Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

To πέρασμα του φιόρδ-ΛΑΒΙΚ-ΝΟΡΒΗΓΙΑ


Στη βόρεια όχθη του Σόγκνε Φιόρδ, ανάμεσα στα παγωμένα νερά και τους μεγάλους ορεινούς όγκους που το περιβάλλουν, βρίσκεται το Λάβικ. Ενα γραφικό και γαλήνιο χωριό, που αιώνες τώρα ελέγχει το πέρασμα από το Νότο στο Βορρά και ατενίζει τα πλοία που φτάνουν από τις απέναντι ακτές φορτωμένα με τους ταξιδιώτες και τις εμπειρίες τους

Ηταν ένα μουντό πρωινό, συννεφιασμένο και κρύο όταν αποφάσισα να ανεβώ προς τη βόρεια πλευρά της δυτικής Νορβηγίας, παράλληλα με τον Ατλαντικό, όσο και αν αυτό ακούγεται περίεργο δεδομένων των σχηματισμών αυτής της περιοχής που σε κάνουν να χάνεις τον προσανατολισμό σου.

Η διαδρομή προς το Σόγκνε Φιόρδ ήταν εντυπωσιακή με εναλλαγές από απότομους βράχους, καταρράκτες, λιμνούλες και σπιτάκια που μέσα σε όλο το σκηνικό θύμιζαν ζωγραφικό τοπίο.

Η φύση έχει προικίσει απλόχερα αυτή τη γωνιά της Γης δημιουργώντας μια δαντέλα από πράσινες και απόκρημνες ακτές που ανακατεύονται και κονταροχτυπιούνται με το θαλάσσιο στοιχείο, θαρρείς σ' έναν αέναο αγώνα κυριαρχίας. Και ο αέρας όμως δεν περνά απαρατήρητος, καθώς παίζει κι αυτός τα δικά του παιχνίδια συμμετέχοντας με τον τρόπο του και το ασταμάτητο βουητό του στο όλο σκηνικό επεμβαίνοντας στην παλέτα της φύσης.

Υστερα από αρκετή ώρα φτάσαμε σε έναν κατηφορικό δρόμο που οδηγούσε προς τη θάλασσα που απλωνόταν μπροστά μας. Ηταν το Σόγκνε Φιόρδ, η μεγαλύτερη θαλάσσια γλώσσα του κόσμου, που ξεκινά από τα σωθικά της Νορβηγίας για να καταλήξει στον απέραντο ωκεανό διαγράφοντας μια πορεία πάνω από 200 χιλιόμετρα με αμέτρητους ορμίσκους, υψώματα, πλαγιές, κάθετους γκρεμούς με καταρράκτες και πολύ πράσινο. Το λεωφορείο της γραμμής διένυσε ακόμη μερικά χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουμε στο Οπενταλ, έναν οικισμό με μερικές δεκάδες σκόρπια σπίτια που ομόρφαιναν τα πρανή γύρω από το μικρό λιμανάκι. Καθαριότητα, ηρεμία και στολισμένα μπαλκονάκια με καλλωπιστικά άνθη που αφθονούν στην περιοχή, έδιναν το στίγμα της σκανδιναβικής ατμόσφαιρας.

Το πρόγραμμα στο σταθμό επιβίβασης πληροφορούσε για τα δρομολόγια των πλοίων που ήταν αρκετά συχνά. Σκέφτηκα να χαζέψω λίγο το τοπίο μέχρι να επιβιβαστώ για την απέναντι όχθη. Κάποια στιγμή την ηρεμία άρχισε να διαταράσσει το πλοιάριο που έριχνε κάβο και κατέβαζε τη ράμπα. Ενα, ένα τα αυτοκίνητα και οι πεζοί έπαιρναν τις θέσεις τους χωρίς φασαρία για να μπουν στο φέρι που θα μας πήγαινε στο Λάβικ. Ενώ αυτό βρισκόταν καταμεσής του φιόρδ οι χρωματισμοί του τοπίου άλλαζαν κάθε τόσο καθώς τα σύννεφα προσπαθούσαν να κρύψουν τον Ηλιο που κατά διαστήματα έριχνε μερικές ακτίνες φωτός στα παγωμένα νερά.

Υστερα από περίπου είκοσι λεπτά φτάσαμε στο Λάβικ. Από το κατάστρωμα φαινόταν όμορφο και γραφικό με τις τριγωνικές στέγες των σπιτιών και τη μικρή προκυμαία γεμάτη με αυτοκίνητα ταξιδιωτών που είχαν φτάσει είτε απλώς για εκδρομή είτε για να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς το μακρινό Βορρά.

Ενας από τους ταξιδιώτες που περίμεναν να επιστρέψουν, μου είπε πως ερχόταν από το Βέλγιο με τη μηχανή του και βρέθηκε εδώ έχοντας κάνει το γύρο της Σκανδιναβίας. Το Λάβικ είναι πέρασμα και δεν μπορεί να το αποφύγει όποιος θέλει να διασχίσει τη μακρόστενη και ιδιόμορφη αυτή χώρα.

Βρίσκεται σχεδόν στη μέση της βόρειας πλευράς του Σόγκνε Φιόρδ και είναι κάτι σαν πύλη μεταξύ της νότιας Νορβηγίας και του αρκτικού κύκλου.

Η ιστορία του μικρή αλλά και παλιά, τηρουμένων των αναλογιών για ένα χωριό. Η ονομασία του έχει περάσει από τα σαράντα κύματα. Αιώνες πριν, μια ενορία με μερικά σπίτια και μια μικρή εκκλησία ονομαζόταν Λάμβικουμ.


Η ιστορία λέει πως αυτή η ονομασία προέρχεται από τις αρχαίες νορβηγικές λέξεις χλαντ και βικρ, που σημαίνουν πάσσαλος και ορμίσκος αντίστοιχα, ενώ το 1500 αποκαλούνταν Λάντουιγκ, το 1700 Λάντβιγκ, το 1800 Λάντεβιγκ, για να καταλήξει στο απλό Λάβικ στα τέλη του 19ου αιώνα. Επισήμως αποτέλεσε κοινότητα το 1838, αργότερα δημιουργήθηκαν κάποια γειτονικά χωριά και ο πληθυσμός του μείζονος Λάβικ ξεπερνούσε τους 2.000 κατοίκους. Με τον καιρό ο πληθυσμός άρχισε σταδιακά να μειώνεται μέχρι που τα τελευταία χρόνια, βάσει του ρητού η «ισχύς εν τη ενώσει», το παλιό ψαροχώρι συνδέθηκε εκ νέου με κάποιες κοντινές κοινότητες αυξάνοντας τους δείκτες και τους κατοίκους του σε χίλιους.

Οι κάτοικοι, κατά παράδοση αγρότες, ψαράδες και υλοτόμοι, τον τελευταίο καιρό έχουν στραφεί και σε άλλες δραστηριότητες σχετικές με τις μεταφορές και την κομβική θέση του χωριού. Το Λάβικ βρίσκεται στον ευρωπαϊκό δρόμο Ε-39 που συνδέει το Μπέργκεν με το Τροντχάιμ και κατ' επέκταση το Βορρά με το Νότο, πράγμα που σημαίνει πως το παλιό χωριουδάκι έχει μεταβληθεί σε ένα κεντρικό πέρασμα με ξενοδοχεία, σουπερμάρκετ, ταβέρνες, μαγαζιά, τράπεζες και υπηρεσίες.

Και αν όλα αυτά ανήκουν στο χώρο της στατιστικής και των αριθμών, αυτό που ενδιέφερε όσους ρεμβάζαμε από τα γύρω υψώματα ήταν το σκηνικό που αγκάλιαζε το Λάβικ. Ενα τοπίο απαράμιλλης ομορφιάς, μια χαρακιά, σαν κάτι να έκοψε τη γη στα δύο για να πλημμυρίσει με τα νερά του Ατλαντικού που φθάνουν μέχρι το μυχό του Σόγκνε Φιόρδ στην ανατολική άκρη του, μακριά από τον κόσμο. Κάποια πλοία φαίνονταν να περνούν από τα δυτικά με πορεία στα ενδότερα και κάποια άλλα ξεκινούσαν το ταξίδι για το Μπέργκεν, εκατό μίλια νοτιότερα.

Το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόφορο και η επίσκεψη σε ένα τοπικό καφέ για κάτι ζεστό ήταν επιβεβλημένη. Οπως μου εκμυστηρεύτηκε ένα ζευγάρι Γερμανονορβηγών που έρχονται από το Αμβούργο κάθε χρόνο στην περιοχή, η καλύτερη εποχή για να επισκεφθεί κάποιος το Λάβικ και το μεγάλο φιόρδ είναι οι αρχές του καλοκαιριού, τότε που οι μέρες είναι ζεστές και ατελείωτες και οι νύχτες φωτεινές, όταν ο Ηλιος αρνείται πεισματικά να δύσει και ρίχνει όλη του την ενέργεια εστιάζοντας πάνω στα ήρεμα νερά του Σόγκνε Φιόρδ.

Δεν ξέρω αν θα έχω την τύχη κάποια στιγμή να δω αυτό το σκηνικό, πάντως ακόμη και σκοτεινό, το Λάβικ με τα ξύλινα πολύχρωμα σπιτάκια, το καταπράσινο δάσος με το βουνό και η υδάτινη λεωφόρος που περνά από μπροστά του μαγεύουν και δημιουργούν περίεργες αισθήσεις που μόνο αυτή η άκρη της Νορβηγίας μπορεί να χαρίσει.

Μέχρι να πάρω το πλοίο για την απέναντι όχθη και την επιστροφή, άφησα τη ματιά μου να χαθεί στις βουνοκορφές τής άλλης πλευράς που αργόσβηναν μέσα στο σούρουπο.

Η χλομή γοητεία του Λάβικ και η φύση που το αγκαλιάζει με είχαν κερδίσει.




πηγή:Ελευθεροτυπία

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

εξαιρετικο!!!

Ανώνυμος είπε...

Πολύ όμορφο! Τι μήνα έγινε το ταξίδι;