Η βαρκα νοσταλγουσε ένα λιμανι
εβραζε η θαλασσα αφρισμενη στο βορια
βουβα στεκονταν τα εφτα καμπαναρια
εφευγες πανω στο εμπα του Γεναρη.
Του γερο-Αθωνα οι σκητες σε προσμεναν
και στην απομερη ταβερνα του γυαλου
αδεια ποτηρια απομειναρι μεθυσιου
-που συνηθουσες- πλεον ξαποσταιναν.
Παρθενικες φιγουρες στου χωριου τα λιακωτα
αποσπερνα βγηκαν και θυμιατιζαν
και «αναπαυσου λατρευτε» γλυκα ψελλιζαν
-ωσαν αυτές που ιστορουσες στα γραπτα.
Ο αναγνωστης του Δαβιδ ψαλλει ρητα
των ποιητων η πενα στεκει στον αγερα
στο Καστρο μαυροφορα γερνει η μερα
θρηνουν τσιριζοντας στο ρεμα τα στοιχεια.
Γοργονες σμιγουν με αγγελους στ’ακρογυαλια
τη φονισσα ξερναει ο πατος να σε δει
προικα κοχυλια και αγρια φυκια το παιδι
-που επνιγη- φερνει στην ταφη σου την παναγια.
Η Αυγουστα στεκει σε μπαλκονι αρχοντικο
σταυροκοπιεται με κρυφη παλια λαχταρα
ωσαν να ειχε τελειωμο η κάθε ανταρα
και οι καημοι στον κοσμο τον τρελο.
Τα γιορτινα τους τα τροπαρια οι εκκλησιες
προσφερουν δωρο ευωδιαστο στην εξοδο σου
μα αυτό που λειπει ειν’το υφος το δικο σου
το αγιοτικο που εσεμνυνε τις φτωχογειτονιες.
Κατω απ’το βλεμμα του Κριτου η ορθοδοξια
σπρωχνει το χερι σου σε κλινη νεκρικια
-στη χουφτα ταζοντας σεπτη μεταλαβια-
για να της πλεξεις μια στερνη ηθογραφια.
Καπου ακουγονται τα καλαντα των Φωτων
μια νοσταλγιας ηδονη σε συνεπαιρνει
μυστες του αιωνιου σε κυκλωνουν αρχαγγέλοι
και εισοδευεις στη χαρα των πρωτοτοκων.
(Χριστούγεννα του 2007, Παντελεήμων Κ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου