Ο σοφότερος άνθρωπος που γνώρισα σ’ όλη μου τη ζωή δεν ήξερε ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει. Στις τέσσερις τα ξημερώματα, όταν η υπόσχεση μιας νέας μέρας πλανιόταν ακόμη πάνω από τα γαλλικά εδάφη, σηκωνόταν από το αχυρόστρωμα κι έφευγε για το χωράφι, παίρνοντας μαζί του για βοσκή μισή ντουζίνα γουρούνια, που με τη γονιμότητά τους έτρεφαν τον ίδιο και τη γυναίκα του. Σ' αυτήν την ένδεια ζούσαν οι γονείς της μητέρας μου, από ένα μικρό εκτροφείο γουρουνιών που, μόλις απογαλακτίζονταν, τα πουλούσαν στους γείτονες του χωριού μας, της Αζινιάγκα, στην επαρχία Ριμπατέζου. Τους παππούδες μου αυτούς τους έλεγαν Ζερόνιμο Μελρίνιο και Ζοζέφα Καϊσίνια, και ήταν αναλφάβητοι κι οι δυο τους.
Το χειμώνα, όταν την νύχτα το κρύο έσφιγγε τόσο που πάγωνε το νερό στις στάμνες μέσα στο σπίτι, έψαχναν στο χοιροστάσιο για τα πιο αδύναμα γουρουνάκια και τα έπαιρναν μαζί τους στο κρεβάτι. Κάτω από τα χοντρά στρωσίδια, η ζεστασιά των ανθρώπων προφύλασσε τα μικρά ζώα απ' την παγωνιά και τα έσωζε από βέβαιο θάνατο. [...]
Βοήθησα πολλές φορές τον παππού μου τον Ζερόνιμο στη βοσκή, πολλές φορές ακόμα έσκαψα και το χώμα του λαχανόκηπου. [...] Και κάποιες φορές, κάτι ζεστές νύχτες του καλοκαιριού, μετά το δείπνο, ο παππούς μου έλεγε: «Ζοζέ, απόψε θα κοιμηθούμε οι δυο μας κάτω από τη συκιά». Υπήρχαν δυο ακόμη συκιές, όμως εκείνη, σίγουρα επειδή ήταν η ψηλότερη και η αρχαιότερη, υπήρχε πάντα, ήταν, για όλους μας μέσα στο σπίτι, η συκιά. [...]
Πέρασε πολύς καιρός, ο παππούς μου είχε φύγει απ' αυτόν τον κόσμο κι εγώ ήμουν άνδρας μεγάλος, όταν πια κατάλαβα πως η γιαγιά μου, εντέλει κι αυτή πίστευε στα όνειρα. Για ποιο λόγο εξάλλου, καθισμένη μια νύχτα στην πόρτα του φτωχικού της, όπου ζούσε πια μονάχη, κοιτάζοντας τα μικρά και τα μεγάλα αστέρια πάνω απ' το κεφάλι της, είπε αυτές τις κουβέντες: «Ο κόσμος είναι τόσο όμορφος, κι εγώ λυπάμαι να πεθάνω». Δεν είπε φοβάμαι, είπε λυπάμαι να πεθάνω, λες κι εκείνη η ζωή ατέρμονης και βαριάς δουλειάς που είχε ζήσει, στην ύστατη σχεδόν στιγμή της, λάβαινε τη χάρη ενός ύψιστου κι έσχατου αποχαιρετισμού, την παρηγοριά μιας αποκαλυμμένης ομορφιάς.
Ήταν καθισμένη στην πόρτα ενός σπιτιού που όμοιό του δεν νομίζω ότι υπήρξε ξανά, γιατί μέσα του έζησαν άνθρωποι που μπορούσαν να κοιμούνται με τα γουρούνια σαν να 'ταν παιδιά τους, άνθρωποι που λυπούνταν να φύγουν από τη ζωή, μόνο και μόνο γιατί ο κόσμος είναι όμορφος, άνθρωποι, σαν τον παππού μου τον Ζερόνιμο, βοσκό και αφηγητή ιστοριών, που όταν προαισθάνθηκε πως ο θάνατος ερχόταν να τον πάρει, πήγε και αποχαιρέτισε τα δέντρα του κήπου του, ένα προς ένα, αγκαλιάζοντάς τα και κλαίγοντας, γιατί ήξερε πως δεν θα τα ξανάβλεπε.
Ζοζέ Σαραμάγκου
(Απόσπασμα ομιλίας στην τελετή απονομής Νόμπελ λογοτεχνίας 1998)
1 σχόλιο:
... τὸ νὰ... "κοιμόμαστε μὲ τα γουρούνια"...
θὰ μποροῦσε νὰ γίνει τὸ καινούριο μότο, τοῦ... σύγχρονου... πωλήτη...
ἤ ἴσως καλύτερα...
κάτι σὰν...
"νὰ κοιμόμαστε μὲ τὰ γουρούνια, καὶ νὰ ξυπνᾶμε μὲ τοὺς λύκους"...
(ἀσυναγώνιστο...!)
Δημοσίευση σχολίου