Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

Το δέντρο της ελεημοσύνης: κυπριακό παραμύθι



Μια φορά ήταν ένας άνθρωπος πολλά τσιγκούνης. Έλαμνε με τες φωνές τη γυναίκα του να μη δίνει τίποτε από το σπίτι σε κανένα. Άμα ερχόταν κανένας διακονητής* και του έδινε κανένα κομμάτι ψωμί, την εσκότωνε από το ξύλο. Ε, άμα εθώρε κανένα διακονητή η φτωχή, έμπαινε έσω.
- Λάμνετε στη δουλειά σας. Δεν θα δουλεύουμε εμείς να σας τα δίνομε εσάς να τρώτε, φώναζε ο άντρας της, κι έδιωχνε τους μισθούς* που του είχε στείλει ο Θεός.
- Όμως, άμα έφευγε από το σπίτι ο άντρας της, η γυναίκα πήγαινε σε ένα λάκκο μέσα στην αυλή του σπιτιού της. Εκεί έβαζε ότι ήθελε να δώσει στους μισθούς που έρχονταν στη πόρτα της. Έπαιρνε ψωμί, ελιές, και άλλα πράματα από το σπίτι, όπως κρασί, λάδι, και τα έριχνε μέσα σε εκείνο το λάκκο. Άμα έρχονταν διακονητές, ο ένας ή ο άλλος, αυτή πήγαινε κι έριχνε στο λάκκο ότι ήθελε να τους δώσει.
Πέρασε κάμποσος καιρός. Μια πρωία , σαν έκαμνε δουλειές στην αυλή, παρατηρά... ένα δέντρο βλάστησε μέσα στο λάκκο.
- Θώρει είντα εβλάστησε από μέσα εδώ, λαλεί της ο άντρας της.
- Ε, άφησε το να ψηλώσει πάνω να μας κάμνει ίσκιο.
Ψήλωνε, ψήλωνε, μέρα με την ημέρα εγένετο. Έκαμε ρίζα χοντρή, σχεδόν να κλείσει την τρύπα του λάκκου. Έκαμε φλοιούς ο κορμός κι έπεφταν χαμαί. Μιαν ημέρα, η γυναίκα άναψε λαμπρό έξω στην αυλή, για να μαγειρέψει. Παίρνει ένα φλοιό, τον έβαλε μέσα στη φωτιά. Νάσου, κατέβησαν οι Αγγέλοι:
- Τι μας θέλεις και μας φώναξες;
- Δε σας φώναξα, λαλεί τους.
- Όχι, μας φώναξες, αφού σε ακούσαμε. Έβαλες από αυτούς τους φλοιούς μέσα στο λαμπρό;
- Ναι, έβαλα.
- Ε, αυτοί οι φλοιοί είναι από το δέντρο της ελεημοσύνης και είναι από τούτο τον καπνό που εξέβη η φωνή πάνω. Τι θέλεις; Κανάνα καλό, τίποτε, να σου κάμομε;
- Τι να μου κάμετε... σάμπως θέλω και τίποτε; Ένι κι ο Αρχάγγελος που παίρνει τες ψυχές εδώ;
- Εδώ είμαι κοκόνα μου.
- Θέλω, όταν παίρνεις τες ψυχές να σε θωρώ, λαλεί του Αρχαγγέλου.
- Για τ΄όνομα του Θεού, ειπέ κανένα άλλο πράγμα, της λέγει ο Αρχάγγελος, γιατί θα λυπάσαι.
- Όχι, λαλεί του, θέλω να σας θωρώ.
- Ε, να πάεις, όταν είναι ν' αρρωστήσει κανένας και θα μας δεις. Όμως πρέπει να προσέχεις, μην το πεις σε κανένα γιατί θα πεθάνεις.
-Δεν το λέγω, του είπε εκείνη.
Οι Αγγέλοι έφυγαν.
Ύστερα από λίγες ημέρες, αρρώστησε ένα μωρό του αδελφού του αντρός της. Το πήραν οι Άγγελοι- ήταν μωρό- το παίρναν με τα λουλούδια, με τα τριαντάφυλλα, με τες χαρές. Της εφαίνετο πως το πήραν έτσι όπως ήταν, ζωντανό, ολόγελο... Δεν της ήρθε λύπηση να κλάψει, αλλά άρχισε να γελά.
Σε λίγο καιρό ήρθε η σειρά ενός ανθρώπου, που ήταν μεσήλικας. Πάει η γυναίκα, τι να δει! Τον έσφαξαν κι έτρεχε το γαίμα από την πόρτα προς τα έξω, κάτω στη γη. Λερώθηκαν τα πλάσματα που ήταν εκεί κοντά, όμως δεν μπορούσαν να δουν αυτά που έβλεπε εκείνη.
Η γυναίκα όμως, ότε κι είδεν έτσι πράγμα, έκατσε έξω, κι από το κλάμα φύρτηκε. Όσοι την είδαν ηύραν τον άντρα της και του είπαν:
- Ρε, προχτές απέθανε το μωρό του αδελφού σου κι η γυναίκα σου εγέλα. Τώρα τι έπαθε κι έσυρε τόσο κλάμα με τούτον τον ξένο;
Πάει κι εκείνος τότε έσω του, να την εσκοτώσει ήθελε.
- Τι έπαθες κι ελαώθηκες, κι έσυρες τόσον κλάμα για τούτον τον παλιάνθρωπο που πέθανε, ενώ εγέλας όταν πέθανε το μωρό του αδελφού μου; Θέλω να μου πεις ειδεμή να φύγεις από το σπίτι.
Έ, τι να κάμει τώρα η φτωχή; Να το πει; Θα πεθάνει. Αν δεν το πει θα χάσει τον άντρα της. Τι να πει και τι να κάνει...
-Καλύτερα να μην ζητούσα τίποτε από τον Αρχάγγελο, είπε μέσα της. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Τι γύρευα και ήθελα να θωρώ τον Αρχάγγελο όταν πέρνει τες ψυχές; Γιατί να ζητήσω χάρη για ένα καλό που έκανα; Ο Θεός μου έστελνε τους μισθούς για να τους βοηθήσω και να ελεήσει τη ψυχή μου. Δεν έπρεπε να ζητήσω τίποτα από τους Αγγέλους που έφερε το δέντρο της ελεημοσύνης.
Σκέφτηκε καλά, καλά και μετά φώναξε στον άντρα της.
- Να πας να φέρεις τον παπά, να με ετοιμάσει, να με μεταλάβει και θα σου πω.
Πάει εκείνος, ένα βούρος, έφερε τον παπά. Ο παπάς λέγει της γυναίκας:
- Κόρη μου, μα... αφού δεν είσαι άρρωστη...
Να με ετοιμάσεις, να μου κάμεις Άγιον Ευχέλαιο, να με μεταλάβεις, γιατί έχω κάτι να σας πω.
Ξάπλωσε πάνω στη μονή της, ο παπάς της διάβασε το Άγιον Ευχέλαιο, τη σταύρωσε με το λάδι και τη μετάλαβε. Ύστερα ανακάθισε και τους είπε όλη την ιστορία. Αμέσως μετά έγυρε και πέθανε, και πήραν οι Αγγέλοι την ψυχή της.

* διακονητές στη Κύπρο ονομάζονται οι ζητιάνοι
* μυσθοί στη Πάφο ονομάζονται οι ζητιάνοι






πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: