Τό βάρος της σάρκας, το βάρος της ύπαρξης ανεπαίσθητα ελαφρώνουν, γίνεται το φορτίο ελαφρύ, όταν ο νούς αποσπάται από τα γήινα, από τα περιτρίμματα ενός κόσμου χωρίς προσανατολισμό. Ο πειρασμός της μιας μέρας ελλοχεύει στην επόμενη, το κακό της μιας παραμονεύει στην άλλη, μέσα στον χρόνο που κυλά, όταν το βράδυ δεν κρατά κανένα ίχνος της μέρας που πέρασε μέσα στην τύρβη και τις δραστηριότητες που τυφλώνουν τα μάτια. Όμως μη φοβάστε, μας λέγει ο Ισαάκ.
Οι αμαρτίες της σάρκας είναι σαν μια χούφτα άμμος που ρίχνεται στο πέλαγος του ελέους του Θεού. Τό έλεος του Θεού δεν ανακόπτεται από τις κακίες των ανθρώπων. Όλες οι αντιλήψεις περί μιας θεότητας εκδικητικής και τιμωρού ανατρέπονται και παύουν να υπάρχουν, ώστε να συναισθανθούμε την δική μας ευθύνη, όχι μπροστά σε έναν σκυθρωπό, τιμωρό Θεό, αλλά μπροστά στην αγάπη. Η αγάπη του Θεού κινείται πέρα από την ανθρώπινη διάνοια. Οι άνθρωποι, και μόνον οι άνθρωποι είμαστε υπεύθυνοι για την κακία που επικρατεί στον κόσμο. Εμείς υψώνουμε εμπόδια ανάμεσα σ’ εμάς και τον Θεό, που θέλει να αποκαλυφθεί στις καρδιές των ανθρώπων.
«Καί τι είναι καρδία ελεήμων; Είναι να καίγεται η καρδιά υπέρ όλης της κτίσεως, ήγουν υπέρ των ανθρώπων, και των πτηνών, και των ζώων, και των δαιμόνων, και υπέρ παντός κτίσματος. Πού από την ενθύμηση και την θεωρία τους ρέουν από τα μάτια του ελεήμονα ανθρώπου δάκρυα. Καί από το πολύ περίσσευμα της ελεημοσύνης που συνέχει την καρδιά, και από την μεγάλη καρτερία σμικρύνεται η καρδιά του, και δεν μπορεί να υποφέρει ή να ακούσει ή να δεί να γίνεται η παραμικρή βλάβη ή κάτι το λυπηρό».
Άς σταθούμε στο έλεος του Θεού, που προέρχεται από την συμπόνια, από την άφατη κένωσή Του να περιβληθεί τη σάρκα και να σηκώσει ένα χθαμαλό όν όπως ο άνθρωπος. Ο Θεός πάσχει με τους ανθρώπους, συμπάσχει με τα δεινά των ανθρώπων. Καμιά αμαρτία δεν μπορεί να σταθεί μπροστά στο έλεός Του. Άς αποδιώξουμε όλα τα φόβητρα. Αλλά άς τα αποδιώξουμε σιωπώντας. Η σιωπή των χειλέων μας κρατά σταθερούς, για να μήν απολέσουμε την κλίση μας και πέσουμε στην καταφρόνια.
Η σμίκρυνση της καρδιάς που προκαλείται από την πολλή καρτερία και ελεημοσύνη, είναι το ελάχιστο εκείνο χώμα όπου δεν υπάρχουν τα προσκόμματα που εμποδίζουν την προσευχή. Όπως λέγει και η Σιμόν Βέιλ, η δημιουργική προσοχή είναι να προσέχουμε το ανύπαρκτο. Ο προσευχόμενος εύχεται υπέρ πάντων, γιατί δεν μπορεί να υποφέρει το κακό που κυβερνά τον κόσμο. Τότε η προσευχή γίνεται η μόνη και έσχατη πράξη. Συμμετέχουμε στα δεινά του κόσμου, των μικρών εκείνων και ελαχίστων για τους οποίους ομιλεί ο Κύριος. Στρέφουμε την προσοχή μας σ’ εκείνον που βρίσκεται σαν αντικείμενο στην άκρη του δρόμου παρατημένο. Στήν σμίκρυνση της καρδιάς ενυπάρχει το άμετρο της αγάπης. Εκείνος που δεν έχει κοινωνική θέση είναι ανύπαρκτος, και μόνο η αγάπη αποκαθιστά την ανθρώπινη φύση του, φέρνοντάς τον από την ανυπαρξία στην ύπαρξη και στο περίσσευμα της υπάρξεως.
Άν αναλογιζόμασταν εν σιωπή τις ώρες που ζούμε, τις στιγμές που περνούν, αν η κάθε στιγμή μετατραπεί σε αίνο για το γεγονός ότι ζούμε, ολόκληρο το είναι μας το διαπερνά μια ανάπαυση, μια καταπραϋντική ησυχία, έχοντας αφεθεί στο άπαν, μέσα στο άπαν της κάθε στιγμής, της κάθε ώρας, χωρίς πρίν και μετά. Υπεριπτάμεθα του χρόνου παραμένοντας στο παρόν.
«Ο δε εμβλέψας αυτοίς, είπεν^ τι ούν εστίν το γεγραμμένον τούτο^ λίθον όν απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγεννήθη εις κεφαλήν γωνίας»[xii]; (Τότε εκείνος τους κοίταξε κατάματα και είπε^ Τί σημαίνει λοιπόν το γεγραμμένο στις Γραφές; Η πέτρα που την παραπέταξαν οι οικοδόμοι, έγινε αγκωνάρι;) Προκειμένου να αναδυθεί αυτή η πέτρα, δεν πρόκειται να μείνει λίθος επί λίθου από όσα πιστεύουν και ασπάζονται οι άνθρωποι. Νομίζω πώς δεν απέχει από την ρήση αυτή το άλλο λόγιο του Ευαγγελίου: «Αι δε δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται». Ποιές είναι αυτές οι δυνάμεις των ουρανών που θα σαλευθούν, και ποιος ο ρόλος τους στη ζωή των ανθρώπων; Προφανώς, οι δυνάμεις αυτές δεν έχουν καμιά σχέση με την Βασιλεία του Θεού, καθώς είναι η μόνη ασάλευτη. Οι δυνάμεις των ουρανών σαλεύονται και τα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης σείονται. Όλα διακυβεύονται, για να μείνει το μόνο που είναι ασάλευτο. Ωστόσο οι εξουσίες είναι αυτές που διατηρούν την τάξη μεταξύ των ανθρώπων, όσο οι άνθρωποι παραμένουν ξένοι προς την Βασιλεία του Θεού. Οι Θρόνοι, οι Κυριότητες που έχουν εξουσία σε κάθε βασίλειο, οι Αρχές, που κυβερνούν την ατμόσφαιρα, και οι Εξουσίες που εξουσιάζουν τα έθνη και κάθε άνθρωπο, σαλεύονται.
«Ο Κύριος και Θεός παρέδωσε τον Υιό του στο θάνατο πάνω στον σταυρό από ένθερμη αγάπη για την κτίση… Τούτο όμως όχι επειδή δεν μπορούσε να μας λυτρώσει με κάποιον άλλο τρόπο, αλλά για να γίνει δάσκαλός μας η ασύγκριτη αγάπη του. Καί με τον θάνατο του Μονογενούς Του Υιού, μας έφερε κοντά Του. Άν είχε μάλιστα κάτι πιο πολύτιμο, θα μας το είχε προσφέρει, +ώστε το γένος μας να γίνει δικό του. Καί από την μεγάλη αγάπη Του για μας, δεν θέλησε να βιάσει την ελευθερία μας, αν και θα μπορούσε να το κάνει, αλλά διάλεξε να μας τραβήξει κοντά Του με την αγάπη που θα γεννιόταν από το δικό μας φρόνημα»[xiii].
Ένας είναι ο διδάσκαλος και ένας ο τρόπος διδαχής. Ο Χριστός διά της αγάπης Του μας οδηγεί στον Πατέρα. Η αγάπη του Πατρός είναι μια δωρεά. Τό «Ναί, έρχου Κύριε Ιησού», σημαίνει προσδοκία και αποδοχή της αγάπης που γεμίζει τον άνθρωπο, ο οποίος είναι εκ φύσεως άδειος.
Σάν απαλή βροχή, χωρίς να προκαλεί κανένα δέος και κανένα φόβο εμφανίζεται ο Κύριος. Ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται μέσα στη χάρη Του, και από τον καθένα από μας εξαρτάται η συμμετοχή σ’ αυτή τη χάρη. Μίλησε μαζί μας πρόσωπο προς πρόσωπο, χωρίς να τον συνοδεύει καμιά ιεροτελεστία, καμιά εκδήλωση ιερότητας. Μίλησε μαζί μας, με λόγια που ακούγονταν για πρώτη φορά στον κόσμο. Μίλησε σαν να μιλούσε σε φίλους και αδελφούς. Κανένας ανθρώπινος νούς δεν μπορεί να συλλάβει το μεγαλε~ο της θεότητος που κατέρχεται στους ταλαίπωρους ανθρώπους χωρίς να συνοδεύεται από σημάδια που να προκαλούν δέος και φόβο. Κανένας ανθρώπινος νούς δεν μπορεί να συλλάβει την υπερ-υπερβατικότητα της αγάπης Του. Υπ’ αυτή την έννοια δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε, παρά μόνο να τον δοξολογούμε. Ο Χριστός άνοιξε τον δρόμο προς την καρδιά μας. Μέσα στην καρδιά μας θα καταλάβουμε ότι ο Θεός προσεύχεται για μας.
«Άν αρκούσε ο ζήλος για να μπεί η ανθρωπότητα στο σωστό δρόμο, γιατί ο Θεός και Λόγος ντύθηκε το σώμα, χρησιμοποιώντας την ευγένεια και την ταπεινότητα για να φέρει τον κόσμο πίσω στον Πατέρα του; Καί γιατί άπλωσε τα χέρια του στο σταυρό χάριν των αμαρτωλών, παραδίδοντας το άγιο σώμα του στον πόνο για χάρη του κόσμου; Εγώ λέγω ότι ο Θεός τα έκανε όλα αυτά όχι για κανένα άλλο λόγο παρά για να κάνει γνωστή στον κόσμο την αγάπη που έχει, καθώς σκοπός του ήταν ότι εμείς, γνωρίζοντάς την, θα αιχμαλωτιζόμασταν από την αγάπη του, όταν φανερωνόταν, μέσω του θανάτου του Υιού του, η μεγάλη δύναμη της βασιλείας των ουρανών, η αγάπη. Η Ενσάρκωση και ο θάνατος του Σωτήρος στον σταυρό συνέβησαν όχι για να μας λυτρώσει από τις αμαρτίες, ή για κάποιον άλλο λόγο, αλλά μόνο και μόνο για να γνωρίσει ο κόσμος την αγάπη που ο Θεός έχει για τη δημιουργία Του»[xiv].
Δέν είναι ο ζήλος, η προτροπή, η παραίνεση. Η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου είναι που αποφασίζει. Η ελεύθερη βούληση που γαλουχήθηκε στην απόγνωση κι αποζητά την Πηγή της Ζωής. Όταν ο άνθρωπος βγεί από την αγέλη, και αποφασίσει να στραφεί αμετάκλητα στον Χριστό. Δέν υπάρχει δρόμος ομαδικός, και πολύ περισσότερο αγελαίος, που να οδηγεί στον Χριστό. Ο Χριστιανός δεν είναι ούτε άτομο ούτε μέλος μιας σύναξης. Η Εκκλησία είναι ένα σώμα ελευθέρων ανθρώπων που ο κάθε άνθρωπος έχει μεταμορφωθεί σε ανθρωπότητα. Τό περίσσευμα της ελεημοσύνης που συνέχει την καρδιά είναι η ένδειξη αυτής της μεταμόρφωσης. Η απλή σύναξη ατόμων επί το αυτό, ή κάποιος επίγειος θεσμός δεν εξασφαλίζει τη σωτηρία. Δέν είναι ο φόβος της κόλασης ή η τιμωρία που οδηγούν στον Θεό. Όταν εννοήσουμε την αγάπη του Δημιουργού για τον κόσμο, η αγάπη θα γεννήσει την αγάπη, και θα μας τραβήξει στο Θεό. Όλα όσα συμβαίνουν οδηγούν στο χαρμόσυνο άγγελμα της Βασιλείας, έστω κι αν φαίνεται πώς ο δρόμος που πήραμε είναι αντίθετος. Απομπεμπόμενος, λοιδορούμενος, κολαφιζόμενος, αυτός ο μόνος αναμάρτητος, δεν χρωστούσε τίποτα στη βία του κόσμου, στις πλάνες μέσα στις οποίες ζούσε ο κόσμος. Δέν ήρθε για να ιδρύσει μια νέα θρησκεία και ένα καινούριο πολιτισμό. Ήρθε για να αποκαταστήσει τον άνθρωπο και να τον σώσει ακέραιο. Οι κατηγορίες που του αποδίδονται είναι ψευδείς. Στόν θάνατό του περιλαμβάνονται όλα τα αθώα θύματα από την χαραυγή της ανθρώπινης ιστορίας. Οι Ιουδαίοι τον κατηγορούσαν ότι υπέσκαπτε τα θεμέλια του Ιουδαϊσμού. Οι Χριστιανοί ότι εν ονόματί Του επιδόθηκαν σε διωγμούς. Όμως ο ίδιος στέκει αλώβητος. Σέ τίποτα δεν νομιμοποιεί τη βία και τα έργα της. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που την διαιωνίζουν. Χριστιανοί και άθεοι τον θέλουν εκδικητή και τιμωρό που ζητά συνεχώς θυσίες. Κλείνουν τ’ αυτιά και τα μάτια τους στην αγάπη Του. «Έως πότε πενθήσει η γή, και πάς ο χόρτος του αγρού ξηρανθήσεται από κακίας των κατοικούντων εν αυτή»[xv];
Ο Σταυρός μεταμόρφωσε τον κόσμο. Ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι δεν θέλει να ξέρει τίποτα πέρα απ’ τον Εσταυρωμένο, γιατί πιστεύει πώς δεν υπάρχει ανώτερη γνώση από τη γνώση του Σταυρού, και για τον Θεό και για τους ανθρώπους. Η γνώση ότι ο Κύριος θριάμβευσε επί των αρχών και των εξουσιών εξαλείφει από το νού μας κάθε αμφιβολία και κάθε φόβο. «Καί τελικά κενώθηκε τόσο επειδή ήθελε να αποκαλειται Πατέρας της αμαρτωλής ανθρώπινης φύσης, χώμα από τη γή, των αξιοκαταφρόνητων ανθρώπινων όντων σάρκα και αίμα: θα μπορούσαν αυτά τα πράγματα να πραγματοποιηθούν δίχως μεγάλη αγάπη»[xvi].
Ο αββάς Ισαάκ δεν διστάζει να αποκαλέσει την ανθρώπινη φύση του Κυρίου «Θεό» και να ζητά μια ενιαία πράξη λατρείας για τον Άνθρωπο που έγινε Κύριος και για την θεότητα εξίσου. Κανένας λόγος δεν είναι σε θέση να αναφερθεί στην αρχή της πλάνης που τον κυβερνά. Μόνο αν είναι σταθερά προσανατολισμένος στην αλήθεια μπορεί να αναφερθεί στην αρχή που τον διέπει. Καί ο λόγος του αββά Ισαάκ είναι σταθερά προσηλωμένος προς την αλήθεια, γι’ αυτό και μπορεί να μιλά για τον Άνθρωπο που έγινε Κύριος, για ταπεινοφροσύνη χωρίς μνησικακία, για δάκρυα χωρίς μεμψιμοιρία. Κινείται πέραν πάσης ψυχολογικής κατηγορίας. «Γιατί πιστεύουμε πώς όσα ισχύουν για τον Άνθρωπο υψώνονται μέχρι τον Λόγο που τα δέχεται για τον εαυτό του, επιθυμώντας να τον κάνει να μοιραστεί αυτή την τιμή. Όλα αυτά μας γίνονται γνωστά στο Σταυρό, και μέσω αυτού του γεγονότος, που οι άπιστοι θεωρούν αξιοκαταφρόνητο, έχουμε αποκτήσει μια ακριβή γνώση του Δημιουργού»[xvii]. Διαβάζοντας τα λόγια αυτά σκεφτόμαστε τι μπορεί να σημαίνει θεός κατά χάριν.
Όλα τούτα γίνονται γνωστά μέσω του Σταυρού, γεγονός που θεωρείται αξιοκαταφρόνητο και στις μέρες μας. Ο Σταυρός αποκαλύπτει το ψεύδος και την ενοχή των διωκτών. Καί δεν θα μπορούσε να αποκαλυφθεί αυτή η αλήθεια, αν στον Σταυρό δεν σταυρωνόταν ο ίδιος Θεός. Ήρθε για τους πεπτωκότες και τους αμαρτωλούς. Καί ανύψωσε την φθαρτή ανθρώπινη φύση στην αφθαρσία. Ποιός άνθρωπος θα τον ακολουθήσει; Ποιά ανθρώπινη κοινότητα θα ανυψωθεί στο φως; Κανείς που λογαριάζει τους άλλους ως απόβλητους δεν μπορεί να έχει σχέση με το μήνυμα της Βασιλείας.
Η υπόθεση της σωτηρίας είναι κατ’ αρχάς υπόθεση προσωπική. Η υπόθεση της ανύψωσης είναι προσωπική. Βυθίσου στο ταμείο ένδοθέν σου, και εκεί θα βρείς τη Βασιλεία. Τήν μυστική κλίμακα που οδηγεί ψηλά, στο κάλλος το ανείπωτο. Εγκαταλείπω τα σκύβαλα, τα ερείπια του κόσμου τούτου. Ξαναγυρίζω στο φως. «Ώ, Μυστήριο, υψωμένο πέρα από κάθε λόγο και πέρα από τη σιωπή. Εσύ που έγινες άνθρωπος για να μας ανακαινίσεις μέσω της εκούσιας ένωσης με τη σάρκα, αποκάλυψε μου τον δρόμο από όπου μπορώ να ανυψωθώ μέχρι τα μυστήριά σου.»
Ο Χριστός δεν έχει όρια ούτε κλείνεται σε ανθρώπινες κατασκευές. Είναι πέρα από έθνη και φυλές, και τα περιλαμβάνει όλα. Τό κέντρο του σύμπαντος βρίσκεται έξω από το σύμπαν. Εκεί βρίσκεται και η ουράνια πατρίδα μας. Όμως ο Θεός έσμιξε με τον κόσμο και Θεός και κόσμος έγιναν ένα. Τούτο σημαίνει πώς ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται μέσα στη χάρη. Καί ο καθένας μπορεί να εισέλθει σ’ αυτήν, αν στραφεί οικειοθελώς προς τον Χριστό. Η ανυπόκριτη αγάπη νικά τα πάντα. Ο Χριστός διδάσκει τα δόγματα, και όχι τα δόγματα τον Χριστό. Όπως γράφει ο άγνωστος επιστολογράφος στην επιστολή προς Διόγνητο: «Οι Χριστιανοί δεν διακρίνονται από τους άλλους ανθρώπους, ούτε από τον τόπο που κατοικούν, ούτε από την γλώσσα, ούτε από τα έθη τους. Δέν έχουν ιδιαίτερες πόλεις, ούτε δική τους γλώσσα. Η θρησκεία τους δεν επινοήθηκε από ανθρώπινο μυαλό, ούτε την εγκαθίδρυσε φροντίδα πολυπραγμόνων ανθρώπων, ούτε ακολουθούν ανθρώπινα διδάγματα όπως μερικοί φιλοσοφούντες. Κατοικούν σε πόλεις ελληνικές και βάρβαρες, όπου έτυχε ο καθένας τους, ακολουθώντας τις τοπικές συνήθειες και στο ντύσιμο και στο φαγητό και σε όλα. Όμως ο βίος τους ξεχωρίζει και τους φανερώνει θαυμαστούς, ξένους, παράδοξους. Έχουν πατρίδα μα είναι πάροικοι. Σέ όλα συμμετέχουν ως πολίτες, και τα υπομένουν σαν ξένοι. Κάθε ξένος τόπος είναι πατρίδα τους, και κάθε πατρίδα ξένος τόπος. Τεκνοποιούν, αλλά ποτέ δεν απορρίχνουν τα παιδιά τους. Μέσα στη σάρκα βρίσκονται, αλλά δεν ζούν κατά σάρκα. Υπακούουν στους νόμους, και με τη ζωή τους νικάνε τους νόμους. Στή γή περνούν τις μέρες τους, αλλά στον ουρανό πολιτεύονται. Όλους τους αγαπούν, και υπό πάντων διώκονται. Κανείς δεν τους γνωρίζει, και όλοι τους κατακρίνουν. Πτωχεύουν και πλουτίζουν πολλούς. Στερούνται απ’ όλα, και σε όλα περισσεύουν. Ατιμάζονται, και η ατιμία τους δοξάζει. Βλασφημούνται, και δικαιώνονται. Λοιδορούνται, και ευλογούν. Υβρίζονται, και τιμούν τους υβριστές. Κάνουν το καλό, και τιμωρούνται ως κακοποιοί. Τούς κτυπούν, και αυτοί χαίρονται παίρνοντας ζωή. Καί οι μισούντες δεν έχουν να πούν την αιτία της έχθρας τους».
Η τελευταία φράση παραπέμπει στο εμίσησάν με δωρεάν, με εμίσησαν χωρίς κανένα λόγο. Καί πράγματι, ακόμη και οι πιο κοντινοί άνθρωποι, εν αγνοία τους πολλές φορές, προσπαθούν να προσβάλλουν αυτό που είσαι, αυτό που ξεφεύγει από τα μέτρα και την κοινή συνισταμένη των σχέσεων.
Ζητούμε την ειρήνη του Θεού, και όχι του κόσμου. Ζητούμε την ευφροσύνη που χαρίζει ο Χριστός. Όλα συμβαίνουν εντός μας. Μέσα σε άρρητη διαύγεια ξημερώνει η μέρα. Γεννηθήτω.
[i] Β’ Μέρος, Λόγος Ε$, 18
[ii] Α΄ Μέρος, Λόγος ΠΑ
[iii] Λουκ. 8, 19-21
[iv] Μέρος B’ , Λόγος Ι, 18-19.
[v] Μέρος Β’ , Λόγος ΛΗ, 1-2.
[vi] Μέρος Β’ , Λόγος Μ, 3.
[vii] Μέρος Β’ , Λόγος ΛΗ, 5.
[viii] Λουκ. 23, 34
[ix] Πράξ. 3, 17
[x] Μέρος Α’ , Λόγος ΟΓ.
[xi] Μέρος Α’ , Λόγος ΝΗ.
[xii] Λουκ. 20, 17
[xiii] Μέρος Α, Λόγος ΠΑ
[xiv] «Γνωστικά κεφάλαια» Λόγος Δ, 78
[xv] Ιερ. ΙΒ 4
[xvi] Β΄ Μέρος, Λόγος Μ, 14
[xvii] Β΄ Μέρος Λόγος ΙΑ, 22
Άς σταθούμε στο έλεος του Θεού, που προέρχεται από την συμπόνια, από την άφατη κένωσή Του να περιβληθεί τη σάρκα και να σηκώσει ένα χθαμαλό όν όπως ο άνθρωπος. Ο Θεός πάσχει με τους ανθρώπους, συμπάσχει με τα δεινά των ανθρώπων. Καμιά αμαρτία δεν μπορεί να σταθεί μπροστά στο έλεός Του. Άς αποδιώξουμε όλα τα φόβητρα. Αλλά άς τα αποδιώξουμε σιωπώντας. Η σιωπή των χειλέων μας κρατά σταθερούς, για να μήν απολέσουμε την κλίση μας και πέσουμε στην καταφρόνια.
Η σμίκρυνση της καρδιάς που προκαλείται από την πολλή καρτερία και ελεημοσύνη, είναι το ελάχιστο εκείνο χώμα όπου δεν υπάρχουν τα προσκόμματα που εμποδίζουν την προσευχή. Όπως λέγει και η Σιμόν Βέιλ, η δημιουργική προσοχή είναι να προσέχουμε το ανύπαρκτο. Ο προσευχόμενος εύχεται υπέρ πάντων, γιατί δεν μπορεί να υποφέρει το κακό που κυβερνά τον κόσμο. Τότε η προσευχή γίνεται η μόνη και έσχατη πράξη. Συμμετέχουμε στα δεινά του κόσμου, των μικρών εκείνων και ελαχίστων για τους οποίους ομιλεί ο Κύριος. Στρέφουμε την προσοχή μας σ’ εκείνον που βρίσκεται σαν αντικείμενο στην άκρη του δρόμου παρατημένο. Στήν σμίκρυνση της καρδιάς ενυπάρχει το άμετρο της αγάπης. Εκείνος που δεν έχει κοινωνική θέση είναι ανύπαρκτος, και μόνο η αγάπη αποκαθιστά την ανθρώπινη φύση του, φέρνοντάς τον από την ανυπαρξία στην ύπαρξη και στο περίσσευμα της υπάρξεως.
Άν αναλογιζόμασταν εν σιωπή τις ώρες που ζούμε, τις στιγμές που περνούν, αν η κάθε στιγμή μετατραπεί σε αίνο για το γεγονός ότι ζούμε, ολόκληρο το είναι μας το διαπερνά μια ανάπαυση, μια καταπραϋντική ησυχία, έχοντας αφεθεί στο άπαν, μέσα στο άπαν της κάθε στιγμής, της κάθε ώρας, χωρίς πρίν και μετά. Υπεριπτάμεθα του χρόνου παραμένοντας στο παρόν.
«Ο δε εμβλέψας αυτοίς, είπεν^ τι ούν εστίν το γεγραμμένον τούτο^ λίθον όν απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγεννήθη εις κεφαλήν γωνίας»[xii]; (Τότε εκείνος τους κοίταξε κατάματα και είπε^ Τί σημαίνει λοιπόν το γεγραμμένο στις Γραφές; Η πέτρα που την παραπέταξαν οι οικοδόμοι, έγινε αγκωνάρι;) Προκειμένου να αναδυθεί αυτή η πέτρα, δεν πρόκειται να μείνει λίθος επί λίθου από όσα πιστεύουν και ασπάζονται οι άνθρωποι. Νομίζω πώς δεν απέχει από την ρήση αυτή το άλλο λόγιο του Ευαγγελίου: «Αι δε δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται». Ποιές είναι αυτές οι δυνάμεις των ουρανών που θα σαλευθούν, και ποιος ο ρόλος τους στη ζωή των ανθρώπων; Προφανώς, οι δυνάμεις αυτές δεν έχουν καμιά σχέση με την Βασιλεία του Θεού, καθώς είναι η μόνη ασάλευτη. Οι δυνάμεις των ουρανών σαλεύονται και τα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης σείονται. Όλα διακυβεύονται, για να μείνει το μόνο που είναι ασάλευτο. Ωστόσο οι εξουσίες είναι αυτές που διατηρούν την τάξη μεταξύ των ανθρώπων, όσο οι άνθρωποι παραμένουν ξένοι προς την Βασιλεία του Θεού. Οι Θρόνοι, οι Κυριότητες που έχουν εξουσία σε κάθε βασίλειο, οι Αρχές, που κυβερνούν την ατμόσφαιρα, και οι Εξουσίες που εξουσιάζουν τα έθνη και κάθε άνθρωπο, σαλεύονται.
«Ο Κύριος και Θεός παρέδωσε τον Υιό του στο θάνατο πάνω στον σταυρό από ένθερμη αγάπη για την κτίση… Τούτο όμως όχι επειδή δεν μπορούσε να μας λυτρώσει με κάποιον άλλο τρόπο, αλλά για να γίνει δάσκαλός μας η ασύγκριτη αγάπη του. Καί με τον θάνατο του Μονογενούς Του Υιού, μας έφερε κοντά Του. Άν είχε μάλιστα κάτι πιο πολύτιμο, θα μας το είχε προσφέρει, +ώστε το γένος μας να γίνει δικό του. Καί από την μεγάλη αγάπη Του για μας, δεν θέλησε να βιάσει την ελευθερία μας, αν και θα μπορούσε να το κάνει, αλλά διάλεξε να μας τραβήξει κοντά Του με την αγάπη που θα γεννιόταν από το δικό μας φρόνημα»[xiii].
Ένας είναι ο διδάσκαλος και ένας ο τρόπος διδαχής. Ο Χριστός διά της αγάπης Του μας οδηγεί στον Πατέρα. Η αγάπη του Πατρός είναι μια δωρεά. Τό «Ναί, έρχου Κύριε Ιησού», σημαίνει προσδοκία και αποδοχή της αγάπης που γεμίζει τον άνθρωπο, ο οποίος είναι εκ φύσεως άδειος.
Σάν απαλή βροχή, χωρίς να προκαλεί κανένα δέος και κανένα φόβο εμφανίζεται ο Κύριος. Ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται μέσα στη χάρη Του, και από τον καθένα από μας εξαρτάται η συμμετοχή σ’ αυτή τη χάρη. Μίλησε μαζί μας πρόσωπο προς πρόσωπο, χωρίς να τον συνοδεύει καμιά ιεροτελεστία, καμιά εκδήλωση ιερότητας. Μίλησε μαζί μας, με λόγια που ακούγονταν για πρώτη φορά στον κόσμο. Μίλησε σαν να μιλούσε σε φίλους και αδελφούς. Κανένας ανθρώπινος νούς δεν μπορεί να συλλάβει το μεγαλε~ο της θεότητος που κατέρχεται στους ταλαίπωρους ανθρώπους χωρίς να συνοδεύεται από σημάδια που να προκαλούν δέος και φόβο. Κανένας ανθρώπινος νούς δεν μπορεί να συλλάβει την υπερ-υπερβατικότητα της αγάπης Του. Υπ’ αυτή την έννοια δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε, παρά μόνο να τον δοξολογούμε. Ο Χριστός άνοιξε τον δρόμο προς την καρδιά μας. Μέσα στην καρδιά μας θα καταλάβουμε ότι ο Θεός προσεύχεται για μας.
«Άν αρκούσε ο ζήλος για να μπεί η ανθρωπότητα στο σωστό δρόμο, γιατί ο Θεός και Λόγος ντύθηκε το σώμα, χρησιμοποιώντας την ευγένεια και την ταπεινότητα για να φέρει τον κόσμο πίσω στον Πατέρα του; Καί γιατί άπλωσε τα χέρια του στο σταυρό χάριν των αμαρτωλών, παραδίδοντας το άγιο σώμα του στον πόνο για χάρη του κόσμου; Εγώ λέγω ότι ο Θεός τα έκανε όλα αυτά όχι για κανένα άλλο λόγο παρά για να κάνει γνωστή στον κόσμο την αγάπη που έχει, καθώς σκοπός του ήταν ότι εμείς, γνωρίζοντάς την, θα αιχμαλωτιζόμασταν από την αγάπη του, όταν φανερωνόταν, μέσω του θανάτου του Υιού του, η μεγάλη δύναμη της βασιλείας των ουρανών, η αγάπη. Η Ενσάρκωση και ο θάνατος του Σωτήρος στον σταυρό συνέβησαν όχι για να μας λυτρώσει από τις αμαρτίες, ή για κάποιον άλλο λόγο, αλλά μόνο και μόνο για να γνωρίσει ο κόσμος την αγάπη που ο Θεός έχει για τη δημιουργία Του»[xiv].
Δέν είναι ο ζήλος, η προτροπή, η παραίνεση. Η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου είναι που αποφασίζει. Η ελεύθερη βούληση που γαλουχήθηκε στην απόγνωση κι αποζητά την Πηγή της Ζωής. Όταν ο άνθρωπος βγεί από την αγέλη, και αποφασίσει να στραφεί αμετάκλητα στον Χριστό. Δέν υπάρχει δρόμος ομαδικός, και πολύ περισσότερο αγελαίος, που να οδηγεί στον Χριστό. Ο Χριστιανός δεν είναι ούτε άτομο ούτε μέλος μιας σύναξης. Η Εκκλησία είναι ένα σώμα ελευθέρων ανθρώπων που ο κάθε άνθρωπος έχει μεταμορφωθεί σε ανθρωπότητα. Τό περίσσευμα της ελεημοσύνης που συνέχει την καρδιά είναι η ένδειξη αυτής της μεταμόρφωσης. Η απλή σύναξη ατόμων επί το αυτό, ή κάποιος επίγειος θεσμός δεν εξασφαλίζει τη σωτηρία. Δέν είναι ο φόβος της κόλασης ή η τιμωρία που οδηγούν στον Θεό. Όταν εννοήσουμε την αγάπη του Δημιουργού για τον κόσμο, η αγάπη θα γεννήσει την αγάπη, και θα μας τραβήξει στο Θεό. Όλα όσα συμβαίνουν οδηγούν στο χαρμόσυνο άγγελμα της Βασιλείας, έστω κι αν φαίνεται πώς ο δρόμος που πήραμε είναι αντίθετος. Απομπεμπόμενος, λοιδορούμενος, κολαφιζόμενος, αυτός ο μόνος αναμάρτητος, δεν χρωστούσε τίποτα στη βία του κόσμου, στις πλάνες μέσα στις οποίες ζούσε ο κόσμος. Δέν ήρθε για να ιδρύσει μια νέα θρησκεία και ένα καινούριο πολιτισμό. Ήρθε για να αποκαταστήσει τον άνθρωπο και να τον σώσει ακέραιο. Οι κατηγορίες που του αποδίδονται είναι ψευδείς. Στόν θάνατό του περιλαμβάνονται όλα τα αθώα θύματα από την χαραυγή της ανθρώπινης ιστορίας. Οι Ιουδαίοι τον κατηγορούσαν ότι υπέσκαπτε τα θεμέλια του Ιουδαϊσμού. Οι Χριστιανοί ότι εν ονόματί Του επιδόθηκαν σε διωγμούς. Όμως ο ίδιος στέκει αλώβητος. Σέ τίποτα δεν νομιμοποιεί τη βία και τα έργα της. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που την διαιωνίζουν. Χριστιανοί και άθεοι τον θέλουν εκδικητή και τιμωρό που ζητά συνεχώς θυσίες. Κλείνουν τ’ αυτιά και τα μάτια τους στην αγάπη Του. «Έως πότε πενθήσει η γή, και πάς ο χόρτος του αγρού ξηρανθήσεται από κακίας των κατοικούντων εν αυτή»[xv];
Ο Σταυρός μεταμόρφωσε τον κόσμο. Ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι δεν θέλει να ξέρει τίποτα πέρα απ’ τον Εσταυρωμένο, γιατί πιστεύει πώς δεν υπάρχει ανώτερη γνώση από τη γνώση του Σταυρού, και για τον Θεό και για τους ανθρώπους. Η γνώση ότι ο Κύριος θριάμβευσε επί των αρχών και των εξουσιών εξαλείφει από το νού μας κάθε αμφιβολία και κάθε φόβο. «Καί τελικά κενώθηκε τόσο επειδή ήθελε να αποκαλειται Πατέρας της αμαρτωλής ανθρώπινης φύσης, χώμα από τη γή, των αξιοκαταφρόνητων ανθρώπινων όντων σάρκα και αίμα: θα μπορούσαν αυτά τα πράγματα να πραγματοποιηθούν δίχως μεγάλη αγάπη»[xvi].
Ο αββάς Ισαάκ δεν διστάζει να αποκαλέσει την ανθρώπινη φύση του Κυρίου «Θεό» και να ζητά μια ενιαία πράξη λατρείας για τον Άνθρωπο που έγινε Κύριος και για την θεότητα εξίσου. Κανένας λόγος δεν είναι σε θέση να αναφερθεί στην αρχή της πλάνης που τον κυβερνά. Μόνο αν είναι σταθερά προσανατολισμένος στην αλήθεια μπορεί να αναφερθεί στην αρχή που τον διέπει. Καί ο λόγος του αββά Ισαάκ είναι σταθερά προσηλωμένος προς την αλήθεια, γι’ αυτό και μπορεί να μιλά για τον Άνθρωπο που έγινε Κύριος, για ταπεινοφροσύνη χωρίς μνησικακία, για δάκρυα χωρίς μεμψιμοιρία. Κινείται πέραν πάσης ψυχολογικής κατηγορίας. «Γιατί πιστεύουμε πώς όσα ισχύουν για τον Άνθρωπο υψώνονται μέχρι τον Λόγο που τα δέχεται για τον εαυτό του, επιθυμώντας να τον κάνει να μοιραστεί αυτή την τιμή. Όλα αυτά μας γίνονται γνωστά στο Σταυρό, και μέσω αυτού του γεγονότος, που οι άπιστοι θεωρούν αξιοκαταφρόνητο, έχουμε αποκτήσει μια ακριβή γνώση του Δημιουργού»[xvii]. Διαβάζοντας τα λόγια αυτά σκεφτόμαστε τι μπορεί να σημαίνει θεός κατά χάριν.
Όλα τούτα γίνονται γνωστά μέσω του Σταυρού, γεγονός που θεωρείται αξιοκαταφρόνητο και στις μέρες μας. Ο Σταυρός αποκαλύπτει το ψεύδος και την ενοχή των διωκτών. Καί δεν θα μπορούσε να αποκαλυφθεί αυτή η αλήθεια, αν στον Σταυρό δεν σταυρωνόταν ο ίδιος Θεός. Ήρθε για τους πεπτωκότες και τους αμαρτωλούς. Καί ανύψωσε την φθαρτή ανθρώπινη φύση στην αφθαρσία. Ποιός άνθρωπος θα τον ακολουθήσει; Ποιά ανθρώπινη κοινότητα θα ανυψωθεί στο φως; Κανείς που λογαριάζει τους άλλους ως απόβλητους δεν μπορεί να έχει σχέση με το μήνυμα της Βασιλείας.
Η υπόθεση της σωτηρίας είναι κατ’ αρχάς υπόθεση προσωπική. Η υπόθεση της ανύψωσης είναι προσωπική. Βυθίσου στο ταμείο ένδοθέν σου, και εκεί θα βρείς τη Βασιλεία. Τήν μυστική κλίμακα που οδηγεί ψηλά, στο κάλλος το ανείπωτο. Εγκαταλείπω τα σκύβαλα, τα ερείπια του κόσμου τούτου. Ξαναγυρίζω στο φως. «Ώ, Μυστήριο, υψωμένο πέρα από κάθε λόγο και πέρα από τη σιωπή. Εσύ που έγινες άνθρωπος για να μας ανακαινίσεις μέσω της εκούσιας ένωσης με τη σάρκα, αποκάλυψε μου τον δρόμο από όπου μπορώ να ανυψωθώ μέχρι τα μυστήριά σου.»
Ο Χριστός δεν έχει όρια ούτε κλείνεται σε ανθρώπινες κατασκευές. Είναι πέρα από έθνη και φυλές, και τα περιλαμβάνει όλα. Τό κέντρο του σύμπαντος βρίσκεται έξω από το σύμπαν. Εκεί βρίσκεται και η ουράνια πατρίδα μας. Όμως ο Θεός έσμιξε με τον κόσμο και Θεός και κόσμος έγιναν ένα. Τούτο σημαίνει πώς ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται μέσα στη χάρη. Καί ο καθένας μπορεί να εισέλθει σ’ αυτήν, αν στραφεί οικειοθελώς προς τον Χριστό. Η ανυπόκριτη αγάπη νικά τα πάντα. Ο Χριστός διδάσκει τα δόγματα, και όχι τα δόγματα τον Χριστό. Όπως γράφει ο άγνωστος επιστολογράφος στην επιστολή προς Διόγνητο: «Οι Χριστιανοί δεν διακρίνονται από τους άλλους ανθρώπους, ούτε από τον τόπο που κατοικούν, ούτε από την γλώσσα, ούτε από τα έθη τους. Δέν έχουν ιδιαίτερες πόλεις, ούτε δική τους γλώσσα. Η θρησκεία τους δεν επινοήθηκε από ανθρώπινο μυαλό, ούτε την εγκαθίδρυσε φροντίδα πολυπραγμόνων ανθρώπων, ούτε ακολουθούν ανθρώπινα διδάγματα όπως μερικοί φιλοσοφούντες. Κατοικούν σε πόλεις ελληνικές και βάρβαρες, όπου έτυχε ο καθένας τους, ακολουθώντας τις τοπικές συνήθειες και στο ντύσιμο και στο φαγητό και σε όλα. Όμως ο βίος τους ξεχωρίζει και τους φανερώνει θαυμαστούς, ξένους, παράδοξους. Έχουν πατρίδα μα είναι πάροικοι. Σέ όλα συμμετέχουν ως πολίτες, και τα υπομένουν σαν ξένοι. Κάθε ξένος τόπος είναι πατρίδα τους, και κάθε πατρίδα ξένος τόπος. Τεκνοποιούν, αλλά ποτέ δεν απορρίχνουν τα παιδιά τους. Μέσα στη σάρκα βρίσκονται, αλλά δεν ζούν κατά σάρκα. Υπακούουν στους νόμους, και με τη ζωή τους νικάνε τους νόμους. Στή γή περνούν τις μέρες τους, αλλά στον ουρανό πολιτεύονται. Όλους τους αγαπούν, και υπό πάντων διώκονται. Κανείς δεν τους γνωρίζει, και όλοι τους κατακρίνουν. Πτωχεύουν και πλουτίζουν πολλούς. Στερούνται απ’ όλα, και σε όλα περισσεύουν. Ατιμάζονται, και η ατιμία τους δοξάζει. Βλασφημούνται, και δικαιώνονται. Λοιδορούνται, και ευλογούν. Υβρίζονται, και τιμούν τους υβριστές. Κάνουν το καλό, και τιμωρούνται ως κακοποιοί. Τούς κτυπούν, και αυτοί χαίρονται παίρνοντας ζωή. Καί οι μισούντες δεν έχουν να πούν την αιτία της έχθρας τους».
Η τελευταία φράση παραπέμπει στο εμίσησάν με δωρεάν, με εμίσησαν χωρίς κανένα λόγο. Καί πράγματι, ακόμη και οι πιο κοντινοί άνθρωποι, εν αγνοία τους πολλές φορές, προσπαθούν να προσβάλλουν αυτό που είσαι, αυτό που ξεφεύγει από τα μέτρα και την κοινή συνισταμένη των σχέσεων.
Ζητούμε την ειρήνη του Θεού, και όχι του κόσμου. Ζητούμε την ευφροσύνη που χαρίζει ο Χριστός. Όλα συμβαίνουν εντός μας. Μέσα σε άρρητη διαύγεια ξημερώνει η μέρα. Γεννηθήτω.
[i] Β’ Μέρος, Λόγος Ε$, 18
[ii] Α΄ Μέρος, Λόγος ΠΑ
[iii] Λουκ. 8, 19-21
[iv] Μέρος B’ , Λόγος Ι, 18-19.
[v] Μέρος Β’ , Λόγος ΛΗ, 1-2.
[vi] Μέρος Β’ , Λόγος Μ, 3.
[vii] Μέρος Β’ , Λόγος ΛΗ, 5.
[viii] Λουκ. 23, 34
[ix] Πράξ. 3, 17
[x] Μέρος Α’ , Λόγος ΟΓ.
[xi] Μέρος Α’ , Λόγος ΝΗ.
[xii] Λουκ. 20, 17
[xiii] Μέρος Α, Λόγος ΠΑ
[xiv] «Γνωστικά κεφάλαια» Λόγος Δ, 78
[xv] Ιερ. ΙΒ 4
[xvi] Β΄ Μέρος, Λόγος Μ, 14
[xvii] Β΄ Μέρος Λόγος ΙΑ, 22
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου