Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010
Βαρύς χειμῶνας, χιονιὰς καιρός. Στὴ ρίζα μίας κατάλευκης τούφας, στὸ λίγο ξέχιονο καὶ στὰ πολλὰ πουρναρόφυλλα ἕνας κερομύτης κότσιφας, πισπιλάει μπάς καὶ βρεῖ κάτι νὰ φάει. Τὰ μπούσμπουλα, τὰ πελεκούδια καὶ τὰ λιανά, μὰ καὶ τὰ κούτσουρα τελειώσανε. Κάτι σαπόξυλα προσφάϊ μὲ πευκόκλαρες ποὺ τὶς τσάκισε τὸ βάρος τοῦ χοινιοῦ μπουχλώνουν τὸ χειμωνιάτικό μας, ξεγελᾶνε στὸ πύρωμα.
Ἔξω ἕνα μέτρο τὸ στουπόχιονο κι ὁ τραχανὰς στὸ τέντζερη κοχλάζει. Τὰ σαγάνια στὴν παράταξη γιὰ τὴν διανομή. Τὶ κι ἂν ζεματάει, τὶ καὶ ἂν καίει, στὸν κόρακα ἀφοῦ ἡ παγωνιὰ εἰσβάλλει ἀπὸ τὶς ἀστράχες, ἀπ’ τὰ κουφώματα κι ἀπ’ τὸ πάτωμα ἀκόμα. Τὰ ψαλίδια τῆς σκεπῆς τρίζουν ἀπὸ τὸ βάρος. Αὔριο σὰν ξημερώσουμε μὲ τὸ καλό, θὰ ξεχιονίσουμε τὰ κεραμίδια ν’ ἀλαφρώσει λίγο λέει ὁ πατέρας. Μάταια ἀναζητᾶς ζεστασιὰ στὴ στρωματσάδα, στὸ σάϊσμα καὶ στὴν κουρελοὺ ποὺ βαραίνει. Νωρὶς ὁ πατέρας φρόντισε τὰ ζωντανὰ ποὺ καὶ αὐτὰ κλεισμένα μέρες τώρα μέσα ἔχουν ἀνάγκη ποὺ φαίνεται στὸ φοβισμένο τους βλέμμα.
Κατάκοπος μπροστὰ στὸ προφούνι τοῦ τζακιοῦ καψαλίζει μία φέτα ψωμί, πυρώνοντας τὸ κορμὶ του, μία μπουκιὰ ξερὴ μυζήθρα γιὰ νὰ πιεῖ ἕνα ποτῆρι κρασί. «Δόξα τῷ θεῷ», θὰ πεῖ «καὶ σήμερα… ταχιὰ θὰ δοῦμε σὰν ξημερώσει».
Ἡ νοικοκυρὰ συγυράει τὸ σπίτι καὶ μὲ κόπο πιστρώνει τὰ στρωσίδια, γιατί εἶναι στὸ μῆνα της, στὶς μέρες της. Αὔριο θὰ σᾶς κάνω κορκοφίγγι, εἶχε τάξει στὰ παιδιὰ γιὰ νὰ πᾶνε γιὰ ὕπνο. Σὰν ξημερώσει μπαίνει Φλεβάρης. Ἡ καρδιὰ τοῦ χειμῶνα σ’ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο. Λευκὴ κατοχὴ καὶ ἀσάλευτη νέκρα. Στὴν παρακάτω ροῦγα ἕνα παλιόσπιτο δὲν ἄντεξε καὶ σωριάσθηκε. Ὕστερα καὶ πάλι σιωπή.
Τὸ γκούχου-γκούχου τῶν παιδιῶν ἀκούγεται κάπου – κάπου καὶ μαρτυράει τὸ πούντιασμα, δῶρο ποὺ τοὺς ἔκανε ὁ χειμῶνας. Εὐτυχῶς ποὺ τὰ παιδιὰ ποὺ πᾶνε σχολεῖο, εἶπε ἡ δασκάλα νὰ μὴν πᾶνε.
Εἶχαν τελειώσει καὶ οἱ σειρῆνες γιὰ τὴν σόμπα τοῦ σχολείου. Ἡ κακουχία εἶναι πλέον τρόπος ζωῆς. Πέρασε ἡ νύχτα μέχρι τὰ βαθειὰ χαράματα. Πρῶτος ὁ κόκορας τοῦ Μητσιοκανᾶ, μετὰ τῆς Θειά-Πηλιῶς, τοῦ Μπουζιοῦ καὶ μετὰ ὁ δικός μας, καὶ ξανὰ καὶ ξανά. Ξημερώνει καὶ θὰ πρέπει καὶ γὼ νὰ ‘ρθῶ στὴν ζωή. Νύχτα ἡ Μαμολένη, κατέφθασε γιὰ τὶς πρῶτες βοήθειες στὴ γέννα μὲ πολὺ κόπο.
Τι μέρα εἶναι ἀλήθεια αὐτή. Τι λευκός, κατάλευκος κόσμος. Ἡ φύση νύφη στὰ λευκά, καὶ μεῖς παιδιὰ της. Ὅλος ὁ κόσμος ἕνας μαχαλὰς καὶ μεῖς γειτόνοι ποὺ δὲν γνωριζόμαστε. Ἄλλο καὶ τοῦτο. Τὸ κεμέρι μας ἔκανε ξένους. Τὸ χιόνι σβήνει καὶ καταργεῖ σκεπάζοντας, τοὺς φράχτες καὶ τὰ σύνορα. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπό μᾶς τοὺς παλιοὺς ἔτσι γεννηθήκαμε καὶ εἴδαμε τὸν κόσμο.
Νωπὸς καιρὸς σὲ νωποὺς τόπους μὲ νωπὲς μνῆμες. Καὶ τί νὰ ποῦν οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς; Ἡ ἱστορία τοῦ κάθε ἑνός μας εἶναι γραμμένη σ’ ἕνα χιόνι, ποὺ δὲν λυώνει ποτέ. Φλεβάρης τοῦ 1947. Σὰν χτὲς δηλαδή. Κι ἀφοῦ «Γιάννης κερνάει – κι Γιάννης πίνει..», χρόνιά μου πολλά, κι ἂς εἶναι μία «χαψιά» ἡ ζωή, ἕνας μεζὲς ποὺ γυρεύει μία γουλιὰ κρασί.
Ἐβίβα λοιπόν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου