Η γερόντισσα Ελένη, η καντηλανάφτισσα του Αγίου Δημητρίου της Νικόκλειας, εγεννήθη στη Δορά το 1917. Η Δορά έχει εκκλησία μεγάλη της Αγίας Μαρίνας και άλλη ωραιότερη της Παναγίας, έξωθεν του χωριού, εις την τελειωμή σκαρφαλωμένη. Αυτή είναι η Παναγία η επιλεγόμενη Φωτολάμπουσα, που ωφελεί για τις ασθένειες των ματιών.
Σ΄αυτήν την εκκλησία κατέφυγε κάποτε και η γιαγιά μου Στυλιανή, όταν κατείχετο και κατεβασανίζετο από νόσημα τινά των οφθαλμών. Διανυκτέρευσε εντός του ναού, όπως άλλωστε συνήθιζε τότε όλος ο κόσμος και θερεπεύτηκε.
Την Παναγίαν τη Φωτολάμπουσα έβλεπε συχνά, τες νύκτες του καλοκαιριού, η μικρή Ελένη με τες άλλες τρεις αδελφές της. Ετύγχανε το πατρικό τους να βρίσκεται κατέναντι του ναού, σε κάποια απόσταση. Οι κορούδες έμεναν πολλές ώρες μόνες των εις το σπίτι, ακόμα και τες βραδινές ώρες, η μητέρα των εξενοδούλευε νυχθημερόν, διότι εχήρεψε νέα και είχε τέσσερις θυγατέρες να φροντίσει.
«Εφαίνετο η Παναγία», λέγει σήμερα η Ελένη, «σαν σκιά φωτεινή! Σαν μια γυναίκα με φωτεινά ρούχα. Όταν επέστρεφε η μάνα μας στο σπίτι, της ελέγαμε για το όραμα, αλλ' αυτή μας καθησύχαζε: Δεν καλοθωρείτε, μη φοβάσθε, δεν είναι τίποτε. Εμείς της ελέγαμε: Πες μας ότι εν' η Παναγία και δεν φοβούμαστε την Παναγία».
Άλλη βοήθεια, πλην της Θεομητορικής, είχαν οι ορφανές κόρες και από την θεία τους, αδελφή της μητέρας τους και από τους εκ της μητέρας παππού και γιαγιά. Η θεία αυτή ήτο ευκατάστατη καθότι οικονόμισσα, δηλαδή γυναίκα του Οικονόμου της εκκλησίας της Παναγίας Καθολικής στην Λεμεσό, του παπα - Πολύβιου εξ Ανώγυρας. Ως τα σήμερα, έχει τη φωτογραφία τους σαν εικόνισμα η γερόντισσα Ελένη στο σπιτάκι της, άνωθεν της μονής της.
Με τον παππού της Παναγιώτη και τη γιαγιά της Θεοδώρα, το γένος Χατζηγιώρκη, ήταν επίσης πολύ συνδεδεμένη η Ελένη. Ο παππούς είχε καλή θέση στην κυβέρνηση, ήτο μεμμούρης. Κατείχε μια κυβερνητική σφραγίδα και εσφράγιζε με αυτή το βουνάρι* από το σιτάρι του κάθε γεωργού, όταν ευρίσκετο στο αλώνι. Έτσι, έμενε σφραγισμένο, ώσπου να έρθουν οι άνθρωποι του κράτους να πάρουν τη δεκάτη, ήγουν το ένα δέκατο της παραγωγής ως φόρο. Η σφραγίδα έμπαινε σε διάφορα σημεία του βουναριού, ώστε δεν ημπορούσε κανένας να πάρει σιτάρι, χωρίς να χαλάσει το σημάδι της σφραγίδας.
Πάνω σ' αυτό, μου έλεγε η γιαγιά μου ότι μια χρονιά έλειψε τελείως το αλεύρι, δεν είχαν ούτε ψωμί ούτε παξιμάδι κι έκλαιαν από την πείνα τα μωρά της. Αλλά και όλοι, στενοχωρημένοι και πεινασμένοι, εκάθοντο στο αλώνι βλέποντας το συναγμένο και σφραγισμένο σιτάρι τους, αναμένοντας τους αποδεκατιστές. Επειδή αργούσαν και τα παιδιά πεινούσαν, δεν άντεξε η γιαγιά και πήρε λίγο σιτάρι, το άλεσε στο χειρόμυλο, εζύμωσε και έψησε ψωμί. Όταν ήρθαν οι άνθρωποι της κυβέρνησης, αυτή προσποιήθηκε ότι επέλλανε*, άρχισε να τραγουδά και να χορεύει γύρω στο αλώνι και να παίρνει άχυρα και χώματα και να τα ρίχνει στην κεφαλή της. Έλεγαν οι παρευρισκόμενοι συγχωριανοί: «Επέλλανεν η φτωχή, επέλλανε!». Κι επείσθησαν οι κυβερνητικοί και την άφησαν.
Επανερχόμενοι στην ιστορία μας, ο Παναγιώτης, ο μεμμούρης, είχε γιο Σάββα, ο οποίος είχε φίλο καρδιακό και εδιασκέδαζαν μαζί πολύ συχνά. Μια φορά, πάνω στην διασκέδαση, μέσα στο κέφι, το 'φερεν -αλίμονο- η κουβέντα κι ο φίλος είπε στο φίλο περιφρονητικά «άμε, ρε λουτράρη της Πάφου...»!
Ο Σάββας εθεώρησε το λόγο πολύ υβριστικό, γιατί πίστευε πως μέσ' στην καρδιά του φίλου του είχε μια καλύτερη θέση και γιατί η θέρμη της στιγμής, υπό του ποτού την επήρειαν, τον έκαμε να νομίσει πως ο φίλος του εννοούσε τη στάση και απόσταση που πήρε και το λόγο που είπε. Του λέγει: «Τώρα να σου δείξω ποιός ένι ο λουτράρης της Πάφου...». Κι εμαχαίρωσέν τον.
Τον εδίκασαν και τον εκαταδίκασαν να κρεμμαστεί, όπερ και εγένετο στην Κερύνεια. Επήγαν οι γονείς του να τον δουν πριν εκτελεστεί και ήταν πολλά ήρεμος. «Να μην κλαίεται», τους έλεγε, «διότι έτσι πρέπει να γίνει, πρέπει να τιμωρηθώ. Έναν γιόν είχασι κι εσκότωσά τον, πρέπει να σκοτωθώ!» Μόλις τον εκρέμασαν έφτασε, λένε μήνυμα από τη Χώρα ότι λαμβάνει χάρη! Οι Εγγλέζοι πρόσφεραν καρπούζι στους γονείς και συγγενείς των απογχονισθέντων εκείνης της μέρας, και αυτοί φάγοντες ανεχώρησαν.
Ας επιστρέψωμε, όμως, στην κυρίως ιστορία. Η Ελένη, όταν ήρθε σε ηλικία, παντρεύτηκε τον Παναγιώτη του Χατζηιωσήφ, του προύχοντος της Νικόκλειας και κατοίκησαν εκεί παρά τον παταμό Διαρίζο. Ο Παναγιώτης ήταν πολύ καλός, είχε περβόλια κι ελαιώνες, έκαμνε και τον ποταμάρη, δηλαδή τον περαματάρη. Τα παλαιά χρόνια, ο Διαρίζος το χειμώνα ήτο ορμητικός και πλατύς. Επερνούσε, λοιπόν, τον κόσμον ο Παναγιώτης από τη μια όχθη στην άλλη, πότε με τη μούλα και πότε πεζός. Ήταν ψηλός άνδρας και δυνατός. Όλος ο κόσμος τον εμπιστεύετο, μάλιστα και οι Τούρκισσες μαμμές από τη Σουσκιού, τες οποίες μετέφερε κατά πάσαν ώραν ανάγκης ακόμα και νύκτα, για ν' απογεννήσουν τες κοιλοπονούσες.
Ο Παναγιώτης, ο Περαματάρης, ήταν πολύ θρήσκος, τακτικός της εκκλησίας, ψάλτης, επίτροπος και καντηλανάφτης.
Έκαμνε, μάλιστα, εορτήν εκ παραδόσεως την ημέρα της Υπαπαντής και εδέχετο συγχαρητήρια. Όθεν, επαρέθετε τράπεζα εις όλο το χωριό όλη την ημέρα. Απολείτουργα και μέχρι τις τρεις, ετραπέζωνε τους άνδρες, συνέτρωγε και συνέπινε μετ΄αυτών. Από τις τρεις και μετά έρχονταν οι γυναίκες. Κι αυτές έπιναν κι ετραγουδούσαν ίσαμε το βράδυ, ευχόμενοι άπαντες για τον Παναγιώτη και την Ελένη και τα παιδιά των. Σαν τα θυμάται όλα αυτά η Ελένη, σήμερα, αποφαίνεται ότι «είχεν αγάπην ο κόσμος πριν».
Πάντοτε ο Παναγιώτης ήταν πολύ αφοσιωμένος στο συμφέρον της Εκκλησίας και εκ τούτου επλέκετο κάποτε σε φασαρίες και συγκρούσεις μετ' άλλων συγχωριανών. Σε μια τέτοια περίσταση, η Ελένη δεν άντεξε κι εθύμωσε πολύ του ανδρός της και του είπε: «να παραιτηθείς, να γλυτώσουμε από την ιδιοτροπία του κόσμου». Και αυτός επαραιτήθη. Τη νύκτα η Ελένη είδε στον ύπνο της τον Άγιο Δημήτριο. Ήταν λυπημένος και της είπε: «Εσύ είσαι η αιτία, για να σταματήσει ο άνδρας σου... Ο άνδρας σου εν' το σπίτι μου που σάζει*. Άφησ΄τον κόσμο ότι θέλει να λαλεί!» Αναστάσα τότε η Ελένη έβαλε τον Παναγιώτη ν' αναλάβει πάλι το ιερό διακόνημά του.
Πέρασαν τα χρόνια. Ο Παναγιώτης εκοιμήθη, αφού χρημάτησε είκοσι χρόνια επίτροπος. Ανάλαβε, τότε, η Ελένη έως την σήμερον, οπότε παρήλθαν άλλα είκοσι έτη. Η γερόντισσα πια Ελένη σκέπτεται να παραδώσει το κλειδί, μη δυναμένη πλέον εκ των πολλών ασθενειών να εκτελεί πλήρως τα καθήκοντα του νεωκόρου. Πλην όμως λέγει: «Εάν κάμω πολλές ημέρες και δεν πάω στην εκκλησία τ΄Άη - Δημήτρη ν' ανάψω τες καντήλες, έρχεται στον ύπνο μου΄είναι σβηστό το σπίτι μου, είναι σβηστό το σπίτι μου, λαλεί μου!»
*βουνάρι = στοίβη ή μάζα
* επέλλανε = τρελάθηκε
*σάζει = φροντίζει
Από το βιβλίο «περί ΗΣΥΧΙΑΣ λόγοι επτά»
Του Χαράλαμπου Θ. Επαμεινώνδα
πηγή
Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου