Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010
Μαρτύριον του Αγίου Πολυκάρπου, Επισκόπου Σμύρνης
Ο άγιος Πολύκαρπος, που γιορτάζει σήμερα 23 Φεβρουαρίου, ήταν μαθητής των αποστόλων και χειροτονήθηκε από αυτούς επίσκοπος Σμύρνης. Μετά από πολλούς αγώνες που έκανε για την Εκκλησία μαρτύρησε το έτος 156 μΧ σε μεγάλη ηλικία. Το μαρτύριό του είναι καταγεγραμμένο σε μια εγκύκλιο επιστολή της εκκλησίας της Σμύρνης προς την εκκλησία Φιλομηλίου της Φρυγίας στην Μικρά Ασία και όλες τις χριστιανικές κοινότητες της ευρύτερης περιοχής, η οποία γράφτηκε από αυτόπτες λίγο μετά το γεγονός. Σας παραθέτουμε ολόκληρη την σημαντική αυτή ιστορική πηγή του 2ου αιώνα μΧ σε απόδοση στη νεοελληνική. Βλέπουμε τί παράδειγμα άφησαν ως παρακαταθήκη στην Εκκλησία οι απόστολοι που μας έδωσαν μαρτυρία για τον Χριστό. Το παράδειγμα αυτό ακολούθησαν οι πιστοί που τους γνώρισαν προσωπικά, καθώς και η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη, η πέμπτη και ούτω καθεξής γενιά των χριστιανών, με πρωτοστάτες κληρικούς και επισκόπους (!) όπως ο άγιος Πολύκαρπος. Αυτοί που μας παρέδωσαν το Ευαγγέλιο κάθε άλλο παρά απατεώνες και ιδιοτελείς ήταν. Αξίζει μάλιστα να τονίσουμε ότι η θαυμαστή γενναιότητα των αποστόλων και των μαθητών τους συνοδευόταν και από έκδηλη ειρήνη και αγάπη, που δεν είναι χαρακτηριστικά ανθρώπων “φανατικών”.
Η Εκκλησία του Θεού που παροικεί στη Σμύρνη προς την Εκκλησία του Θεού που παροικεί στο Φιλομήλιο και προς όλες τις παροικίες της αγίας και καθολικής Εκκλησίας σε κάθε τόπο· έλεος, ειρήνη και αγάπη του Θεού Πατρός και του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ας πληθυνθεί σε σάς.
Σας γράψαμε, αδελφοί, τα σχετικά με τους μάρτυρες και το τέλος του μακαρίου Πολυκάρπου, που σαν σφραγίδα έκλεισε τους διωγμούς. Όλα όσα έλαβαν χώρα φανερώνουν με το φως του Θεού πώς μαρτυρείται το Ευαγγέλιο. O Πολύκαρπος αυτή την ώρα περίμενε, για να παραδοθή και ο ίδιος, κάνοντας ό,τι είχε κάμει κι ο Κύριος ώστε να τον μιμηθούμε κι εμείς μη μόνον σκοπούντες το καθ’ εαυτούς, αλλά και το κατά τους πέλας. Διότι γνώρισμα της αληθινής και δυνατής αγάπης είναι το να μη θέλη κανείς να σώση μόνο τον εαυτό του, αλλά και όλους τους αδελφούς.
Υπήρξαν, λοιπόν, μακάριοι και γενναίοι όλοι οι μάρτυρες που έπεσαν πιστοί στο θέλημα του Θεού. Κι εμείς πρέπει με περισσότερη ευλάβεια τώρα να εμπιστευόμαστε το πάν στον εξουσιαστή των πάντων Θεό. Και ποιος δεν θα θαυμάση τη γενναιότητα, την υπομονή και τον έρωτα προς τον Κύριο, πού είχαν εκείνοι; Με το μαστίγωμα τους καταξέσχισαν το κορμί, κάνοντας να φανούν οι φλέβες και οι αρτηρίες, αλλ’ εκείνοι έδειξαν τόση καρτερία, ώστε οι θεαταί να νοιώσουν έμφοβο θαυμασμό και συμπόνοια και να ξεσπάσουν σε οδυρμό. Άλλοι μάρτυρες έφτασαν σε τέτοιο σημείο ανδρείας που κανένας τους δεν έβγαλε άχνα και στεναγμό, δείχνοντας έτσι σ’ όλους μας ότι εκείνη την ώρα των βασάνων ανέβαιναν στον Χριστού ή μάλλον ο ίδιος ο Κύριος είχε κατεβή και συνομιλούσε μαζί τους. Κολλημένοι στη χάρι του Χριστού, καταφρονούσαν τα βάσανα που τους έκανε ο κόσμος, αγοράζοντας μέσα σε λίγες στιγμές ολόκληρη την αιωνία ζωή. Η φωτιά που τους έβαζαν οι δήμιοι ήταν γι’ αυτούς δροσιά. Διότι μπροστά στα μάτια τους ένα είχαν μέλημα· πώς να ξεφύγουν το αιώνιο πυρ, τη φωτιά που δεν σβύνεται ποτέ κι οι καρδιές τους λαχταρούσαν εκείνα τα αγαθά που περιμένουν όσους έγκαρτερήσουν, τα αγαθά, ά ούτε ους ήκουσε ούτε οφθαλμός είδεν ούτε επί καρδίαν ανθρώπου ανέβη. Αυτά τα αγαθά τους παρουσίαζε ήδη ό Κύριος και δεν ήσαν πλέον άνθρωποι, αλλά άγγελοι. Επίσης και εκείνοι που ρίχθηκαν στα θηρία υπέφεραν πολλή και φοβερή δοκιμασία. Άλλοι έγιναν κομμάτια μ’ αγκαθωτά κολαστήρια όργανα κι άλλοι τέλος μ’ άλλες χιλιότροπες επινοήσεις βασάνων τελειώθηκαν. Όλους αυτούς ό διάβολος πάσχισε μ’ ένα σωρό δοκιμασίες να τους τραβήξη στην άρνησι, αλλά χωρίς να το καταφέρη.
Πολλά μηχανεύθηκε εναντίον τους το πονηρό πνεύμα. Άλλα δόξα τω Θεώ· όλοι το κατατρόπωσαν. Παράδειγμα τους ενισχυτικό ήταν η υπομονή που έδειξε ο γενναιότατος Γερμανικός. Αυτός αντιμετώπισε και τα θηρία μέσα στο αμφιθέατρο. Ενώ ο ανθύπατος προσπαθούσε να τον πείση ν’ άλλάξη γνώμη, λέγοντας του να λυπηθή τα νιάτα του, προκάλεσε ο ίδιος το θηρίο να τον κατασπάραξη, θέλοντας μια ώρα γρηγορώτερα ν’ απαλλαγή από την άδικη και άνομη πολιτεία των εθνικών. Μόλις, λοιπόν, ο όχλος είδε και θαμπώθηκε απ’ αυτό το δείγμα γενναιότητος του θεοφιλούς και θεοσεβούς γένους των χριστιανών ξέσπασε σε φωνές· Να λείψουν οι άθεοι! Φέρε εδώ και τον Πολύκαρπο!
Ένας όμως από τους χριστιανούς, που τον έλεγαν Κόϊντο, καταγόμενος από τη Φρυγία, και που είχε έλθει πρόσφατα από εκεί, βλέποντας τα θηρία λιποψύχισε. Ενώ ο ίδιος ήταν που είχε πείσει μερικούς άλλους να έλθουν να μαρτυρήσουν μόνοι τους, χωρίς να τους έχουν πιάσει. Αυτόν ο ανθύπατος κατώρθωσε με καλοπιάσματα πολλά να τον κάνη να εξομώση και νά θυσιάση στα είδωλα. Γι’ αυτό, λοιπόν, αδελφοί, δεν επαινούμε εκείνους που πάνε να μαρτυρήσουν χωρίς να τους βιάση κανείς, διότι δεν διδάσκει έτσι το Ευαγγέλιο.
Όσο για τον υπερθαύμαστο Πολύκαρπο, όταν άκουσε ότι ζητούσαν να τον πιάσουν, δεν ταράχθηκε, αλλά ήθελε να μείνη στην πόλι. Αλλά οι πιστοί τον έπεισαν να κρυφθή. Και κρύφθηκε σ’ ένα μικρό κτήμα που δεν απείχε πολύ από την πόλι κι εκεί έμεινε με λίγους χριστιανούς, νύχτα μέρα μην κάνοντας τίποτε άλλο παρά να προσεύχεται για όλους και για τις Εκκλησίες της οικουμένης, πράγμα που ήταν ή συνήθεια του. Και καθώς προσευχόταν είδε μια οπτασία, τρεις μέρες πριν από τη σύλληψί του. Είδε ότι το προσκέφαλο του είχε πιάσει φωτιά. Και γύρισε και είπε στους συντρόφους του· Θα καώ ζωντανός.
Και καθώς οι έρευνες γίνονταν πιο επίμονες και πλησίαζαν στο μέρος που κρυβόταν, ο Πολύκαρπος έφυγε και πήγε σ’ ένα άλλο αγρόκτημα. Και μόλις έφυγε, έφθασαν εκείνοι πού τον ζητούσαν. Και μην έχοντάς τον βρει, έπιασαν δύο παιδιά που δούλευαν στο κτήμα από τα οποία το ένα αφού το βασάνισαν ωμολόγησε. Άλλωστε ήταν αδύνατο να ξεφύγη, διότι εκείνοι που τον είχαν προδώσει ήταν γνωστοί του. Και ο ειρήναρχος, που είχε το ίδιο με τον Πολύκαρπο όνομα και τον έλεγαν επίσης και Ηρώδη, βιαζόταν να τον μπάση στο αμφιθέατρο, έτσι που ο μεν Πολύκαρπος να τελειωθή, γινόμενος κοινωνός του Χριστού, οι δέ καταδότες του να πάρουν την τιμωρία του Ιούδα.
Έχοντας, λοιπόν, οδηγό το παιδί, ημέρα Παρασκευή και κατά το σούρουπο, βγήκαν οι στρατιώτες της καταδιώξεως με καβαλλάρηδες, αρματωμένοι σαν σε πόλεμο και ως επί ληστήν τρέχοντες. Και αργά το βράδυ έκαμαν έφοδο στο μέρος που βρισκόταν και τον βρήκαν στο υπερώο, ξαπλωμένον σ’ ένα δωμάτιο. Και από κεί θα μπορούσε να φύγη, αλλά είχε αρνηθή, λέγοντας· το θέλημα του Θεού γενέσθω. Όταν, λοιπόν, τους άκουσε, κατέβηκε κι έπιασε κουβέντα μαζί τους. Και απόρησαν βλέποντας την ευστάθεια της μεγάλης του ηλικίας και τη βιασύνη να συλληφθή τόσο γέρος άνθρωπος. Ευθύς, λοιπόν, πρόσταξε να τους βάλουν να φάνε και να πιουν όσο θέλουν και τους παρακάλεσε να του επιτρέψουν στο μεταξύ να προσευχηθή άνετα. Εκείνοι τού το επέτρεψαν και έπιασε και προσευχήθηκε πλημμυρισμένος από τη Χάρι του Θεού δύο ολόκληρες ώρες, έτσι πού θαμπώθηκαν οι στρατιώτες και μερικοί απ’ αυτούς μετάνοιωσαν που είχαν έλθει να πιάσουν ένα τέτοιο θεόπρεπο γέροντα.
Όταν κάποια φορά τελείωσε την προσευχή, στην οποία μνημόνευσε όλους όσοι είχαν έλθει σε συνάφεια μαζί του, μικρούς και μεγάλους, ένδοξους και άσημους και όλη την καθολική Εκκλησία που απλώνεται στην οικουμένη, και ήλθε η ώρα να βγουν, τον έβαλαν πάνω σ’ ενα όνο και τον έφεραν στην πόλι, ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου. Και στον δρόμο τον προϋπάντησε ο ειρήναρχος Ηρώδης με τον πατέρα του τον Νικητή που τον έβαλαν να καθίση δίπλα τους στο αμάξι τους, κι άρχισαν να προσπαθούν να τον μεταπείσουν, λέγοντας.
—Μα είναι τόσο κακό να πης· Κύριος είναι ο Καίσαρ; Είναι τόσο σπουδαίο πράγμα να θυσιάσης στους θεούς και να κάνης όλους τους υπολοίπους τύπους, προκειμένου να γλυτώσης τη ζωή σου;
Εκείνος στην αρχή σώπαινε, αλλά όταν είδε ότι επέμεναν αποκρίθηκε.
—Δεν πρόκειται να κάμω αυτά που με συμβουλεύετε.
Τότε εκείνοι, βλέποντας πως του κάκου πήγαν τα λόγια τους, τον περιέλουσαν με βρισιές και τον γκρέμισαν από το αμάξι, έτσι που πέφτοντας να πληγωθή στο πόδι. Και χωρίς να τους πη ούτε λέξι, σαν να μην είχε πάθει τίποτε, πορευόταν· ολοπρόθυμα, οδηγούμενος στο αμφιθέατρο, όπου γινόταν τέτοια οχλοβοή ώστε να μη μπορή να κρυφθή η φωνή κανενός,
Αλλά στον Πολύκαρπο καθώς έμπαινε στο αμφιθέατρο ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό πού έλεγε· Ίσχυε, Πολύκαρπε, και ανδρίζου. Και εκείνον που μίλησε κανένας δεν τον είδε, αλλα τη φωνή την άκουσαν οι δικοί μας που βρίσκονταν εκεί. Όταν, λοιπόν, ωδηγήθηκε εκεί, έγινε μεγαλύτερη η οχλοβοή, διότι ό λαός έμαθε ότι ό Πολύκαρπος είχε συλληφθή. Στεκόμενον μπροστά στο βήμα του, ό αν-θύπατος άρχισε να τον άνακρίνη. Πρώτα τον ρώτησε αν ήταν ό ίδιος ο Πολύκαρπος και σαν εκείνος το έβε-βαίωσε, βάλθηκε ό ανθύπατος νά τον πείση ν’ άρνηθή την πίστι του, λέγοντας· Λυπήσου τα χρόνια, σου και άλλα παρόμοια πού συνηθίζουν οι εθνικοί δικα-σταί, όπως: Αναγνώρισε τη θεία δύναμι του Καίσαρος, άλλαξε γνώμη, πες Να λείψουν οι άθεοι.
Ο Πολύκαρπος τότε με γαλήνια κι άτρομη όψη γυρόφερε το βλέμμα στις κερκίδες που ήσαν σκεπασμένες από τους ανόμους εθνικούς, σήκωσε το χέρι εναντίον τους με τρομερή κίνησι, αναστέναξε και αναβλέποντας τέλος στον ουρανό είπε· Ας λείψουν οι άθεοι!
Και καθώς, επιμένοντας ο ανθύπατος τού έλεγε,
—Εξώμοσε, βρίσε τον Χριστό και σ’ ελευθερώνω
αποκρίθηκε ο Πολύκαρπος
—Ογδόντα έξι χρόνια τον υπηρετώ και σε τίποτε δεν με βλαψε. Πώς μπορώ, λοιπόν, να υβρίσω τον βασιλέα και σωτήρα μου;
Αλλά ο ανθύπατος επέμενε, λέγοντας.
—Αναγνώρισε τη θεία δύναμι του Καίσαρος. Και ο Πολύκαρπος αποκρίθηκε.
—Ζητείς να αναγνωρίσω τη θεία δύναμι του αυτοκράτορος και υποκρίνεσαι ότι αγνοείς ποιος είμαι. Άκουσε, λοιπόν, καθαρά και ξάστερα την απάντησί μου. Είμαι χριστιανός. Κι αν θέλεις να διδαχθής τον χριστιανισμό, δος μου καιρό να σου τον μάθω. Του λέγει ο ανθύπατος. —Πείσε τον όχλο. Και ο Πολύκαρπος τού άπαντα.
—Εσένα σ’ αξίωσα των λόγων μου. Διότι διδαχθήκαμε να αποδίνουμε στις αρχές και εξουσίες που υπάρχουν με την ανοχή του Θεού τιμή τόση όση δεν μας ζημιώνει. Αυτοί εδώ όμως δεν έχουν κανένα δικαίωμα ν’ ακούσουν την απολογία μου. Και ο ανθύπατος τού λέγει.
—Έχω θηρία, σ’ αυτά θα σε ρίξω, αν δεν αλλάξης γνώμη. Και ο Πολύκαρπος αποκρίνεται.
—Φέρε τα· γλύστρημα για μάς από τα καλύτερα στα χειρότερα δεν επιτρέπεται. Απεναντίας από τα χαλεπά μας αρέσει να ανεβαίνουμε στα δίκαια. Και ο ανθύπατος πάλι.
—Θα σε ανάψω σαν λαμπάδα, αν δεν σου φαίνονται σκληρή τιμωρία τα θηρία, και μείνης αμετανόητος. Και ο Πολύκαρπος τού απαντά.
—Μ’ απειλείς με τη φωτιά που καίει για λίγη ώρα κι υστέρα σβύνεται κι αγνοείς το πυρ της μελλούσης κρίσεως κι αιωνίας κολάσεως πού φυλάγεται άσβυστο για τους ασεβείς. Αλλά τί αργοπορείς; Κάμε ό,τι θέλεις.
Αυτά κι άλλα ακόμα λέγοντας, ήταν πλημμυρισμένος από θάρρος και χαρά και στο πρόσωπο του έλαμπε η θεία χάρις. Όχι μόνο δεν είχαν καμμιά επίδρασι πάνω του οι συμβουλές κι οι απειλές που άκουε, αλλ’ απεναντίας σάστισε ο ανθύπατος. Έστειλε τότε τον κήρυκα του στη μέση του στίβου να φωνάξη τρεις φορές.
—Ο Πολύκαρπος ωμολόγησε ότι είναι χριστιανός.
Μόλις τ’ άκουσε ο όχλος των ειδωλολατρών και των Ιουδαίων που είχαν μαζευθή εκεί απ’ όλη τη Σμύρνη ξέσπασε σε κραυγές φωνάζοντας άγρια.
—Αυτός είναι ο δάσκαλος της Ασίας, ο πατέρας των χριστιανών, ο χαλαστής των θεών μας, ο άνθρωπος που έμαθε πολλούς να μη προσκυνούν και να μη θυσιάζουν.
Και φώναζαν στον ασιάρχη Φίλιππο ν’ άμολήση πάνω στον Πολύκαρπο ένα λέοντα. Αλλά εκείνος αποκρίθηκε ότι δεν είχε τέτοιο δικαίωμα, διότι παρόμοια θεάματα είχαν δοθή και τελειώσει πια τις προηγούμενες ημέρες.
Τότε όλοι με μια φωνή ζήτησαν να ριχθή στη φωτιά ό Πολύκαρπος. Διότι επέπρωτο να πραγματοποιηθή ή οπτασία που είχε δη, όταν είδε το προσκέφαλο να καίεται και γύρισε και είπε προφητικά στους πιστούς που τον τριγύριζαν, Θα καώ ζωντανός.
Όλα έγιναν με τέτοια γρηγοράδα, που περισσότερη ώρα κάνει κανείς να τα διηγηθή. Οι όχλοι μάζεψαν αμέσως από τα γειτονικά εργαστήρια και λουτρά ξύλα και φρύγανα και προπαντός οι Ιουδαίοι που σε κάτι τέτοιες περιστάσεις συνήθως είναι οι πιο πρόθυμοι απ’ όλους. Και όταν ετοιμάσθηκε η πυρά, έβγαλε όλα τα ρούχα του, ξεζώσθηκε κι έσκυψε να βγάλη και τα υποδήματα του, πράγμα που έκαμε για πρώτη φορά, διότι πάντα έσπευδαν τα πνευματικά του παιδιά να τον υπηρετούν σ’ αυτό αμιλλώμενα ποιο πρώτο να τον αγγίξη. Τόση μεγάλη αρετή τον στόλιζε πριν από το μαρτύριο. Ευθύς, λοιπόν, τον τύλιξαν με τα σίδερα που χρησιμοποιούνται στους καταδικασμένους να πεθάνουν πάνω στην πυρά. Κι ενώ πήγαιναν να τον καρφώσουν, είπε.
—Αφήστε με έτσι. Εκείνος που με έσπρωξε έως τη φωτιά, θα μ’ άξιώση και χωρίς τα καρφιά σας να μείνω ασάλευτος πάνω της.
Έτσι δεν τον κάρφωσαν, άλλα τον έδεσαν μονάχα. Και εκείνος ενώνοντας πίσω στη ράχη τα χέρια του και αφήνοντας να τα δέσουν, σαν κάποιο διάλεχτο κριάρι που προσφέρεται από ολόκληρο κοπάδι, ολοκαύτωμα ευάρε-στο στον Θεό, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε.
—Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ, ο πατέρας του αγαπητού και ευλογητού παιδιού σου Ιησού Χριστού, από τον όποιον σε γνωρίσαμε βαθειά, ο Θεός των αγγέλων και δυνάμεων και πάσης της κτίσεως και όλων των δικαίων που ζουν ενώπιον σου, σ’ ευχαριστώ που μ’ αξιώνεις μ’ αυτή την ημέρα και την ώρα, ώστε να συγκαταριθμηθώ στους μάρτυρες σου που ήπιαν από το ποτήριον του Χριστού σου εις ανάστασιν ζωής αιωνίας της ψυχής και του σώματος μέσα στην αφθαρσία του Άγιου Πνεύματος. Είθε να γίνω δεκτός ανάμεσα στους μάρτυρες σου σήμερα σε μία θυσία πλούσια κι ευπρόσδεκτη, όπως προετοίμασες και προφανέρωσες κι εξεπλήρωσες, ο αληθινός και αψευδής Θεός. Γι’ αυτό και για όλα σε αινώ, σε ευλογώ, σε δοξάζω δια του αιωνίου και επουρανίου αρχιερέως Ιησού Χριστού, του αγαπητού σου Υιού, δια του οποίου σε σένα μαζί του και μαζί με το Πνεύμα το Άγιο απονέμεται δόξα και τώρα και στους μέλλοντες αιώνες. Αμήν.
Αφού ανέπεμψε το Αμήν και τελείωσε την προσευχή του, έβαλαν φωτιά στα ξύλα και τα φρύγανα. Τότε ξεπήδησε μεγάλη φλόγα και είδαμε ένα θαύμα σ’ όσους από μας δόθηκε να το δούμε. Οι όποιοι και φυλαχθήκαμε σώοι για να το αναγγείλουμε και στους λοιπούς. Οι φλόγες, λοιπόν, έφτιαξαν ένα είδος καμάρας, σαν πανί καραβιού φουσκωμένο από τον άνεμο και περιτείχισαν κυκλοτερά το σώμα του μάρτυρος. Κι αυτός ήταν στο κέντρο όχι σαν σάρκα καιόμενη, αλλά σαν ψωμί που ψήνεται στο φούρνο ή σαν χρυσάφι ή σαν ασήμι πού πυρώνεται στο καμίνι. Και μας ήλθε τέτοια ευωδία, σαν από λιβάνι ή από κάποιο άλλο ακριβό θυμίαμα.
Στο τέλος βλέποντας οι άνομοι ότι το σώμα του δεν το άγγιζε η φωτιά, πρόσταξαν ένα κομφέκτορα να τον χτυ-πήση με το ξίφος του. Και σαν τον χτύπησε, έτρεξε αίμα τόσο που έσβησε τη φωτιά κι ο όχλος θαύμασε την τόση διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους άπιστους και τους εκλεκτούς. Ένας από τους εκλεκτούς ήταν και ο υπερ-θαύμαστος Πολύκαρπος, που υπήρξε στον καιρό μας διδάσκαλος αποστολικός και με προφητικό χάρισμα και επίσκοπος της καθολικής Εκκλησίας στη Σμύρνη. Διότι κάθε λόγος που βγήκε από το στόμα του, και πραγματοποι-ήθηκε και θα πραγματοποιηθή.
Όσο για τον αντίζηλο και βάσκανο και πονηρό εχθρό των δικαίων, σαν είδε το μεγαλοπρεπές τέλος του Πολυκάρπου και την ανέκαθεν ανεπίληπτη ζωή του, σαν τον είδε στεφανωμένον με τον στέφανο της αφθαρσίας και βραβευμένον αναντίρρητα, βρήκε τρόπο να μην πάρουμε μήτε το σκήνωμα του, που τόσοι και τόσοι ανάμεσα στους πιστούς ήθελαν να το αποκτήσουν. Υπέβαλε, λοιπόν, στον Νικήτη, τον πατέρα του Ηρώδη και αδελφό της Άλκης, να παρακάλεση τον άρχοντα να μη μας παραδώση το σώμα. Και διετύπωσε τη δικαιολογία ότι υπήρχε φόβος, αν άφηνε το λείψανο, να παρατήσουν τον εσταυρωμένο και να λατρεύουν αυτό. Αυτές τις ιδέες τις υπέβαλλαν και τις ενίσχυαν οι Ιουδαίοι, που εξ άλλου μας φύλαγαν μην πάρουμε το σώμα, μην ξέροντας ότι ούτε τον Χριστό ποτέ θα μπορέσουμε να εγκαταλείψουμε, που έπαθε ο άμωμος για τη σωτηρία όλου του κόσμου, ούτε άλλον να λατρεύουμε. Αυτόν τον προσκυνούμε διότι είναι ο Υιός του Θεού και τους μάρτυρες ως μαθητάς και μιμητάς του Κυρίου τους αγαπούμε άξια, διότι ευνοήθηκαν απερίγραπτα από την βασιλέα και διδάσκαλο τους. Είθε κι εμείς να γίνουμε κοινωνοί τους και συμμαθηταί τους.
Όταν, λοιπόν, είδε ο εκατόνταρχος την κακή διάθεσι των Ιουδαίων, έβαλε το λείψανο στη μέση και κατά την συνήθεια των ειδωλολατρών το έκαψε. Έτσι εμείς κατόπιν μαζέψαμε τα ακριβώτερα από πέτρες πολύτιμες και καθαρώτερα από χρυσάφι οστά του και τα αποθέσαμε σε κατάλληλο τοπίο. Έκεί θα συναζόμαστε μ’ αγαλλίασι και χαρά και θα γιορτάζουμε τη γενέθλια ημέρα του μαρτυρίου του, με τη χάρι του Θεού, γιορτάζοντας τη μνήμη εκείνων πού άθλησαν και δυναμώνοντας τις ψυχές μας για νέα μαρτύρια.
Αυτά σχετικά με τον μακάριο Πολύκαρπο, πού μαζί μ’ εκείνους που προέρχονταν από τη Φιλαδέλφεια μαρτύρησε δωδέκατος στη Σμύρνη και η μνήμη του ξεχωρίζει απ’ όλων των άλλων και αναφέρεται σε κάθε τόπο ακόμη και από τους ειδωλολάτρες. Ο Πολύκαρπος δεν υπήρξε μονάχα μεγάλος διδάσκαλος της Εκκλησίας, αλλά και μάρτυς περιφανής, του οποίου το μαρτύριο όλοι θέλουν να μιμηθούν διότι έγινε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Χριστού. Πολέμησε με την υπομονή τον άρχοντα της αδικίας κι έτσι παίρνοντας τον στέφανο της αφθαρσίας, μαζί με τους αποστόλους κι όλους τους δικαίους αγάλλεται και δοξάζει τον Θεό και πατέρα παντοκράτορα και ευλογεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον σωτήρα των ψυχών μας και κυβερνήτη των σωμάτων μας και ποιμένα της καθολικής και οικουμενικής Εκκλησίας.
Μας ζητήσατε με λεπτομέρειες να σας διηγηθούμε τα όσα συνέβησαν και σε τούτο το γράμμα μας σας τα εκθέτουμε όλα, στέλνοντας το σας με τον αδελφό μας Μαρκίωνα. Αφού, λοιπόν, το διαβάσετε και μάθετε όσα αναφέραμε, στείλτε το και στους παραπέρα αδελφούς για να δοξάζουν κι εκείνοι τον Κύριο που διαλέγει τους δούλους του.
Στον δέ δυνάμενο να μας εισαγάγη με τη χάρι του και τη δωρεά του στην αιωνία βασιλεία του δια του Υιού του μονογενούς Ιησού Χριστού, ας είναι η δόξα, η τιμή, το κράτος, η μεγαλωσύνη στους αιώνες. Χαιρετήστε μας όλους τους αγίους αδελφούς. Σας χαιρετούν όλοι οι δικοί μας και ο Ευάρεστος πού έγραψε το γράμμα, μ’ όλη του την οικογένεια.
Ο μακάριος Πολύκαρπος εμαρτύρησε τον μήνα Ξανθικό, στη δεύτερη μέρα, πριν από τις επτά Μάρτιες καλάνδες, το Μέγα Σάββατο και ώρα ογδόη. Συνελήφθη από τον Ηρώδη, όταν αρχιερεύς ήταν ο Τραλλιανός Φίλιππος, ανθύπατος ο Στάτιος Κοδράτος, βασιλεύς δέ αιώνιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Στον οποίον η δόξα, τιμή, μεγαλωσύνη, θρόνος αιώνιος από γενεά σε γενεά. Αμήν.
πηγή
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου