Υποκλινόμαστε σήμερα και προσκυνούμε και ασπαζόμαστε ταπεινά τον Θοδωράκη Κολοκοτρώνη, τον ελευθερωτή των Ελλήνων, που στις 4 Φεβρουαρίου του 1843 εκοιμήθη χριστιανικώς και ορθοδόξως ως Έλλην, ως ένας Γέρων ασκητής της ορθοδόξου παραδόσεως, αυτός ο φιλάνθρωπος και στοργικός και φιλόθεος στρατηγός. Υποκλινόμαστε και ασπαζόμαστε τον Θοδωράκη Κολοκοτρώνη. Αυτή τη μεγάλη μορφή του Γένους και του έθνους ημών. Την κορυφαία και αγιασμένη, προ πολλού, μορφή της Εκκλησίας και της πατρίδος και της ιστορίας και της ζωής μας.
Με τη μορφή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη μεγαλώσαμε όλοι οι Έλληνες. Δεκάδες χρόνια. Μέχρι σήμερα. Με το ηρωικό του μεγαλείο. Με το φως του που άστραπτε, κατά τρόπο Αναστάσιμο. Με την απαστράπτουσα φουστανέλα του. Και με την παράξενη περικεφαλαία του. Με αυτό το φως του μεγαλώσαμε. Έτσι νιώθαμε όλα τα βουνά και τα λαγκάδια να λάμπουν στο πέρασμά του, καθώς τον παρακολουθούσαμε, αυτόν τον μυθικό ήρωα, να λάμπει ολόκληρος μέσα στο φως, μαζί με την κλεφτουριά που τον συνόδευε. Γιατί ο Θοδωράκης ήταν πάντοτε μέσα στο φως. Και έκτοτε παραμένει ολόκληρος μέσα στο φως.
Το φως το Αναστάσιμο της ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Έτσι τον προσλαμβάνει και το δημώδες εκείνο άσμα:
«Λάμπει ο ήλιος στα βουνά λάμπει και στα λαγκάδια έτσι λάμπει κ’ η κλεφτουριά οι Κολοκοτρωναίοι πο ’χουν τ’ ασήμια τα πολλά τις ασημένιες πάλες οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.
Καβάλα παν στην Εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε καβάλα παίρν’ αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι. Ρίχνουν φλωριά στην Παναγιά, φλωριά και στους αγίους και στον αφέντη τον Χριστό τις ασημένιες πάλες.»
Στο φως λοιπόν, ο Θοδωράκης, καθώς εισέρχεται στον τόπο του Εκκλησιασμού, αυτός ο φιλόθεος στρατηγός. Αλλά και στο φως και στην ωραιότητα και στο κάλλος:
«Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά λάμπουν και στα λαγκάδια, λάμπουν και τ’ αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων πο ’χουν τ’ ασήμια τα πολλά τις ασημένιες πάλες τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαμπράζια…» Σ’ αυτούς τους άχαρους καιρούς της δειλίας και του φόβου και του πανικού και της σιωπής, όπου οι ήρωες, εξόριστοι, πλέον, μας παρακολουθούν, να περιφερόμεθα άβουλοι και ηττοπαθείς και δειλοί, η μορφή του στρατηγού, του ελευθερωτή των Ελλήνων, προβάλλει ενώπιόν μας ελπιδοφόρος.
Αλλά και αυστηρή.
Παραδειγματική.
Αφυπνιστική.
Ανατρεπτική.
Αλλά και στοργική και τρυφερή.
Σκέφτομαι, σήμερα, αυτόν τον υπερήφανο και ελεύθερο Έλληνα, αλλά και τον ταπεινό και τον πράο, που πριν κοιμηθεί, αφήνει την πόλη των Αθηνών, όπου έμενε με την οικογένειά του, αυτός ο Γέρων της ορθοδοξίας, και παίρνει τους δρόμους της πατρίδας του, έφιππος, με όσες δυνάμεις του απέμειναν, για να βρει όλους τους φίλους και συναγωνιστές του, αλλά και τους όποιους παλιούς εχθρούς του, όλους εκείνους που τους χώρισαν τα όποια πάθη. Να τους βρει, να τους συναντήσει, να αγκαλιαστούν και να συγχωρεθούν.
«Προγνώστης του θανάτου του και άνθρωπος αγάπης και χριστιανική ψυχή εσυγχωριότανε με όσους είχε πειραχθή ή εχθρευθή εις την ζωήν του· όθεν εταξίδευσεν επίτηδες εις την Ύδραν το έτος 1839 διά να αναμώση τον γέροντα, ως αυτόν, Λάζαρον Κουντουριώτην, το οποίον υπολήπτετο διά τας θυσίας του εις τον αγώνα. Ούτως έπραξεκαι με άλλους, φίλους και εχθρούς. Εσυγχώρησε και τον Σχινάν, ως με είπεν εις την αίθουσαν της Βουλής κατά το 1849 ο ίδιος ο Σχινάς.» (Θεοδώρου Κ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής, Από τα 1770 έως τα 1836, Αθήνησιν 1846, σελ. 284)
Αυτό υπήρξε το μεγαλείο του. Ο Θοδωράκης υπήρξε άνθρωπος εν Χριστώ. Άνθρωπος της ενότητος και όχι του διχασμού και του πάθους.
Κι ένας Θεός ξέρει πόσο χρειαζόμαστε το παράδειγμα και τον τρόπο και το ήθος του όλοι εμείς οι περιλειπόμενοι, κατατρεγμένοι Έλληνες.
Νίκος Ορφανίδης
Με τη μορφή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη μεγαλώσαμε όλοι οι Έλληνες. Δεκάδες χρόνια. Μέχρι σήμερα. Με το ηρωικό του μεγαλείο. Με το φως του που άστραπτε, κατά τρόπο Αναστάσιμο. Με την απαστράπτουσα φουστανέλα του. Και με την παράξενη περικεφαλαία του. Με αυτό το φως του μεγαλώσαμε. Έτσι νιώθαμε όλα τα βουνά και τα λαγκάδια να λάμπουν στο πέρασμά του, καθώς τον παρακολουθούσαμε, αυτόν τον μυθικό ήρωα, να λάμπει ολόκληρος μέσα στο φως, μαζί με την κλεφτουριά που τον συνόδευε. Γιατί ο Θοδωράκης ήταν πάντοτε μέσα στο φως. Και έκτοτε παραμένει ολόκληρος μέσα στο φως.
Το φως το Αναστάσιμο της ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Έτσι τον προσλαμβάνει και το δημώδες εκείνο άσμα:
«Λάμπει ο ήλιος στα βουνά λάμπει και στα λαγκάδια έτσι λάμπει κ’ η κλεφτουριά οι Κολοκοτρωναίοι πο ’χουν τ’ ασήμια τα πολλά τις ασημένιες πάλες οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.
Καβάλα παν στην Εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε καβάλα παίρν’ αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι. Ρίχνουν φλωριά στην Παναγιά, φλωριά και στους αγίους και στον αφέντη τον Χριστό τις ασημένιες πάλες.»
Στο φως λοιπόν, ο Θοδωράκης, καθώς εισέρχεται στον τόπο του Εκκλησιασμού, αυτός ο φιλόθεος στρατηγός. Αλλά και στο φως και στην ωραιότητα και στο κάλλος:
«Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά λάμπουν και στα λαγκάδια, λάμπουν και τ’ αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων πο ’χουν τ’ ασήμια τα πολλά τις ασημένιες πάλες τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαμπράζια…» Σ’ αυτούς τους άχαρους καιρούς της δειλίας και του φόβου και του πανικού και της σιωπής, όπου οι ήρωες, εξόριστοι, πλέον, μας παρακολουθούν, να περιφερόμεθα άβουλοι και ηττοπαθείς και δειλοί, η μορφή του στρατηγού, του ελευθερωτή των Ελλήνων, προβάλλει ενώπιόν μας ελπιδοφόρος.
Αλλά και αυστηρή.
Παραδειγματική.
Αφυπνιστική.
Ανατρεπτική.
Αλλά και στοργική και τρυφερή.
Σκέφτομαι, σήμερα, αυτόν τον υπερήφανο και ελεύθερο Έλληνα, αλλά και τον ταπεινό και τον πράο, που πριν κοιμηθεί, αφήνει την πόλη των Αθηνών, όπου έμενε με την οικογένειά του, αυτός ο Γέρων της ορθοδοξίας, και παίρνει τους δρόμους της πατρίδας του, έφιππος, με όσες δυνάμεις του απέμειναν, για να βρει όλους τους φίλους και συναγωνιστές του, αλλά και τους όποιους παλιούς εχθρούς του, όλους εκείνους που τους χώρισαν τα όποια πάθη. Να τους βρει, να τους συναντήσει, να αγκαλιαστούν και να συγχωρεθούν.
«Προγνώστης του θανάτου του και άνθρωπος αγάπης και χριστιανική ψυχή εσυγχωριότανε με όσους είχε πειραχθή ή εχθρευθή εις την ζωήν του· όθεν εταξίδευσεν επίτηδες εις την Ύδραν το έτος 1839 διά να αναμώση τον γέροντα, ως αυτόν, Λάζαρον Κουντουριώτην, το οποίον υπολήπτετο διά τας θυσίας του εις τον αγώνα. Ούτως έπραξεκαι με άλλους, φίλους και εχθρούς. Εσυγχώρησε και τον Σχινάν, ως με είπεν εις την αίθουσαν της Βουλής κατά το 1849 ο ίδιος ο Σχινάς.» (Θεοδώρου Κ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής, Από τα 1770 έως τα 1836, Αθήνησιν 1846, σελ. 284)
Αυτό υπήρξε το μεγαλείο του. Ο Θοδωράκης υπήρξε άνθρωπος εν Χριστώ. Άνθρωπος της ενότητος και όχι του διχασμού και του πάθους.
Κι ένας Θεός ξέρει πόσο χρειαζόμαστε το παράδειγμα και τον τρόπο και το ήθος του όλοι εμείς οι περιλειπόμενοι, κατατρεγμένοι Έλληνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου