"Ζητιάνευε παραπλεύρως του Πολυτεχνείου Σέρβα, μαυροντυμένη,
γύρω στα εβδομήντα.Κρατούσε μια πινακίδα με ανορθογραφίες
Κι από πίσω κρύβοντας το πρόσωπό της
Από ντροπή ίσως που ζητιάνευε
Κι από απελπισία ενδεχομένως
Που κανείς δεν την ελεούσεΈκλαιγε σιωπηλά.
Ήταν την ίδια εκείνη μέρα
Που το βράδυ θα βραβευόμουν
Απ’ την Ακαδημία για τα ποιήματά μου.
Χαρούμενος λοιπόν εγώ
Ενέδωσα στην λύπη τηςΔίνοντάς της 2 ευρώ.
Θα έδινα κάτι παραπάνω
Αν δεν σκεφτόμουν την τελευταία στιγμή
Πως ίσως να πρόκειται για αγυρτεία.
Εκείνη πήρε το νόμισμα δακρυσμένη
Το φίλησε κι έκανε τον σταυρό της
Σαν να ευχαριστούσε τον Θεό
Για τον άρτον τον επιούσιον.
Τότε επέστρεψα και της χάιδεψα τα μαλλιά
Όπως ενδεχομένως θα έπραττε Σέρβος ποιητής
Στην δική μου μάνα που θα ζητιάνευε στον τόπο του
Αν πόλεμος γινόταν στην Ελλάδα.
Το βράδυ στην Ακαδημία την σκεφτόμουν ακόμα
Κι όταν με υπερηφάνεια πήρα το βραβείο
Από τα σεβάσμια χέρια του προέδρου
Και συγκινημένος φίλησα την περγαμηνή
Κι έκανα το σταυρό μου που ο Θεός – ή τύχη αγαθή –Βοήθησε, ξαναθυμήθηκα την Σέρβα μάνα
Και σκέφτηκα πως κάποιες φορές
Όταν η ανάγκη το επιτάσσει
Ένα νόμισμα στην παλάμη του πεινασμένουΙσοδυναμεί μ’ ένα βραβείο Ακαδημίας
Στα χέρια ποιητή αγνοημένου. "
Δ. Ε. Σολδάτος28/12/2007
Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου