Σαν εβαλε ο Γενναδιος να τηγανισει ψαρια
μυρισε ολος ο ντουνιας κι ολο το μοναστηρι
εμυρισε ο Bοσπορος και μυρισε ολη η Πολη
εμυρισε κι ο βασιλιας μαζυ κι ο πατριαρχης
κι απ΄την πολύ τη μυρουδια, κι απ΄την πολύ ψαριλα
ο Μουχαμετης μυρισε και τουρθε μια λιγουρα.
Στερνει μυναει του γουμενου ναρθει ταχεια κοντα του
Μα εκεινος εξεπροβαλε από την πολεμιστρα-«Δωσε τα ψαρια δεσποτα και γω σε κανω πρωτομες τους παπαδες ολουνους, σε κανω πατριαρχη»-«Να μουχαθεις παλιοτουρκε που θες να φας και ψαρια
κι αμα πεινας τοσο πολύ φαε μου τα ποδάρια».
Ο Μουχαμετης ταχασε με την αδιαντροπια του
Και με σπουδη και φρονηση τα λογια του αλλαζει-
«Θυμασαι που περασανε παλια οι σταυροφοροι
κι εκαμανε την πίστη σας τρύπιο πανοφώρι ;
Βλεπεις εκεινο το βουνο (γυριζει και το βλεπει)
Αμα ξαναρθουνε από δω δε θα σου αφησουν λεπι»
Ο γουμενος ταραχτηκε στου απιστου τις κουβεντες
Δακρυσανε τα ματια του κι εκλασε αμεσως μεντες
Κιναει και παει ογληγορα μαζι με το τηγανι
Στην Δεσποινα γονατιστος το θαυμα της να καμει
Μα εφλομωσε ολη η εκκλησια κι ολο το μοναστηρι
Κι η Δεσποινα εδακρυσε απ΄την πολύ την τσικνα
Κι αμεσως τον ορμηνεψε τι πρεπει για να κανει-«Ανοιχ΄ τις πορτες χριστιανε να φυγει το ντουμανι»μα ο δεσποτας παρακουσε γιαυτο κιναει και παει
με το τηγανι τρεχοντας στου Ρωμανου την πυλη
μα ειχε προκαμει ο βασιλιας, τον Ιουστινιανη
να αμπαρωσει διαταξε, να διπλωμανταλωσει
να βαλει δυνατους φρουρους την πυλη να φυλανε-«Κι αν δειτε Τουρκο σφαχτε τον κι αν δειτε οχτρο το ιδιο
κι αν ειν δικος μας δωστε του γωνια να ξαποστασει»βασιλικη ειν΄η διαταγη και τα σκυλια δεμεναΤρεχει τριγυρω ο γουμενος παντου κλειστες οι πυλες
Παντου φρουροι που φρουραγαν και τα κλειδια παρμενα
Κιναει για την Κερκοπορτα, κανενας δε φυλαει
Ανοιγει αμεσως διαπλατα να φυγει το ντουμανι
Κοιταει ζερβα κοιταει δεξια κανενανε δε βλεπει Μα όταν εσκορπισε ο καπνος βλεπει το Μουχαμετη
Οπου κραταει στο χερι του γυμνο το γιαταγανι
Που ειν΄ γυριστο και κοφτερο κι είναι μακρυ μια πυχη
Για να γλητωσει ο γουμενος σαλταρει από τα τειχη
Μες του Βοσπορου τα νερα και σκαει σα χλαπατσα
Κι εγινε μαυρη η θαλασα απ΄τα πολλα τα ρασα
Κι ηλιος εσκοτεινιασε κι εγινηκε ανταρα
Κι ο βασιλιας μαρμαρωσε απ΄ την πολύ τρομαρακαι το τηγανι εβουλιαξε και χαθηκε στον πατοκι ετοτενες εγενηκε το θαυμα των θαυματω(ν)
Τα ψαρια εζωντανεψανε μισοτηγανισμενα
Κι ο γουμενος τους φωναζε με ματια δακρυσμενα–«ελατε πισω ογληγορα, ψαρακια μου που πατε;»-«Αμα ξυπνησει ο Βασιλιας θα ρθουμε να μας φατε»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου