Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ, ΕΞΑΡΧΙΑ και ΡΩΣΙΑ


Ο μοναχός Παΐσιος στην "Ιστορία των Σλάβων Βουλγάρων ... " που έγραψε λίγο μετά το 1758 δεν παύει να φανερώνει κάθε τόσο την πικρία του για τον χλευασμό των Βουλγάρων από τους ξένους. Καυτηριάζει τους βουλγαρόφωνους που ξεχνούν τη γλώσσα τους, που μιλούν και γράφουν ελληνικά και που ντρέπονται να χρησιμοποιούν το όνομα Βούλγαρος. Ήταν όμως, για έναν αιώνα περίπου, μια μικρή παραφωνία. Οι χριστιανοί των Βαλκανίων ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι, αρβανιτόφωνοι ήταν ενωμένοι με κοινό εκκλησιαστικό αρχηγό, Εθνάρχη, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Όποιος ήθελε και μπορούσε να σπουδάσει φοιτούσε στα ελληνικά σχολεία, που συχνά ιδρύονταν με τα ρούβλια των ρώσων πρακτόρων. Συνεχιζόταν η από αιώνων ρωμαίϊκη διγλωσσία. « Πλούσιοι βουλγαρόφωνοι πατριώτες χρηματοδοτούσαν και παρακινούσαν τους νέους που είχαν όρεξη για μάθηση να φοιτούν στα ελληνικά σχολεία. Μεταξύ των βουλγαρόφωνων από το 1762 μέχρι το 1829 οι ανθελληνικές ιδέες δεν βρίσκουν ακόμη τη σοβαρή απήχηση που είχαν αργότερα, ούτε στις λαϊκές μάζες ούτε στους πιο μορφωμένους.»

Η κατάσταση, όμως, άλλαξε εντελώς μετά την τρίτη δεκαετία του 19ού αιώνα. Η ρωσική εξωτερική πολιτική αντιλαμβάνεται, κυρίως μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και την πραξικοπηματική ανακήρυξη του αυτοκεφάλου της Ελλαδικής Εκκλησίας (23 Ιουλίου 1833), ότι "χάνει το παιχνίδι" στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, όπου πλέον κυριαρχούν οι αγγλόφιλοι και γαλλόφιλοι οι οποίοι εμφορούνται από έναν "ακραιφνή και άκρατο εκσυγχρονισμό" στύλ Κοραή. Εγκαταλείπονται οριστικά τα σχέδια της Μ. Αικατερίνης για ανασύσταση της "γραικικής" αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Μέχρι την τρίτη δεκταετία του 19ού αιώνα η ρωσική πολιτική αποσκοπούσε στη διατήρηση της ενότητας της Ρωμηοσύνης και στην μέσω αυτής προώθηση των ρωσικών συμφερόντων στην περιοχή. Χρηματοδοτούσε την ίδρυση ελληνικών σχολείων, εργαζόταν για τη διατήρηση της ενότητας των ορθοδόξων της Ρούμελης (Βαλκανίων) υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οραματιζόταν την ανασύσταση της ρωμαίϊκης (βυζαντινής) αυτοκρατορίας. Μετά όμως τη δολοφονία του Καποδίστρια και την πραξικοπηματική ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Ελλαδικής Εκκλησίας διαπίστωσε ότι η επιρροή της στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος υποχωρούσε δραματικά. Ο δεσμός των ήδη απελευθερωμένων Ελλήνων με την Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης είχε κοπεί και ήταν ανοικτός ο δρόμος για την επικράτηση της ιδεολογικής προοπτικής (ακραίος "εκσυγχρονισμός") που εξυπηρετούσε τις σκοπιμότητες των λεγομένων Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσης και κυρίως της Αγγλίας. Επειδή όμως, η Ρωσία, θεωρούσε τη βαλκανική χερσόνησο, χώρο ζωτικών της συμφερόντων (έλεγχος των Στενών, κάθοδος στη Μεσόγειο) δημιούργησε, εμπεόμενη και από τον Πανσλαβισμό, το βουλγαρικό ζήτημα. Ήταν φανερό ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει πραγματικότητα το όραμα της ανασύστασης της ρωμαίϊκης (βυζαντινής) αυτοκρατορίας από το Δούναβη μέχρι την Κρήτη και την Κύπρο. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος είχε επιλέξει τη ρήξη με τη Ρωμηοσύνη και εμφανιζόταν σαν ιστορική συνέχεια όχι της Ρωμανίας (Βυζαντίου) αλλά της αρχαίας Ελλάδας. Μια και "είχε σπάσει το ποτήρι" η ρωσική πολιτική διάλεγε πλέον τα κομμάτια που μπορούσε να αξιοποιήσει. Από την τέταρτη δεκαετία του 19ού αιώνα και στο εξής όλος ο ρωσικός μηχανισμός στα Βαλκάνια (πράκτορες, πρεσβείες, χρηματοδοτήσεις) που τόσο βοήθησε τα προηγούμενα χρόνια τους ελληνόφωνους ρωμηούς θα τεθεί πλέον στην υπηρεσία του όψιμου Πανσλαβιστικού σχεδίου για δημιουργία Βουλγαρικού κράτους.

Από το 1829 μέχρι το 1844 αρχίζουν τα έντονα κηρύγματα για την απόσπαση των (δίγλωσσων) βουλγαρόφωνων Ρωμηών από τον Ελληνισμό. Το 1835 ο γνωστός ελληνιστής Απρίλωφ και ο επίσης ελληνοσπουδαγμένος Παλαούζωφ ιδρύουν το πρώτο βουλγαρικό σχολείο στη βιομηχανική πόλη Γκάρμποβο. Μετά το 1844 η προπαγάνδα κατά της ελληνικής παιδείας γίνεται πιο έντονη. Βέβαια εκείνη την εποχή "όλοι σχεδόν οι αξιόλογοι "Βούλγαροι", που στάθηκαν πρωτοπόροι στην εθνική και πνευματική αναγέννηση της χώρας τους, είχαν σπουδάσει σε ελληνικά σχολεία".

Οι προπαγανδιστές της βουλγαρικής "Εξαρχίας", προς τα τέλη του 19ού αιώνα, διαμαρτύρονται ότι τα κηρύγματά τους, συχνά, δεν έχουν την απήχηση που θα περίμεναν μεταξύ των σλαβόφωνων γιατί οι τελευταίοι δεν θέλουν να δεχτούν για εθνικό τους όνομα το "Βούλγαρος" επειδή το απεχθάνονται ως υποτιμητικό. Έτσι προέκειψε σαν παρακλάδι του βουλγαρικού, το "μακεδονικό" ζήτημα. Για να ξεπεραστεί η απέχθεια των σλαβόφωνων κατοίκων των νοτίων Βαλκανίων προς το "Βούλγαρος" μπήκε στο παιχνίδι, σαν εναλλακτική λύση, το ένδοξο στη συνείδηση όλων των κατοίκων της Ρούμελης (Βαλκανίων) όνομα Μακεδόνας. Έπρεπε να βρεθεί τρόπος να "σλαβοποιηθούν" όσο το δυνατόν περισσότεροι. Έτσι παράλληλα με τη φιλοβουλγαρική κίνηση καλλιεργήθηκε και μια αυτονομιστική "μακεδονική".

Αν δεν επενέβαιναν οι Μεγάλες Δυνάμεις στη Ρωμυλία (Βαλκάνια) θα γινόταν, με πολύ φυσικό τρόπο, πραγματικότητα το όραμα του Ρήγα. Ένα ενιαίο ελληνόφωνο κράτος με ενωμένους τους δίγλωσσους Ρωμηούς (αρβανιτόφωνους, βλαχόφωνους, σλαβόφωνους) μέσω της ελληνικής γλώσσας, παιδείας και της Μητέρας Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Μέχρι τις αρχές του 19ού αιώνα στη Ρωμυλία (Βαλκάνια-Ρούμελη) οι υπόδουλοι χριστιανοί ήξεραν ότι ο εθνάρχης τους βρίσκεται στη Κωνσταντινούπολη, και όταν αποφάσιζαν να σπουδάσουν σπούδαζαν φυσικά σε ελληνικά σχολεία. Τελικά τα Βαλκάνια κατάντησαν από Ρούμελη πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης και σε αυτή τη μεταβολή συνέβαλλε και το Ελληνικό Κράτος. Στις αρχές του 19ού αιώνα, με τις άστοχες πολιτικοεκκλησιαστικές επιλογές που έκανε, καταφέρε, αντί να συμβεί ο αναμενόμενος διαμελισμός του Μεγάλου Ασθενούς (τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), να συμβάλλει στον κατατεμαχισμό του μαρτυρικού σώματος της Ρωμηοσύνης. Πάντως ουδέν κακόν αμιγές καλού! Και δόξα τω Θεώ ...

συναχίζεται..


Διονύσης Παπαχριστοδούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: