«Υπάρχει κινητικότητα πλέον. Τέτοια εποχή πριν από δέκα χρόνια δεν κυκλοφορούσε κανείς τον Σεπτέμβριο», μου εξηγεί ο Μάκης Καμπουρόπουλος, ο οποίος διδάσκει ελληνικά στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Πόλη. Τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες της Ίμβρου επιστρέφουν στο νησί, άλλοι για μερικές μέρες τον χρόνο και άλλοι για να φτιάξουν τα σπίτια τους και να μείνουν στο νησί για μερικούς μήνες τον χρόνο. Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και κυρίως τον Δεκαπενταύγουστο το νησί ζωντανεύει. Μάλιστα εδώ και μερικά χρόνια αυξήθηκε ακόμη και ο εσωτερικός τουρισμός. Οι Τούρκοι θέλουν να γνωρίσουν την Ίμβρο- Gokceada στα τουρκικά- αν και λέγεται πως οι περισσότεροι καλύπτουν την περιέργειά τους με μία μόνο επίσκεψη! Τώρα στο «Μπαϊράμι» έγινε το αδιαχώρητο. Ουρές τα αυτοκίνητα περίμεναν επί ώρες να επιβιβαστούν στο καράβι από το λιμάνι του Τσανάκαλε.
«Στέλνουμε το μήνυμα ότι είμαστε αποφασισμένοι να μείνουμε εδώ. Δεν έχουμε απελπιστεί και δεν σκεφτήκαμε ούτε στιγμή να εγκαταλείψουμε την Ίμβρο, θα φυλάμε τις θερμοπύλες», μου είπε ο Μητροπολίτης Ίμβρου Κύριλλος, τον οποίο συναντήσαμε στη Μητρόπολη, στην Παναγία, όπου μένουν 25 με 30 Έλληνες. Μου είπε ότι από το 2002 έχουν ανακαινιστεί δεκάδες εκκλησίες και ξωκκλήσια τα οποία λειτουργούν τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Αν και η ακραία ανθελληνική εφημερίδα «Gokceada» αντέδρασε όταν στις 17 Ιουλίου έγινε εσπερινός στην κατεστραμμένη εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στο Κάστρο. «Πειρατική λειτουργία», έγραψε η εφημερίδα, παρόλο που για τον εσπερινό είχαν εξασφαλισθεί όλες οι σχετικές άδειες. «Γιατί στην Τραπεζούντα δεν τους άφησαν και εδώ τους αφήνουν;», έγραψε ο εκδότης της εφημερίδας Μπουλέντ Αϊλί αγνοώντας ηθελημένα προφανώς ότι εδώ πρόκειται για Έλληνες χριστιανούς ορθόδοξους- πολίτες της Τουρκικής Δημοκρατίας, που υποτίθεται ότι πρέπει να απολαύουν ισονομίας και ισοπολιτείας.
Διακόσιοι μόνιμοι.
Οι Έλληνες που διαμένουν μόνιμα στην Ίμβρο δεν ξεπερνούν τους 200. Τους καλοκαιρινούς μήνες όμως αυξάνονται, φτάνοντας τους 400. Τον Δεκαπενταύγουστο οι Έλληνες που επισκέπτονται το νησί ενδεχομένως να ξεπερνούν και τους 2.000. Ένας μεγάλος αριθμός «εξαμηνιτών», όπως αυτοαποκαλούνται, επιστρέφουν στα αναπαλαιωμένα σπίτια τους. Αν και ανάμεσά τους δεν υπάρχουν νέοι. Είναι σχεδόν όλοι συνταξιούχοι με μέσο όρο ηλικίας τα 65. Ο κυρΝικόλας Ζούνης είναι και αυτός «εξαμηνίτης». Ζει έξι μήνες στην Αθήνα και έξι μήνες στα Αγρίδια (Τepekoy), το μοναδικό αμιγώς ελληνικό χωριό της Τουρκίας με 25 μόνιμους κατοίκους. Οι Τούρκοι το αποκαλούν Rum Κoyu, δηλαδή «ρωμαίικο χωριό». «Δεν θέλουμε να χαθούν οι περιουσίες μας. Για μας έχουν μεγάλη αξία. Οι γονείς μας για να τα αποκτήσουν αυτά ταλαιπωρήθηκαν πολύ», μου λέει με δακρυσμένα μάτια ο κυρ Νικόλας.
Τον συνάντησα στο καφενείο του χωριού μετά τη λειτουργία της Κυριακής. Το καφενείο ήταν γεμάτο από Έλληνες. Άλλοι από την Αθήνα, άλλοι από τις Βρυξέλλες και άλλοι από την Πόλη. Ο κυρ Νικόλας είναι πρόεδρος της Εκκλησιαστικής Επιτροπής αλλά προσφέρθηκε να βοηθήσει στη διαδικασία κατάρτισης Κτηματολογίου, προκειμένου οι περιουσίες να αποδίδονται στους πραγματικούς ιδιοκτήτες τους.
Το 2002 είχαν περάσει από το χωριό Αγρίδια περί τα 50 κτήματα στο τουρκικό δημόσιο τα οποία τώρα διεκδικούν οι Ρωμιοί. Άλλα 80 κτήματα στην περιοχή Βαλανάρι πέρασαν το 2005 επίσης στο τουρκικό δημόσιο μετά την ψήφιση νόμου με τον οποίο κηρύχθηκε προστατευόμενη η περιοχή. Τελικά ο νόμος αποσύρθηκε αλλά οι περιουσίες δεν επιστράφηκαν και η υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη.
κυρ Νικόλας θα αφήσει στην κόρη του όλη την περιουσία στα Αγρίδια, στον γιο του όμως τίποτα δεν μπορεί να δώσει! Και ο λόγος είναι ότι ο γιος του Απόστολος δεν μπορεί να είναι κληρονόμος επειδή του έχει αφαιρεθεί η τουρκική ιθαγένεια με τη δικαιολογία της μη προσέλευσης για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Η κόρη του η Αντιγόνη όμως, η οποία διατηρεί και την τουρκική της υπηκοότητα, μπορεί να είναι η κληρονόμος. «Η περιουσία περνάει από γυναίκα σε γυναίκα και όχι από άντρα σε άντρα γιατί είναι το στρατιωτικό στη μέση», τονίζει ο κυρ Νικόλας. Και η Μαρία Μπαχτσέ, η οποία διδάσκει σε Τούρκους ελληνικά στο Πανεπιστήμιο του Τσανάκαλε, θέλει να αγοράσει σπίτι στο χωριό της στα Αγρίδια. «Η μητέρα σου δεν σου άφησε το σπίτι της Μαρίας;» τη ρώτησα. Και τότε μου διηγήθηκε τη θλιβερή της ιστορία. Θα πήγαιναν για τη μεταβίβαση μαζί με τη μητέρα της στο νησί αλλά η κακοκαιρία ήταν τόσο μεγάλη που δεν κατάφεραν να επιβιβαστούν στο καράβι. Ύστερα από τρεις μέρες αναμονή στο Τσανάκαλε, η μητέρα της είπε: «Δεν βαριέσαι, ερχόμαστε το Πάσχα». Μέχρι το Πάσχα πέθανε! Τώρα η Μαρία διεκδικεί την περιουσία της... Ο κυρ Στέλιος Στυλιανίδης, επίσης από τα Αγρίδια, θα δώσει την περιουσία του και στην κόρη του και στον γιο του καθότι ο τελευταίος έχει καταφέρει να διατηρήσει την τουρκική του ιθαγένεια. Και η περιουσία είναι τεράστια, μου λέει ο ίδιος ο κυρ Στέλιος, ένας από τους μεγάλους επιχειρηματίες του νησιού και ευεργέτης του. Πριν φύγει από το νησί το 1952 για την Αφρική και αργότερα για το Παρίσι, είχε χτίσει ένα σαπωνοποιείο και προμήθευε την αγορά της Κωνσταντινούπολης με ωραιότατα αρωματικά σαπούνια, τα Dilber, που θα πει «ωραία γυναίκα». Εκείνη την περίοδο το χωριό ήταν στην ακμή του, ζούσαν εκεί 1.200 Έλληνες. Τώρα ο κυρ Στέλιος επιστρέφει για μερικούς μήνες τον χρόνο. Επισκεύασε δύο από τα σπίτια του και τώρα θέλει να αναπαλαιώσει και το σαπωνοποιείο. Η σύζυγός του θέλει να το κάνουν μουσείο! Πριν αναχωρήσουμε από τα Αγρίδια γευτήκαμε το υπέροχο λικέρ από βύσσινο της κυρα- Βασιλικής, της μητέρας του Μάκη. Ένα μήνα το κρατούσε στον ήλιο μέχρι να γίνει. Δεν κρατηθήκαμε, ζητήσαμε τη συνταγή. «Για το Κυπριακό φύγαμε, αλλά μην το γράψεις αυτό», μου είπε ο πατέρας του Μάκη, ο κυρ Μίμης. Επέστρεψαν στα Αγρίδια πριν από εφτά χρόνια, έφτιαξαν το σπίτι τους και κάθε χρόνο μένουν εκεί για έξι μήνες. «Τώρα περνάμε καλά με τους Τούρκους. Δεν έχουμε προβλήματα όπως παλιά», μου λέει η κυρα-Βασιλική.
«Η Πόλη δεν μου αρέσει. Η πατρίδα μου είναι εδώ», μου λέει ο κυρΜιχάλης ο οποίος επέστρεψε με τη σύζυγό του Ρεμιέ Χάνιμ στο Σχοινούδι (Derekoy). Εκείνος Ρωμιός και εκείνη Τουρκάλα. Είναι παντρεμένοι εδώ και 60 χρόνια! Την έκλεψε από την Άγκυρα, όπου ο πατέρας της δούλευε ως κηπουρός στην ελληνική πρεσβεία. Ο Μιχάλης και η Ρεμιέ έκαναν πολιτικό γάμο και στη συνέχεια επέστρεψαν πάλι στην Άγκυρα όπου τελικά τους αποδέχτηκαν όλοι ως νόμιμο ζευγάρι. Γνώριζαν ακόμη και τον Γιώργο Σεφέρη που τότε υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα. Τους χτυπήσαμε την πόρτα την πρώτη μέρα του Μπαϊραμιού. Η Ρεμιέ Χάνιμ φρόντισε για το τραπέζι και από το πρωί δέχονταν επισκέψεις και αντάλλαζαν ευχές. «Γιορτάζουμε και το Μπαϊράμι, γιορτάζουμε και το Πάσχα», μου εξηγεί ο κυρΜιχάλης λέγοντας ότι ο ένας σέβεται τη θρησκεία του άλλου: «Σε αυτό το σπίτι δεν υπήρξε καβγάς. Αυτή τη δική της θρησκεία κι εγώ τη δική μου. Πηγαίνω στην εκκλησία και πηγαίνει στο τζαμι». Η Ρεμιέ Χάνιμ, μάλιστα, το Πάσχα φτιάχνει αρνί και κόκκινα αυγά! Έμαθε και πολύ καλά ελληνικά αν και τα τελευταία τρία χρόνια, με τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε, δυσκολεύεται να μιλήσει πολύ πια... Το Σχοινούδι είναι από τα πιο ερειπωμένα χωριά στο νησί. Τα περισσότερα σπίτια έχουν σχεδόν γκρεμιστεί. Η εγκατάσταση, τη δεκαετία του ΄60, μιας ανοιχτής φυλακής δίπλα στο χωριό για βαρυποινίτες αύξησε τον τρόμο του ελληνικού πληθυσμού και τους οδήγησε στη μετανάστευση. Στο Σχοινούδι μένουν τώρα γύρω στους 40 Έλληνες. Υπάρχουν όμως και άλλοι τόσοι Κούρδοι που μετανάστευσαν στο χωριό και κατέλαβαν περιουσίες των Ελλήνων. «Άνοιξαν τα σπίτια και μπήκαν μέσα. Γεννάνε και γέμισε ο τόπος κλεφταράδες. Τα κατσίκια μας, που ζούσαν ελεύθερα, τα μάζεψαν και τα πούλησαν. Δεν έχουμε τίποτα, τα πήραν όλα», μου λέει ένας κάτοικος του χωριού. Κούρδοι εγκαταστάθηκαν και στο Κάστρο (Κalekoy) στο οποίο σήμερα δεν μένει κανένας Έλληνας, καταλαμβάνοντας περιουσίες Ελλήνων.
πηγή:Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου