Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Περὶ Μοναχισμοῦ

Ἐρώτηση: Γιατί ἔχει περιληφθεῖ ὁ γάμος στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ὁ μοναχισμός;

Ἀπάντηση: Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος μοῦ εἶπε κάποτε: «Φαντάσου, νὰ μὴ δέχονται τὸν μοναχισμὸ ὡς Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ γάμος νὰ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ Μυστήρια!» Καὶ τὰ δύο θὰ ἔπρεπε νὰ θεωροῦνται Μυστήρια, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς τοῦ Χριστοῦ. Οἱ εἰκόνες, γιὰ παράδειγμα, δὲν εἶναι Μυστήριο ἀλλὰ εἶναι ἕνα πολὺ ἰσχυρὸ μέσο μεταδόσεως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς. Ἴσως δὲν ἔχουν περιλάβει τὸν μοναχισμὸ στὰ Μυστήρια, ἐπειδὴ οἱ μοναχοὶ ἦταν ταπεινοὶ καὶ δὲν ἐπέβαλαν τὴ θέση τους. Ὄντως ὁ μοναχισμὸς εἶναι ἡ χαρισματικὴ μίμηση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ διακρίνεται ἀπὸ τὴν ταπείνωση. Ὁ μοναχισμὸς μαρτυρεῖ τὴν ἀνεστραμμένη προοπτικὴ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ φανερώνει τὴν ἑτερότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν, καὶ αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ ἀναζητοῦν οἱ ἄνθρωποι στὶς μέρες μας, γιὰ νὰ στερεωθοῦν στὴν πίστη τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ μοναχοὶ ἀποφεύγουν τὴν ἐπιδίωξη νὰ γίνουν θεσμικὸ φαινόμενο τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ εἶναι ἐλεύθεροι ἀπὸ κάθε κενοδοξία καὶ ἰδέα γιὰ ὁποιοδήποτε εἶδος καριέρας μέσα στὴν Ἐκκλησία. Θέλουν νὰ διατηρήσουν ἀπόλυτη ἐλευθερία, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ φτάσουν τὴν ἀκρότητα τῆς ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μπορεῖ νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο μέχρι τὸ μηδὲν τῆς ταπεινώσεως, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ μιλήσει μὲ παρρησία στὸν Θεὸ λέγοντάς Του: «Ἐκολλήθη τῷ ἐδάφει ἡ ψυχὴ μου, ζῆσον με κατὰ τὸν λόγον σου» (Ψάλμ. 118.25). Δηλαδή, τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατάλληλο ὑλικὸ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ γιὰ ἀναδημιουργία. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ μοναχισμοῦ. Πολλοὶ ἄνθρωποι δὲν κατανοοῦν, ὅτι ὁ μοναχισμὸς εἶναι ἕνα πραγματικὰ περιεκτικὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι παρ’ ὅλο ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ φτάσουμε στὰ μέτρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐγγύτερη μίμηση τῆς ζωῆς Του βρίσκεται στὸν μοναχισμὸ, μόνο μὲ τὴν βαθειὰ ταπείνωση ποὺ δίνεται «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ».

Ἡ Ἐκκλησία θέλησε πραγματικὰ νὰ εὐλογήσει τὸν γάμο, πιθανὸν γιὰ λόγους ποιμαντικούς, διότι ἦταν μεγάλος ἀγῶνας νὰ κρατήσουν τίμιο γάμο σὲ ἕναν τέτοιο κόσμο, ποὺ μόλις ἔβγαινε ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. Ὁ Ἀπόστολος λέει, ὅτι εἶναι μεγάλο τὸ μυστήριο αὐτὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία (βλ. Ἐφεσ. 5,32). Γιὰ νὰ δυναμώσει τοὺς Χριστιανούς, ὁ Ἀπόστολος κάνει μία προσπάθεια νὰ τοὺς πεῖ, ὅτι ὁ γάμος εἶναι ἱερὸς καὶ «ἡ κοίτη ἀμίαντος» (Ἐβρ. 13,4) ἀλλὰ «μέσα στὴν Ἐκκλησία» – τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι πρέπει νὰ διατηρηθεῖ πάνω ἀπὸ ὅλα δυνατὴ ἡ ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ σώζει τοὺς ἐγγάμους Χριστιανούς. Ὡστόσο, ἡ ὑπεροχὴ τοῦ μοναχισμοῦ δὲν συγκρίνεται. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Θελω δὲ πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς καὶ ἐμαυτόν», δηλαδὴ θὰ ἤθελε ὅλοι νὰ εἶναι μοναχοί. «Ἀλλὰ ἕκαστος ἴδιον ἔχει χάρισμα ἐκ Θεοῦ» (Α’ Κόρ. 7,7). Δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ ἔχουν τὸ χάρισμα τοῦ μοναχισμοῦ. Καὶ ὁ Κύριος λέει: «Ὅς ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω» (Μάρκ. 4,9), ἐπειδὴ δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ τὸ βαστάξουν. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀκολουθεῖ ἀκριβῶς τὴν διδασκαλία αὐτή. Ὁ Χριστὸς λέει, ὅτι αὐτὸ εἶναι γιὰ ἐκείνους «οἷς δέδοται» (Μάτθ. 19,11), εἶναι ἡ κληρονομιὰ ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, προβλέποντας τὴν ἀνταπόκρισή του στὴν κλήση Του.

Ἐρώτηση: Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ καλέσει τὸν Ἀπόστολος Παῦλο, πρὶν διώξει τοὺς Χριστιανοὺς καὶ πρὶν τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου; Ἦταν μήπως μία πρόνοια, γιὰ νὰ κρατήσει τὴν ταπείνωσή του, ὅταν μετὰ θὰ γινόταν τόσο μεγάλος;

Ἀπάντηση: Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Ἐγὼ εἰμί ὁ ἐλάχιστος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ» (Α’ Κόρ. 15,9), «ἔσχατον δὲ πάντων ὠσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοὶ» (Α’ Κόρ. 15,8), ἐπειδὴ ποτὲ δὲν ξέχασε, ὅτι ὑπῆρξε διώκτης. Ἂν καὶ ἀπὸ ἄποψη ἠθικῆς πρέπει νὰ ἦταν ἀπόλυτα ἀκέραιος, ὡστόσο διέπραξε ἔγκλημα: συμμετεῖχε στὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, τοῦ πρωτομάρτυρα (βλ. Πράξ. 7,58). Ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος ἦταν ἄμεμπτος στὴν ζωή του. Κάποτε, ὁ ἴδιος μοῦ ἐξομολογήθηκε, ὅτι ποτὲ δὲν εἶχε πέσει ἠθικά, οὔτε κατ’ ἐλάχιστον, καὶ ὅμως, ἐπειδὴ ἑλκύστηκε ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες, θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του παραβάτη καὶ μετανόησε καθ’ ὅλη τὴν ζωή του σὰν παράφρων. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει, ὅτι τέτοιου εἴδους πτώσεις, στὴν πίστη ἤ στὴν θεωρία, μποροῦν νὰ ἀποκατασταθοῦν πολὺ πιὸ γρήγορα ἀπὸ ὅτι οἱ ἠθικὲς πτώσεις. Ἔχουμε ὅμως παραδείγματα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, στοὺς βίους τῶν Ἁγίων, τὰ ὁποῖα μᾶς δείχνουν, ὅτι ἡ ἀληθινὴ μετάνοια ὑπερνικᾶ κάθε εἴδους πτώση καὶ φέρνει τὴν χάρη τοῦ ἁγιασμοῦ. Διαβάζουμε στὴν «Κλίμακα»: «Ποιός εἶναι πιὸ μακάριος, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει πέσει ποτὲ ἤ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πέσει καὶ σηκώθηκε πάλι; Μᾶλλον ὁ δεύτερος», λέει, «κατ’ εἰκόνα Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος πέθανε καὶ πάλι ἀναστήθηκε» (βλ. Λόγος 15, 32).

Ὁ πρῶτος εὐαγγελισμὸς τοῦ Παύλου ἦταν τὸ μαρτύριο τοῦ Στεφάνου, ὁ ὁποῖος προσευχόταν γιὰ τοὺς φονιᾶδες ποὺ τὸν λιθοβολοῦσαν. Εἶμαι σίγουρος, ὅτι αὐτὸ ἄφησε μεγάλο σημάδι στὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ του, ὥστε, ὅταν τοῦ μίλησε ὁ Κύριος στὴν ὁδὸ πρὸς Δαμασκό, ἦταν εὔκολο νὰ Τὸν ἀναγνωρίσει καὶ συνδεθεῖ μὲ τὰ λόγια Του. Ὁ Στέφανος ἦταν μία ἐκπληκτικὴ μίμηση τοῦ Χριστοῦ, ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή Του: ἦταν ὁ πρῶτος μάρτυρας, ὁ ὁποῖος πέθανε μὲ ἀκριβῶς τὸν ἴδιο τρόπο ὅπως ὁ Κύριος, προσευχόμενος γιὰ ἐκείνους ποὺ τὸν θανάτωναν. «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. 7,60), εἶπε ὁ Ἅγιος Στέφανος, ὅπως προσευχήθηκε ὁ Κύριος πάνω στὸν Σταυρό: «Ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λούκ. 23,34). Ἐπίσης, πρὶν τὸν θάνατό Του, ὁ Κύριος εἶπε: «Ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως» (Μάρκ. 14,62), καὶ βλέπουμε ὅτι στὸν θάνατό του, ὁ Ἅγιος Στέφανος λέει: «Ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς διηνοιγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν ἐστῶτα τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 7,56), ἐπιβεβαιώνοντας κατὰ κάποιον τρόπο τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐπικύρωσε τὴν ὁμολογία του μέσα ἀπὸ τὸ δικό του μαρτύριο.

Ἐρώτηση: Γιατί ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δυσκολεύεται πολὺ νὰ ἀσκήσει τὴν ὑπακοὴ καὶ τί ἐπιτυγχάνεται μὲ αὐτήν;

Ἀπάντηση: Ὅταν θέλει κάποιος νὰ διαλέξει ἕνα μοναστήρι, πρέπει νὰ ἔχει μάτια νὰ δεῖ, ποῦ ἔγκειται ἡ δύναμη τῆς ζωῆς τῆς ἀκαταλύτου καὶ ὄχι τὸ ἐξωτερικὸ περίβλημα. Μερικὲς φορὲς, ἡ ζωὴ μπορεῖ νὰ φαίνεται τέλεια στὴν ἐπιφάνεια ἀλλὰ ἐσωτερικὰ νὰ ὑπάρχουν τόσες παρεκκλίσεις καὶ τόση ἀδιανόητη διαφθορά. Γιὰ παράδειγμα, μολονότι ἡ Μονὴ Στουδίου, ὅπου ζοῦσαν ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ ὁ Γέροντάς του, ὁ Συμεὼν ὁ Εὐλαβής, ἦταν ἀνοιχτὴ στὸν κόσμο στὸ κέντρο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπῆρχε ἐκεῖ μεγάλη ὑπεροχὴ ζωῆς. Τὸ κριτήριο δὲν εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση. Ἡ ἁπλότητα εἶναι σημαντικὴ στὴ μοναχικὴ ζωή καὶ, προπανὸς, ἡ ἀσκητικὴ ἐκπλήρωση τῆς ὑπακοῆς, μέσῳ τῆς ὁποίας γνωρίζεται ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἑλκύεται ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ὅμως ἀπαιτεῖ καὶ λεπτότερη συνείδηση, ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε πιὸ αὐστηροὶ μὲ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ πάντα ἕτοιμοι, ἂν λίγο παρεκκλίνουμε ἀπὸ τὴν ὁδό, νὰ ἐπαναφέρουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ τροχιά. Ἔτσι φυλάγουμε τὸ πνεῦμα καὶ εἶναι τόσο ὄμορφο, διότι βιώνουμε τὴν πληρότητα τῆς ἀνθρωπότητας.

Γιὰ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, ἡ κατ’ ἐξοχὴν δραστηριότητα τῆς Μονῆς ἦταν νὰ κάνει γνωστὴ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ. Πρὸς τὸ τέλος εἶπε μία φορά: «ἀκόμη καὶ τὴν δική μου», ἀλλὰ πάντα ἔλεγε: «τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ». Στὸν μοναχισμὸ πάντα «ρίχνουμε τὴν εὐθύνη» στοὺς Πατέρες μας καὶ ἔτσι περιφρουροῦμε τὴν ταπείνωσή μας, εἶναι ὁ μόνος τρόπος. Γι’ αὐτὸ ἡ αὐτονομία καὶ ἡ ἀνεξαρτησία εἶναι καταστροφικὲς, γιατί τότε δὲν ἔχουμε καμία δυνατότητα νὰ κρατήσουμε ταπείνωση. Ὅπως λένε οἱ Γραφές, ὁ Θεός μας εἶναι «ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν» (βλ. Δεύτ. 26,7, Πράξ. 3,13). Ὅσοι εἶναι πολὺ δυνατοὶ στὸ ἴδιον θέλημα, εἶναι πολὺ εὐάλωτοι στὸ πάθος τῆς σαρκός. Δὲν εἶναι ὁ βολονταρισμὸς (= βουλησιαρχία, νὰ θέλουμε νὰ γίνεται τὸ δικό μας θέλημα) ποὺ θὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὸ πάθος τῆς σαρκός, ἀλλὰ ἡ ταπείνωση. Ἂν εἴμαστε ταπεινοί, ἂν ἐξομολογούμαστε εἰλικρινὰ καὶ ταπεινά, θὰ εἴμαστε δυνατοί. Δὲν θὰ ὑποφέρουμε ποτὲ καμία ζημιὰ, διότι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς βοηθᾶ. Ἀλλὰ ἂν νομίζουμε, ὅτι μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε μόνοι μας, θὰ συντριβοῦμε πολὺ γρήγορα. Ἐπίσης, ὅσοι καταφέρνουν νὰ εἶναι ὑπάκουοι, ἔχουν πολὺ πλούσια πνευματικὴ ζωή, ἐνῷ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὴν τάση νὰ εἶναι ἀνεξάρτητοι παραμένουν ἐγκλωβισμένοι στὸν μικρό τους κύκλο.

Δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε πρόοδο χωρὶς τὴν σχέση αὐτὴ μὲ τὸν Γέροντά μας. Διαβάζουμε τὰ πράγματα αὐτὰ στοὺς Πατέρες τῆς ἐρήμου, τὰ ἀκοῦμε, ἀλλὰ δὲν τὰ ἐμπεδώνουμε. Ὡστόσο, ἂν βιώσουμε μία φορὰ τὴν δύναμη τοῦ μυστηρίου ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, τότε γνωρίζουμε, τότε μποροῦμε νὰ μιλήσουμε ὅπως ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος ὁ Μέγας ἡ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν ἕνας μοναχὸς πλήρης ζήλου, ἔκαιγε τὸ πνεῦμα του, ἀλλὰ ἡ ζωή του πολλαπλασιάστηκε καὶ ἐπιβεβαιώθηκε ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ γνώρισε τὸν Ἅγιο Σιλουανό. Ἔτσι πηγαίνει ἡ ζωὴ αὐτή. Δὲν μπορεῖς ἁπλὰ «νὰ τὸ ρουφήσεις ἀπὸ τὸν ἀγκῶνα σου» (ρωσσικὸ λόγιον), ὅπως μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος μία φορά. Πρέπει νὰ κάνουμε φίλους «ἐκ τοῦ μαμωνὰ τῆς ἀδικίας» (Λούκ. 16, 9), μὲ ἐκείνους τοὺς πολῖτες τῆς ἀνώτερης Σιών, ὥστε νὰ μᾶς δεχθοῦν ἐκεῖνοι τὴν ἡμέρα τῆς ἐκδημίας μας. Γι’ αὐτὸ λέει ἡ Γραφή: «Μακάριος ὅς ἔχει ἐν Σιὼν σπέρμα καὶ οἰκείους ἐν Ἱερουσαλὴμ» (Ἠσ. 31,9).

Ἐρώτηση: Ὅταν ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς λέει: «Κράτα τὸ νοῦ σου στὸν ἅδη καὶ στὴν καρδιά σου», σημαίνει, ὅτι ἡ καρδιά μας εἶναι ὁ ἅδης;

Ἀπάντηση: Ὄχι. Ὅταν καταδικάζεις τὸν ἑαυτό σου στὸν ἅδη, γιὰ νὰ «πιάσει», γιὰ νὰ γίνει μὲ δύναμη καὶ νὰ φέρει καρπούς, δηλαδὴ τὴν ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ τὴν συντριβή, πρέπει νὰ φέρεις τὸ νοῦ στὴν καρδιὰ καὶ νὰ πεῖς τὴν προσευχή σου ἀπὸ ἐκεῖ – τότε ἔχει ἰσχύ. Ἂν ἁπλὰ μουρμουρίζεις, μπορεῖ νὰ λάβεις κάτι, ἀλλὰ δέρεις μόνο τὸν ἀέρα.

Ἐρώτηση: Ὥστε καταδικάζοντας τὸν ἑαυτό σου στὸν ἅδη, μπαίνεις στὴν καρδιά;

Ἀπάντηση: Πρέπει νὰ καταδικάσεις τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὴν καρδιά, ἔχοντας τὴν προσοχή σου στὴν καρδιά, ἀκόμη καὶ στὴ θέση τῆς φυσικῆς καρδιᾶς – ἀφοῦ δὲν ἔχουμε ὅλοι ἕνωση νοῦ καὶ καρδιᾶς. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἂν φέρνεις τὸν νοῦ σου στὸ μέρος ποὺ εἶναι ἡ καρδιὰ καὶ μέμφεσαι τὸν ἑαυτό σου μὲ συγκέντρωση ἀπὸ ἐκεῖ, ἡ προσευχὴ πιάνει, ἔχει δύναμη. Ἔτσι, ἡ αὐτομεμψία καὶ ἡ ἀκραία μορφή της, ἡ αὐτοκαταδίκη στὸν ἅδη, εἶναι ἰσχυρὴ ὅταν γίνεται ἀπὸ τὴν καρδιά. Γι’ αὐτὸ λέει ὁ Ἅγιος Σιλουανός, «Κράτα τὸ νοῦ σου στὸν ἅδη καὶ στὴν καρδιά», δηλαδή, «Καταδίκασε τὸν ἑαυτό σου ὡς ἄξιο τοῦ ἅδη, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καρδιά σου».

Ἐπίσης, στὴν Καινὴ Διαθήκη διαβάζουμε, ὅτι ἡ ἐπίκληση τοῦ όνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι πολὺ ἰσχυρή, ἀλλὰ «ἐκ καθαρᾶς καρδίας» (Β’ Tιμ. 2,22). Ἀκόμα καὶ ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος στὴν γνωστὴ 30η Κατήχησή του συνιστᾶ στὸν μοναχὸ νὰ πάει στὸ κελλί του, νὰ γονατίσει, νὰ δέσει τὰ χέρια του πίσω, νὰ χαμηλώσει τὸ κεφάλι του καὶ νὰ φέρει τὸν νοῦ του ἀκόμα χαμηλότερα, πιὸ βαθειὰ στὴν καρδιὰ καὶ νὰ ἀρχίσει νὰ προσεύχεται ἀπὸ ἐκεῖ. Δίνει τὴν ἀρχὴ τῆς προσευχῆς καὶ δὲν τὴν τελειώνει, ἀλλὰ προσθέτει, «καὶ μετὰ συνεχίσετε μὲ ὅ,τι θὰ σᾶς δώσει ὁ Κύριος ἐκείνη τὴ στιγμή». Πράγματι, ἡ ἀληθινὴ μετάνοια εἶναι μία προφητικὴ πράξη. Ἂν ἀνοίξουμε τὸ στόμα μας μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ μετανοήσουμε, προσελκύουμε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (Ψάλμ. 118,131), τὸ Ὁποῖο βάζει στὸ στόμα μας λόγο μετάνοιας ποὺ μᾶς δικαιώνει. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος λέει: «Ὅταν ἐπιβαλοῦσιν ἐφ ἡμᾶς τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ διώξουσι … θέσθε οὗν εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν μὴ προμελετᾶν ἀπολογηθῆναι• ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν ᾖ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν». (πρβλ. Λούκ. 21,12-15).

Ὁ Κύριος μιλᾶ ἐδῶ γιὰ τὴν ὁμολογία πρὶν τὸ μαρτύριο. Ὡστόσο, ὁ λόγος Του ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς εἰρηνικοὺς καιροὺς, στοὺς ὁποίους ζοῦμε τώρα, γιατί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινὸς γιὰ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ γιὰ ὅλους τοὺς καιρούς, διότι «τὸ ρῆμα Κυρίου μένει εἰς τὸν αἰῶνα»(Α’ Πέτρ. 1,25). Γιὰ ἐμᾶς αὐτὸς ὁ λόγος ἰσχύει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο: Ὅταν θέλουμε νὰ μετανοήσουμε καὶ βάζουμε τὸν ἑαυτό μας ἐνώπιον τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ κατηγορήσουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ ὅλη τὴν ἄθλια ζωή μας, θὰ μᾶς δώσει λόγο καὶ σοφία. Δηλαδή, θὰ μᾶς δώσει προσευχὴ μετάνοιας, ποὺ θὰ μᾶς δικαιώσει καὶ στὴν ὁποία οἱ ἀντικείμενοί μας «οὐ δυνήσονται ἀντιστῆναι». Ὅπως λέει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ καταδιώξει ἕνα μοναχὸ περισσότερο, ἀπὸ ὅτι διώκει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του στὴν πράξη αὐτὴ τῆς μετάνοιας, μὲ αὐτοκαταδίκη μέχρι τέλους. Εἶναι μία προφητικὴ πράξη, γιατί ἂν ὁ μοναχὸς βάλει τὸν ἑαυτό του στὴν κατάσταση αὐτὴ ἐνώπιον τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καὶ ὑπὸ τὸ φῶς τῶν ἐντολῶν Του, καταδικάζοντας τὸν ἑαυτό του εἰς τέλος, τότε γίνεται ἀληθινὸς καὶ προσελκύει τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, τὸ Ὁποῖο τοῦ δίνει στόμα καὶ σοφία ποὺ θὰ τὸν δικαιώσει. «Προφητικό», σημαίνει νὰ εἴμαστε ἀληθινοί, νὰ εὐθυγραμμιζόμαστε μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, νὰ ἐκφράζουμε τὴν ἀλήθεια μὲ ὅρους ποὺ ἔχουν αἰώνια ἀξία καὶ παραμένουν γιὰ πάντα.

Ἐρώτηση: Σχετικὰ μὲ τὸ «Κράτα τὸ νοῦ σου στὸν ἅδη καὶ στὴν καρδιά», κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι προφητικὸς ἂν δὲν μιλήσει ἀπὸ τὴν καρδιά. Συνδέεται τὸ προφητικὸ πνεῦμα μὲ τὴν καρδιά;

Ἀπάντηση: «Στὴν καρδιὰ» σημαίνει μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι, ἐπειδὴ ἡ καρδιὰ εἶναι τὸ κέντρο τοῦ εἶναι: ἂν μιλᾶμε ἀπὸ τὴν καρδιά, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅλο μας τὸ εἶναι βρίσκεται ἐκεῖ. Σὲ ὅλη τὴν Γραφὴ ἀπαιτεῖται αὐτὴ ἡ συμμετοχὴ τῆς καρδιᾶς. Πρέπει νὰ πιστέψουμε μὲ τὴν καρδιά μας καὶ μετὰ νὰ ὁμολογήσουμε μὲ τὸ στόμα μας «εἰς σωτηρίαν» (βλ. Ρώμ. 10,9-10). Πρέπει νὰ προσευχόμαστε «ἐκ καθαρᾶς καρδίας» (Β’ Tιμ. 2,22) καὶ νὰ συγχωροῦμε ἀπὸ τὴν καρδιὰ (Μάτθ. 18,35). Ὅλα ὅσα κάνουμε, πρέπει νὰ τὰ κάνουμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας καὶ τότε μόνο ἀναγνωρίζονται ἀπὸ τὸν Θεό.

Ἐρώτηση: Λέμε, ὅτι ὁ νοῦς ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ γνωρίσει τὸν Θεό, ἀλλὰ φαίνεται, ὅτι μόνο ὁ νοῦς ποὺ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὴν καρδιὰ ἔχει τὴν ἱκανότητα αὐτή.

Ἀπάντηση: Οἱ πρωτόπλαστοι εἶχαν τὴν ἑνότητα αὐτὴ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς. Μόνο ὅταν ἁμάρτησαν, ὁ νοῦς τους χωρίστηκε ἀπὸ τὴν καρδιά. Γι’ αὐτὸ χρειαζόμαστε πολλὰ δάκρυα, διότι ἔχουν τὴν ἰδιότητα αὐτή: λίγες σταγόνες ἀλλοιώνουν τὴν καρδιά. Ἡ καρδιὰ ζωντανεύει, ἐμπνέεται, θερμαίνεται, γλυκαίνει, γίνεται πιὸ ἐλαφριὰ καὶ τότε εἶναι εὔκολη ἡ προσευχή. Ὁ νοῦς εἶναι ἐκεῖ καὶ μπορεῖ νὰ μιλήσει στὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν καρδιά. Γι’ αὐτὸ τὰ δάκρυα εἶναι τόσο θαυμάσια. Ὄντως εἶναι τὸ ψωμὶ τοῦ μοναχοῦ καὶ κάθε Χριστιανοῦ, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄγνωστο μυστήριο – ὅλοι οἱ Πατέρες μίλησαν γι’ αὐτό. Οἱ πραγματεῖες τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πάνω στὸν ἡσυχασμὸ εἶναι πραγματικὰ γάλα καθαρό. Ἀλλὰ καὶ μόνο νὰ διαβάσουμε τὴν ἐπιστολή του στὴν μοναχὴ Ξένη, ἐκεῖ ἐκφράζει ὅλη τὴν θεωρία του. Ἐκεῖ μιλᾶ γιὰ τὰ δάκρυα. Καὶ ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος λέει, ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ κρατᾶνε τὸ χάρισμα τῶν δακρύων εἶναι μεγαλύτεροι ἀπὸ τοὺς μάρτυρες. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ βαστάξει τὸ πνεῦμα τῆς μετάνοιας χωρὶς νὰ καταστραφεῖ, ἂν δὲν τὸ συνοδεύουν τὰ δάκρυα, ἐπειδὴ τὰ δάκρυα φέρνουν καὶ τὴν παρηγοριὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἡ καρδιὰ παραμένει δυνατὴ νὰ ἀντέχει τὸν πόνο τῆς μετάνοιας. Χωρὶς δάκρυα ὁ ἄνθρωπος θὰ καταρρεύσει μπροστὰ στὸ μεγάλο πῦρ τῆς μετάνοιας.

Ἐρώτηση: Ἐννοεῖτε ὅτι θὰ πέσει σὲ ἀπελπισία;

Ἀπάντηση: Ἀκόμη καὶ ἂν δὲν πέσει σὲ ἀπελπισία, δὲν θὰ ἐπιβιώσει. Τὰ δάκρυα εἶναι τὸ λάδι ποὺ ἀνακουφίζει τὴν καρδιὰ καὶ ἑλκύει την χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος λέει, ὅτι, ὅταν πενθοῦμε, ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ εἶναι μας μετέχουν στὴν προσευχὴ καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι πιὸ ὠφέλιμο. Τὸ ἐρώτημα τώρα εἶναι, πὼς νὰ εἴμαστε προφητικοὶ σὲ ἕναν κόσμο σὰν τὸν δικό μας, ποὺ εἶναι τόσο ὑλιστικὸς καὶ ὅλα ἀποπειρῶνται νὰ αἰχμαλωτίσουν τὸ νοῦ μας, τὴν προσοχή μας, καὶ τὰ κινητὰ εἶναι στὶς τσέπες μας…

Ἐρώτηση: Μπορεῖτε νὰ πεῖτε κάτι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ;

Ἀπάντηση: Κύριε ἐλέησον. Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ἅγιο καὶ πιὸ ἰσχυρὸ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ νὰ ἔρθουμε σὲ αὐτήν, πρέπει ὄντως νὰ ἐξαγνίσουμε τὴν καρδιά μας ἀπὸ κάθε κηλῖδα ἁμαρτίας. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ κατοικήσει ἔτσι τυχαία στὸν καθένα. Ὅπως μὲ τὴν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, μόνο ὅσοι εἶναι καθαροὶ στὴν καρδιὰ μποροῦν νὰ τὸ ἀτενίσουν. Ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἔχει μία τέτοια θεωρία, σημαίνει ὅτι ἔχει καθαρίσει τὸν ἑαυτό του μὲ φλογερὴ μετάνοια γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ ἔχει γίνει ἄσπιλος. Ἀκόμη καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἀρκετό, ὁ Θεὸς μὲ τὴν σοφία Του ἴσως φέρει κάποια δοκιμασία στὴ ζωή του, γιὰ νὰ τὸν φέρει στὸ κατώφλι τοῦ θανάτου, στὸ τέλος τῆς ὑπάρξεώς του. Καὶ ὅταν κάθε ἀνθρώπινη δυνατότητα ἔχει ἐξαντληθεῖ, τότε ὁ Κύριος ἁπλώνει τὸ χέρι Του. Ἐκεῖ ποὺ τελειώνει ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας, ἁπλώνεται τὸ θεϊκὸ χέρι νὰ τὸν σηκώσει. Θυμᾶστε τὴν ἱστορία στὸ «Ἡ Ζωὴ Του ζωή μου» (‘His Life Is Mine’, σελ. 56-57), ὅπου ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος λέει, ὅτι «ἐκεῖ ποὺ σταματᾶ ἡ ἐπιστήμη, ἀρχίζει ἡ θεολογία». Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο ἁγία καὶ, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀξιώνονται νὰ τὴν κρατήσουν, γίνονται ἄφθαρτοι. Δὲν εἶναι μόνο κάποια εὐφορία, εἶναι σὰν ἡ καρδιὰ νὰ τσιτσιρίζει μέχρι τέλους: ὅπως τὸ ψάρι ποὺ τηγανίζεται στὸ τηγάνι, ἔτσι καὶ ἡ καρδιὰ καίγεται συνεχῶς ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἂν ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἔτσι, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε τὸν ὕμνο στὸ 13ο κεφάλαιο τῆς Πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολῆς.

Ἐρώτηση: Παρ’ ὅλο ποὺ δὲν βλέπουμε τὸ ἄκτιστο Φῶς μὲ τὰ μάτια μας ὅπως οἱ Ἅγιοι, μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο αὐτὸ ἄκτιστο Φῶς ποὺ γεννᾶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά;

Ἀπάντηση: Ὑπάρχει μία κλιμάκωση, ναί, ἔστω καὶ λίγη συντριβὴ νὰ ἔχουμε καὶ νὰ μεμφόμαστε τὸν ἑαυτό μας ὡς ἁμαρτωλοὺς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ζητῶντας νὰ μᾶς ἐλεήσει – καὶ αὐτὸ εἶναι ἕνας φωτισμός, ἂν καὶ σὲ ἐλάχιστο μέτρο. Ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ ἔχουν μεγαλύτερο μέτρο καὶ φτάνουν νὰ μισήσουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τὸ πὼς εἶναι, γιὰ τὸ ὅτι δὲν πληροῦνται ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε ὅμως θεωρία τοῦ ἀνοίγματος αὐτοῦ στὸν ἄλλο κόσμο, γιὰ μία τέτοια δωρεὰ πρέπει νὰ ἔχουμε τελειοποιηθεῖ ἐν τῇ ἀγάπῃ. Στὸ «Ὀψόμεθα τὸν Θεὸ καθὼς ἐστί» (ἐκδ. στὴν καθαρεύουσα, σ. 248), ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος λέει ὅτι μέσα στὸ Φῶς, τὸ πνεῦμα μας βλέπει ἀπεράντους ὁρίζοντες καὶ βαθμηδὸν ἀνακαλύπτει συνεχῶς καὶ νέα βάθη «σὲ ἐκεῖνο τὸ φωτοφόρο ρῆγμα τοῦ Οὐρανοῦ, (οὗ ἐστίν ὁ Θεὸς( (πρβλ. Ἔξοδ. 20,21)». Ἑπομένως, πέραν τοῦ ἀνοίγματος αὐτοῦ στὸν Οὐρανὸ ὑπάρχει τό Φῶς τοῦ Θεοῦ.