χρήμα πλαστικό, web-cam. Έχει ωραίο αμάξι, συχνάζει σε ωραία μέρη, είναι ωραίος ο ίδιος. Έχει το όνομά σου. Δεν είναι πια αμήχανος, ούτε αβέβαιος για το μέλλον – μπορεί να είναι «πνιγμένος» με τρία παιδιά, αλλά όχι αμήχανος. Κερδίζει τη ζωή του μέρα με την ημέρα, καθώς την κέρδισες κι εσύ. Μα εσύ έχεις πλέον πεθάνει...
Θυμάμαι που όταν ήμασταν μικροί, μας έπαιρνες και μας έβαζες πάνω στο παλιό ντιβάνι, κι εκεί έκανες πως μας «ζυμώνεις»: με σφιγμένες τις γροθιές, όπως όταν ζυμώνουμε, μας πίεζες σε όλο μας το σώμα σαν εύπλαστο ζυμάρι· εμείς γαργαλιόμασταν, ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια, σπάγαμε πλάκα. Την επόμενη φορά που ερχόμασταν, αγωνιζόμασταν ποιός θα σε ρωτήσει πρώτος: «Παππού θά με ζυμώσεις»;
Παππού έχεις πεθάνει. Κι εμείς έχουμε μείνει πίσω. Ο πατέρας μου γκριζομάλλης, εγώ αμήχανος και φοβισμένος, ο αδελφός μου κραταιός και άφοβος. Κάποτε μάς ζύμωνες. Τι έχει μείνει απ’ όλο εκείνο το ζύμωμα; Τι μένει τελικά από την αδιάπτωτη συνέχεια των παππούδων, των μπαμπάδων, των παιδιών; Πόσα χρόνια θα κυλήσουν μέχρι να ροδίσει το ζυμάρι, να δικαιωθεί ο ζυμωτής; Ή μήπως έχει κιόλας δικαιωθεί; «Ο αποθανών δεδικαίωται» κι εσύ έχεις πια πεθάνει. Έχτισες έναν κόσμο από το μηδέν, μα έχεις πεθάνει. Έμείς θα τον γκρεμίσουμε ή θα τον επεκτείνουμε. Άλλοι θα τον ξαναφτιάξουν ή θα τον γκρεμίσουν ή θα τον επεκτείνουν. Κι όλοι θα γίνουμε παππούδες, κι όλοι μας θα πεθάνουμε.
Όλα αλλάζουν, όλα λιώνουν και ξανακρυσταλλώνονται – τίποτα δεν μένει ίδιο. Όλα φεύγουν κι επιστρέφουν, ξαναχάνονται και πάλι απ’ την αρχή – και τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Το σπίτι της Νέας Σμύρνης έχει γίνει παιδικός σταθμός – τι ειρωνεία! Εγώ το θυμάμαι σαν το σπίτι των παππούδων. Τα παιδιά μας θα το θυμούνται σαν το σπίτι των παιδιών. Τα εγγόνια μας τί θα θυμούνται; Θα θυμούνται; Θυμόμουν, θυμάμαι, θα θυμάμαι, θα με θυμούνται. Ως πότε;
Γράφω, σβήνω, ξαναγράφω. Ψάχνω να βρώ μια διέξοδο σ’ όλο αυτόν τον κύκλο της διαδοχής, της θύμησης και της λησμονιάς, του θανάτου και της ζωής. Άκρη δεν βρίσκω. Σε κοιτώ σε μιά φωτογραφία. Μια άλλη δίπλα εικονίζει τον πατέρα μου με τον αδελφό μου. Μια άλλη, τα ανήψια μου. Κάποια άλλη θα έρθει σε καιρούς μελλοντικούς και τότε η δική σου, παππού, θα πεταχτεί, δεν θά ‘σαι αναγνωρίσιμος. Θα σού λένε: Παππού, έχεις πεθάνει...
Ναι, παππού έχεις πεθάνει. Μα πριν πεθάνεις ολότελα, πριν πεθάνει ο μπαμπάς μου, πριν πεθάνει ο αδελφός μου, πριν πεθάνω κι εγώ· πριν σε ξεχάσουν τα παιδιά μου και τα παιδιά των παιδιών μου, πριν ξεχαστώ ολότελα από τα εγγόνια των παιδιών μου, πριν καταλήξουν οι φωτογραφίες μας ξεθωριασμένες εικόνες άγνωστων προσώπων στα σκουπίδια, πριν τα έργα μας γίνουν σκουπίδια και τα σκουπίδια στάχτες, πριν η ίδια μας η ζωή γίνει στάχτη στα χέρια του θανάτου... παππού, κάτσε για λίγο ακόμα μαζί μας. Ναι, κάτσε για λίγο ακόμα μαζί μας, γιατί είναι αβάσταχτος αυτός ο χρόνος, είναι ασήκωτη η διαδοχή και δεν έχει αναπαμό η απύθμενη δίνη της. Όλους θα μας καταπιεί, όλους θα μας ρουφίξει, μα κάτσε λίγο ακόμα μαζί μας, γιατί έχει πολλή μοναξιά αυτή η ανακύκληση κι όσο κι αν θέλω, καταφυγή δε βρίσκω· όσο κι αν ελπίζω, παρηγοριά δεν νιώθω...
Παππού, κάτσε για λίγο ακόμα μαζί μας. Κι άσε τους μεγαλοεκδότες να λένε: «παππού, έχεις πεθάνει»...
Βασίλης Αργυριάδης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου