Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Πατήρ Παύλος Λαυριώτης



Χιλιάδες λαβωμένοι επέρασαν από το χειρουργείο του.

Κι όταν έγινε ειρήνη επήγε στο Άγιον Όρος καλόγηρος.



Τον Γέροντα Παύλο τον Λαυριώτη (1884-1980) τον γνωρίσαμε (αρ. 207) από τον συμμοναστή του Χρυσόστομο Λαυριώτη, σημερινό Επίσκοπο Ροδοστόλου, ο οποίος στο βιβλίο ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΡΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ (εκδ. 2000) καταθέτει τις συγκλονιστικές εμπειρίες του από την συμβίωσή με τον ΓεροΠαύλο.

Στην επετειακή Αγιορειτική έκδοση ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ, ΕΝΘΥΜΙΟΝ ΧΙΛΙΕΤΗΡΙΔΟΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, του 1963, γίνεται αναφορά στην εξέχουσα αυτή προσωπικότητα της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας με ένα ξετύλιγμα της ζωής του, όπως το περιγράφει ο ίδιος, σε ηλικία 79 ετών. Αξίζει να το διαβάσουμε:

Ρώτησαν ένα καλό βασιλιά αν είναι ευχαριστημένος. Εκείνος κούνησε απελπισμένα το κεφάλι: οι φροντίδες της διακυβέρνησης του λαού του δεν τον άφηναν ούτε να κοιμηθή. Ρώτησαν έναν τραπεζίτη αν είναι ευχαριστημένος. Εκείνος κούνησε απελπισμένα το κεφάλι: είχαν πέσει οι μετοχές του. Ρώτησαν ύστερα τον ασκητή αν είναι ευτυχισμένος. Σήκωσε τα μάτια και τα χέρια στο Θεό: «Δόξα σοι, Κύριε...». Αυτή είναι ολόκληρη η ψυχολογία του μοναχισμού...

Μας τη θύμισε ο πατήρ Αγαθάγγελος, ο αρχοντάρης, την ώρα που βαδίζαμε στα στενά δρομάκια του μοναστηριού της Λαύρας, πηγαίνοντας στο κελλί μιας άλλης αξιόλογης μορφής του Άθω. Του ιατρού-χειρουργού Παύλου Παυλίδη. Ήταν αρχίατρος στον Τουρκικό στρατό. Κατά τον Μικρασιατικό πόλεμο κατατάχθηκε στον Ελληνικό στρατό, με το βαθμό του υπιάτρου και υπηρέτησε στα σοβαρώτερα υγειονομικά κέντρα της στρατιάς. Χιλιάδες λαβωμένοι επέρασαν από το χειρουργείο του. Κι όταν έγινε ειρήνη επήγε στο Άγιον Όρος καλόγηρος. Όλα αυτά τα βρήκαμε γραμμένα στα μητρώα της Μονής.


Στο μοναστήρι είναι γνωστός ως πατήρ Παύλος Λαυριώτης. Τον βρήκαμε σ΄ ένα στενό, μισοσκότεινο δωμάτιο, που οι δυό του πλευρές καλύπτονται από βιβλιοθήκες με χειρόγραφα κι οι άλλες δύο με χειρουργικά εργαλεία. Μέτριο ανάστημα, μαύρα γένεια, που τώρα αρχίζαν ν΄ ασπρίζουν, αγαθά μάτια και μια ανεξήγητη δειλία σαν αντικρύζη ξένο. Από τις πρώτες λέξεις που αλλάξαμε, φάνηκε πως δεν φοβάται, όπως όλοι οι άλλοι, τη δημοσιότητα. Ήταν ο μόνος που δεν μας εκούρασε πολύ για να μάθωμε τα «μυστικά» του. Μάλιστα χάρηκε γιατί το παράδειγμά του θα μπορούσαν να το μάθουν κι άλλοι πολλοί, για να δη ο κόσμος ότι καλόγηροι δεν γίνονται όσοι δυσκολεύονται να ζήσουν στην κοινωνία, αλλά όσοι έχουν βαθειά την πίστι στην θρησκεία, όσοι έχουν συνείδηση του τι πάνε να επιτελέσουν στον τόπο της προσευχής και της αγνότητος.


Η ιστορία του αγαθού καλόγηρου, όπως μας την είπεν ο ίδιος, μοιάζει λίγο σαν μυθιστόρημα: Γεννήθηκε στη Σαφράμπολι του Πόντου και είναι σήμερα (σημ. 1963) πενήντα εξ ετών. Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι και στη Λειψία ως υπότροφος του τουρκικού κράτους. Ήταν, σημειώστε, Τούρκος υπήκοος-Χριστιανός όμως όσο λίγοι-και πήρε την υποτροφία επειδή ήταν πρώτος μαθητής στο Γυμνάσιο της Σαφραμπόλεως.

Στα 1911 γύρισε από το Παρίσι κι εργάστηκεν ως γιατρός δυο χρόνια στην Πόλι και στην Προύσα. Εκεί, «πλήρης ελπίδων» ενιμφεύθη στα 1913 την κόρη του πλούσιου φαρμακοποιού Αντωνιάδη. Τρεις μήνες μετά το γάμο του τον πήρε ο τουρκικός στρατός με τον βαθμό του υπιάτρου. Σε ένα χρόνο είχε γίνει αρχίατρος και διηύθυνε μεγάλα νοσοκομεία στη Συρία και στην Παλαιστίνη. Εκεί άρχισα να γεννώνται οι πρώτες φιλοσοφικές σκέψεις για την ματαιότητα των εγκοσμίων. Αφηγείται, και δακρύζουν τα μάτια του, τις φρικιαστικές εικόνες των νοσοκομείων της εκστρατείας. Χιλιάδες περνούσαν από τα μαχαίρια του οι νέοι πολεμισταί με κομμένα τα χέρια, τα πόδια, με τα σπλάχνα αφανισμένα, από την οργή του πολέμου... Φύσις ευαίσθητη, πονετική, καλοκάγαθη, είδεν από την δική του σκοπιά τη μακάβρια παρέλασι του ανθρώπινου πόνου. Δεν μπόρεσε επί πολύν καιρό να ζη σε μια ατμόσφαιρα που κατέβαζε το τελειότερο πλάσμα της Δημιουργίας χαμηλότερα κι απ΄ τα θηρία... Έτσι ένα πρωί πήρε την απόφασι να φύγη, να τακτοποιήση την γυναίκα του και τους γονείς του και ύστερα να πάη στο μοναστήρι. Να φύγη όμως από τον τουρκικό στρατό σε μια στιγμή πολέμου, εύκολο δεν ήταν. Σκέφθηκε πολύ. Αντίκρυ στον καταυλισμό των Τούρκων ήταν η ζώνη του Σουέζ. Μια νύχτα πέταξε τη στολή του αρχιάτρου, φόρεσε τα ρούχα ενός χωρικού και με κάθε προφύλαξι πέρασε στην αγγλοκρατούμενη ζώνη. Οκτώ Ινδοί σκοποί του φυλακίου άρχισαν να του ρίχνουν. Η Θεία Χάρις, λέει, με εφύλαξε από τα πυρά των. Τρεις μήνες έμεινε περιωρισμένος στο Κάιρο, επειδή τον είχαν πάρει για κατάσκοπο. Το ελληνικό προξενείο του Καΐρου κι ο ομογενής Κ. Ξίππας φρόντισαν και τον άφησαν ελεύθερο. Εν τω μεταξύ ένα τραγικό μήνυμα έφερε την ψυχή του πιο κοντά στη Θεία Χάρι. Η σύντροφός του στην Προύσα είχε προσβληθή από ένα τρομερό νευρικό νόσημα που λέγεται «πρωτόγονος άνοια». Υπέφερε πολύ και την έκλεισαν στο ψυχιατρείον της Κωνσταντινουπόλεως. Οι γονείς του τράβηξαν πολλά στη Σαφράμπολι εξ αιτίας του, γιατί το κράτος τον είχε κηρύξει λιποτάκτη. Ήθελε να πάει να τους δη, μα δεν μπορούσε. Οι μέρες κι οι μήνες περνούσαν γεμάτοι αγωνία. Ζούσε με το όνειρο να αποκαταστήση κάπου τους γονείς του και να πάη στο μοναστήρι. Το ελληνικό νοσοκομείο του Καΐρου του ανέθεσε την διεύθυνσι του χειρουργικού τμήματος. Έμεινε εκεί τρία χρόνια και τους μισθούς του τους άφινε για τους πτωχούς ομογενείς του Καΐρου. Το 1919 μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού στην Προύσα κάποιος από εκεί του επρότεινε την Υγειονομική Υπηρεσία του στρατού μας και η στρατιά τον εζήτησε. Δέχτηκε και του έδωσαν τον βαθμό του υπιάτρου. Στα 1922, με την υποχώρησι, πήγε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί παρητήθη από το στρατό. Τον ίδιο χρόνο πέθανε η σύζυγός του στην Πόλι. Οι γέροι γονείς του από την Σαφράμπολι ήλθαν πρόσφυγες στη Θάσο, σ΄ ένα μετόχι της αγιορειτικής Μονής Βατοπεδίου και πήγε να πραγματοποιήση το όνειρό του. Στη Μονή των Ιβήρων έμεινε δόκιμος και σε δυο χρόνια «εκάρη μοναχός», στη Μεγίστη Λαύρα.




- Έκτοτε, τελειώνει, μονάζω εις τον ιερόν τόπον, συλλέγων το θείον και γλυκύτατον νέκταρ της ησυχίας και της ειρηνικής εν Χριστώ ζωής...

Μερικά χειρουργικά εργαλεία που έχει εκεί, του τ΄ αγόρασε το μοναστήρι για να βοηθή πότε-πότε αρρώστους μοναχούς που κινδυνεύουν. Την ώρα που ήμαστε στο κελλί του ένας καλόγηρος της Μονής Βατοπεδίου ήλθε με τη βάρκα να τον πάρη για να χειροργήση ένα ασκητή που είχε πέσει από μια καρυδιά και είχε σπάσει το πόδι του.

Έτσι ζη στο μοναστήρι. Τακτικός στις αγρυπνίες, στη νηστεία, στους εσπερινούς, στους όρθρους, στην προσευχή. Όταν του μένη καιρός πηγαίνει και μελετά στη μεγάλη βιβλιοθήκη της Μονής που είναι το μεγαλύτερο, απ΄ όσα υπάρχουν, πνευματικό μουσείο του βυζαντινού πολιτισμού. Τον ρωτούμε πως κατάφερε να ταιριάση μια θετική επιστήμη, όπως η χειρουργική, με το πνεύμα του ασκητισμού, που αποδίδει όλες τις εκδηλώσεις της ζωής στο Θεό;

- Να σας πω, λέει. Εμείς οι ιατροί, όταν πάμε να δούμε ένα άρρωστο, ξεκινάμε από μια γενική πίστη. Την πεποίθησι, ότι όλοι οι άνθρωποι θα εγκαταλείψουν μιαν ημέραν αυτόν τον κόσμο. Μια ασήμαντη βοήθεια παρέχει η ιατρική στον άνθρωπο. Τη ζωή του την αφίνει στο Θεό. Μάλιστα, οι ιατροί έχουν ένα λόγο παραπάνω να πιστεύουν στη θεία δύναμι γιατί βλέπουν κάθε μέρα πόσο ανίσχυρο πλάσμα είναι ο άνθρωπος, όταν πρόκειται να βρεθή αντιμέτωπος με το μεγάλο μυστήριο του θανάτου...



Τον ξαναρωτάμε πως συμβιβάζεται η επιστήμη του με τον εμπειρισμό ενός τόπου, όπου όλες οι ανθρώπινες αρρώστειες θεραπεύονται με βότανα. Δεν βρίσκει τίποτε το παράξενο. Άλλοτε η ιατρική επιστήμη εχρησιμοποιούσε τα βότανα. Αργότερα η χημεία, τα ίδια βότανα τα μετέβαλε σε σκονάκια. Μια πείρα είναι η επιστήμη. Πείρα όμως είναι και η παράδοσις, από την οποία οι άνθρωποι πήραν τις συνταγές των βοτάνων...

Στο τέλος ο αγαθός καλόγηρος δοξάζει το Θεό που του χάρισε τη γαλήνη της ψυχής και με μια βιβλική πραότητα μας χαιρετά. Βιάζεται να χειρουργήση τον άρρωστο στη Μονή Βατοπεδίου, όπου τον κάλεσαν.

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: