Φοράω το τζάκετ μου
και συνεχίζω να προχωρώ,
στα μαρμαρένια πεζοδρόμια.
Στα πόδια μου μπροστά, πέφτουν φύλλα.
Πέρασε ο καιρός τουςκαι τα δέντρα τα στέλνουν κάτω να λιώσουν
και να γίνουν, ξανά,ένα κομμάτι από την πνοή, που δίνει κίνηση στα πάντα.
Κουμπώνομαι κι άλλο καθώς ο άνεμος σφυρίζει,με ελαφριές μα παγωμένες ριπές.
Εκεί, πλάι στο παγκάκι,θα βγάλω μια ασπρόμαυρη φωτογραφία.
Θα δέσω σφιχτά τη ζώνη στο πανωφόρι μου
και θα συνεχίσω να περπατώ μέσα στη βροχή.
Τα παράθυρα σιγά-σιγά κλείνουν
και οι νοικοκυράδες μαζεύουν τα πιτσιρίκια από νωρίς.
Τα παραμύθια τελειώνουν, πάντα, με την ίδια ευχή
και εμείς θα ζήσουμε καλύτερα.Κάθομαι στο σιντριβάνι της πλατείας.
Μόνο λίγα σπουργίτια έμειναν τώρα.
Τους πετάω τα λιγοστά ψίχουλα απ' το κουλούρικι αυτά τιτιβίζουν χαρούμενα.
Συνεχίζει να ψιχαλίζει
ενώ ο μουντός αέρας πάει και έρχεται,σέρνοντας τα κίτρινα φύλλα.
Διαδρομή μέσα απ΄ τους δρόμους, τους γκρίζους, της πόλης.
Ημισκότεινα στενά με γεμάτους κάδουςκαι μεγάλοι δρόμοι με βιαστικούς περαστικούς.
Και στο λιμάνι, στους κάβους,μερικοί ξεχασμένοι γλάροι κάνουν κύκλους,σαν να χαιρετούν όσους φεύγουν,τα μουντά, γκρίζα μεσημέρια του φθινοπώρου.Έτσι στην αποβάθρα, κι εγώ, κουνώ το μαντήλι.
Στους γλάρους που ακολουθούν τα μεγάλα, σιδερένια πλοία
και σ' όλους αυτούς που φεύγουν
είτε λυπημένα είτε χαρούμενα,για ταξίδια, πέρα ή για να κοιμηθούν αλλού.
Hellegennes
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου