Στη περιοχή της Νουρσίας ζούσαν δυο Μοναχοί μια ζωή ασκητική και γεμάτη αγιότητα. Και ο μεν ένας απ’ αυτούς λεγόταν Ευτύχιος, ο δε άλλος Φλωρέντιος.
Του Ευτύχιου λοιπόν υπερπλήθαινε και μεγάλωνε ολοένα ο πνευματικός του ζήλος και η θερμότητα της πίστης του, κι’ έσωζε πολλές ψυχές, και αγωνιζόταν με τις διδασκαλίες του να τις φέρει κοντά και να τις συμφιλιώσει με το Θεό. Και στο τέλος, οι αδελφοί κάποιου γειτονικού Μοναστηριού πέσανε στα πόδια του, και τον θερμοπαρακαλέσανε να δεχθεί να γίνει Ηγούμενός τους· κι’ εκείνος κάμφθηκε από τα παρακάλια τους και δέχθηκε· και πολλούς από την αγία εκείνη Σύναξη τους οδήγησε στη τελειότητα. Γι’ αυτό, κι’ όταν πέθανε, ο Θεός τον δόξασε με θαυματουργίες και με τ’ αγιασμένα ρούχα του και η ξηρασία της γης λύθηκε κάποτε και πολλοί έγιναν καλά και γιατρεύθηκαν τελείως από την αρρώστια τους.
Ο Φλωρέντιος δε, εξακολούθησε την ασκητική του ζωή κι’ όταν έφυγε ο Ευτύχιος για το Μοναστήρι, απόμεινε μονάχος του στο ίδιο κελλί που έμεναν πρωτύτερα οι δυό τους, και ζούσε ειρηνικά και με προσευχές, παρακαλώντας τον παντοδύναμο Θεό να τον βοηθά και να του δίνει δύναμη να βαστάξει τη μοναξιά του.
Μια μέρα λοιπόν, όταν τελείωσε την προσευχή του, βγήκε από το κελλί του. Και τότε, είδε να στέκεται εμπρός από το κατώφλι της εξώπορτας του μια αρκούδα, που έσκυβε το κεφάλι της προς τη γη, και φανέρωνε, με τη στάση της αυτή, πως την είχε στείλει ο Θεός, για να τον υπηρετεί. Όταν αντιλήφθηκε την αιτία του ερχομού της αρκούδας, ο άνθρωπος εκείνος του Θεού ευχαρίστησε γονατιστός τη μεγαλοσύνη του· κι’ επειδή είχε τέσσερα πρόβατα, που τα έβοσκε ο ίδιος, της τα παράδωσε να τα βόσκει, λέγοντας της· -Σου τα παραδίνω, πάρε τα λοιπόν, και πήγαινέ τα στη βοσκή, και το βράδυ, κατά τις έξι η ώρα, να ξαναγυρίσεις μαζί τους. Και η αρκούδα παράλαβε τα πρόβατα και τάβγαλε να βοσκήσουν. Κι’ όταν ήλθε έξι η ώρα, τα ξαναγύρισε πίσω, όπως τη διέταξε. Κι’ αυτό γινόταν καθημερινά και μονάχα τις ημέρες που ο άγιος εκείνος άνθρωπος νήστευε, της είχε παραγγείλει να γυρίζει στις εννιά το βράδυ.
Κι’ έτσι γινόντανε πάντα· και η αρκούδα έβοσκε προσεκτικά και μ’ επιμέλεια μεγάλη τα πρόβατα και η φήμη για το θαύμα αυτό διαδόθηκε παντού και σ’ όλη τη χώρα.
Τέσσερις λοιπόν αδελφοί από τους μαθητές και τους υποτακτικούς του ευλαβέστατου Ευτύχιου, φθόνησαν για το πράγμα αυτό. Και ο Σατανάς τρύπωσε μέσα τους και τους αναστάτωνε· επειδή ενώ ο Φλωρέντιος φαινότανε μεγάλος και λαμπρός στα μάτια του κόσμου, ο δάσκαλος τους ο Ευτύχιος δεν έκανε κι’ αυτός θαυματουργίες. Κι’ από τη ζήλεια τους, και από το φθόνο τους, έστησαν καρτέρι, και σκότωσαν την αρκούδα.
Βράδιασε λοιπόν κι’ επειδή η αρκούδα δεν φάνηκε την ώρα που έπρεπε, όπως το συνήθιζε, ο Φλωρέντιος την περίμενε κι’ ανησυχούσε. Κι’ όταν νύχτωσε πλέον και δεν φάνηκε καθόλου η αδελφή του -όπως από την πολλή του καλοσύνη συνήθιζε να την ονομάζει – άρχισε να στενοχωριέται πολύ. Κι’ όλη τη νύκτα την πέρασε άγρυπνος και καταστενοχωρημένος. Και το πρωί, τράβηξε κατά τα χωράφια, κι’ έψαχνε παντού, αναζητώντας την αρκούδα και τα πρόβατα μαζί. Και στο τέλος, τη βρήκε σκοτωμένη. Αναζήτησε λοιπόν, κι’ έμαθε ποιοί ήταν αυτοί που τη σκότωσαν. Και βυθίσθηκε στη θλίψη και στα δάκρυα, θρηνώντας περισσότερο για την κακία των αδελφών, παρά για τον φόνο της αρκούδας.
Όταν λοιπόν το έμαθε το πράγμα αυτό ο σεβάσμιος Ευτύχιος, τον κάλεσε κοντά του και προσπαθούσε να τον παρηγορήσει. Κι’ ο δούλος του Θεού Φλωρέντιος, που ήταν φαρμακωμένος από τη θλίψη και του δάγκωνε ο πόνος την καρδιά, του είπε κατασυγκινημένος· -Έχω το θάρρος μου και την ελπίδα μου στο Θεό, πως δεν θ’ αφήσει ατιμώρητους στη ζωή αυτή, αυτούς που σκότωσαν την αρκούδα, που η κακομοίρα δεν τους είχε βλάψει σε τίποτα.
Κι’ αμέσως, ύστερα από τη δέησή του αυτή, επακολούθησε και η τιμωρία του Θεού. Και οι τέσσερις αδελφοί που σκότωσαν την αρκούδα πάθανε λέπρα και σάπισε το κορμί τους, και στο τέλος πέθαναν.
Κι από το συμβάν αυτό, ταράχτηκε φοβερά ο άνθρωπος του Θεού, ο Φρουμέντιος. Γιατί φοβήθηκε, πως το έπαθαν αυτό, επειδή τους καταταράσθηκε. Κι’ αποκαλούσε τον εαυτό του φονιά τους κι’ όλη του τη ζωή δεν έπαυσε να κλαίει γι’ αυτούς και να παρακαλεί να τους ελεήσει ο Θεός και να τους συγχωρέσει την αμαρτία τους. Και η πεποίθησή μας είναι, πως ο παντοδύναμος Θεός το έκαμε αυτό, για να μην ξανατολμήσει ο καλός και θαυμάσιος εκείνος άνθρωπος, από οποιαδήποτε ταραχή κι’ αν συγκλονιζόταν, να ξαναξεστομίσει την αμαρτία και την καταστροφή της κατάρας.
- Πέτρος: Τόσο λοιπόν βαρύ αμάρτημα είναι η κατάρα, σαν τύχει να μας κυριέψει ο θυμός και καταταρασθούμε κάποιον;
-Γρηγόριος: Γιατί με ρωτάς, Πέτρο, αν είναι μεγάλη και βαριά αμαρτία, αφού ξέρεις, πως ο θείος Παύλος λέει πως «Οι υβριστές, ποτέ τους δεν θα κληρονομήσουν την Βασιλεία του Θεού»; Από αυτό θα καταλάβεις, αν είναι βαριά αμαρτία η κατάρα, αφού τους αποστερεί την κληρονομιά της ουράνιας Βασιλείας.
Διήγηση του Αγ. Γρηγορίου του Διαλόγου
1 σχόλιο:
με βοήθησες
καλημέρα
Δημοσίευση σχολίου