Το
σώμα εκτίθεται στη βιαιότητα των στοιχείων της φύσεως ή στην αδηφάγο
μανία της τεχνολογίας. Κατά τη χαρακτηριστική έκφραση ενός διορατικού
γέροντα, η καύση των νεκρών συνιστά πολιτισμένη ανθρωποφαγία και
ταυτόχρονα αποτελεί και σύμβολο του σύγχρονου μηδενισμού.
Με
την καύση των νεκρών υποτιμάται ή υλη και κατά συνέπεια είναι έμμεση
αποδοχή όλων εκείνων των γνωστικών αιρέσεων των πρώτων αιώνων που
απέρριπταν την ιερότητα του υλικού σώματος. Οι Μανιχαίοι υποστήριζαν ότι
το υλικό σώμα ταυτίζεται με το κακό και ότι είναι προορισμένο να
καταδικασθεί.
Στον
Χριστιανισμό η υλική μας φύση, το υλικό μας σώμα, δεν είναι η πηγή του
πόνου. Πηγή του πόνου και παθών μας είναι η αμαρτία. Δια της αμαρτίας
εισήλθε στον κόσμο η φθορά και ο θάνατος. (Ρωμ. 5,12). Πριν το
προπατορικό αμάρτημα, ο άνθρωπος δεν καταδυναστεύετο από την αμαρτία και
κατά συνέπεια ήταν ελεύθερος από τον πόνο, τη φθορά και το θάνατο. Η
ύλη δημιουργήθηκε από το Θεό (Γεν. 1,1). Το υλικό μας σώμα δημιουργήθηκε
από τον Θεό (Γεν. 2,7), εξ ούκ όντων (Β’ Μακ. 7,28), όχι από κάποια
προϋπάρχουσα ύλη, αλλά εκ του μηδενός. Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι
δημιουργήθηκαν από το μηδέν αλλά και ότι η ουσία των υλικών μας σωμάτων
είναι διαφορετική από την ουσία του Θεού. Γι’αυτό το λόγο δεν πρέπει να
ειδωλοποιείται και να προσκυνείται ως Θεός. Ο Θεός είναι άκτιστος και
άναρχος. Αντίθετα η ύλη είναι κτιστή, δημιούργημα του Θεού. Το σώμα μας
δεν είναι η φυλακή της ψυχής, δεν είναι μέσο καταδυνάστευσης και
υποδούλωσης της ψυχής μας, αλλά ναός του Αγίου Πνεύματος. «Η ούκ οίδατε
ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστίν, ου έχετε από
Θεού και ούκ εστέ εαυτών» (Α’ Κορ. 6,19), αναφέρει ο Απόστολος Παύλος
τονίζοντας την μεγάλη ιερότητα του ανθρωπίνου σώματος. Το ονομάζει ναό
του Αγίου Πνεύματος και με αυτό τον τρόπο μας διδάσκει να το σεβόμαστε
από την έναρξή του μέσα στην μήτρα έως και του θανάτου.
Η
ψυχή περιφρουρείται μέσα στο σώμα που το μεταμορφώνει σε ναό. Το σώμα
που διαφυλάσσει τον θησαυρό της ψυχής δεν είναι φυλακή. Ένα σώμα όμως
που εν ζωή δεν το σεβασθήκαμε, ούτε καν φιλόζωα το διατηρήσαμε, που
βιολογικά μεν το περιποιηθήκαμε στα εργαστήρια, ουσιαστικά όμως το
καταστρέψαμε στην πρακτική της ζωής, ένα σώμα που και η ίδια η ψυχή μας
το αγνόησε, και αντί μαζί του να επιτελέσει τον ιερο-υπουργικό σκοπό
της, ικανοποίησε τις φιλήδονες τάσεις της και τις αμαρτωλές διαθέσεις
της, και μάλιστα με την αποδοχή και την νομική κάλυψη της κοινωνίας,
αυτό το σώμα είναι εύκολο αυτή η κοινωνία και ψυχή να θέλουν να το
κάψουν για να ολοκληρώσουν το έργο τους και να εξαφανίσουν την ασέβειά
τους.
Μόλις
ο άνθρωπος πεθάνει, το σώμα γίνεται λείψανο. Τότε αυξάνει και ο
σεβασμός μας σ’ αυτό. Το λείψανο αποτελεί την ανάμνηση μίας ιερουργίας,
που μέσα του επιτελείτο – της σωτηρίας της ψυχής – και την υπόμνηση μίας
άλλης που τώρα «αγνώστως» συνεχίζεται έξω από αυτό – της δόξης της
ψυχής .
Το
σώμα δεν περιμένει την καταστροφή του, αλλά την «ετέρα μορφή» του,
(Μάρκ. 16,12), την αναμόρφωσή του «εις το αρχαίον κάλλος». Αυτή είναι η
αιτία που η Εκκλησία προσεγγίζει το σώμα με ιδιαίτερο σεβασμό και
αισθήματα ιερά. Δεν καίμε τους ναούς, πολλώ δε μάλλον τους έμψυχους
ναούς.
Άγιος Παΐσιος: Η ψυχή, όταν βγει από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα!
‐ Η μετά θάνατον ζωή
Οι υπόδικοι νεκροί.
Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση
βρίσκεται;
– Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλά «φαιντά γιόκ», δηλαδή δεν ωφελεί αυτό.
Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώση λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ ̓ αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι.
Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους.
Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται.
Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.
Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.
Γέροντα, πώς είναι τώρα οι κολασμένοι;
– Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα Κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.
Και οι Άγιοι και ο ληστής [ο ένας εκ των συσταυρωθέντων δύο ληστών];
– Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, αλλά δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, αλλά δεν έχουν λάβει την τέλεια καταδίκη.
Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών», παρατείνει‐παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λάβουν μετά την μέλλουσα Κρίση.
(Απόσπασμα από το βιβλίο, Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου (νυν αγίου Παϊσίου) «Οικογενειακή ζωή», λόγοι δ’, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης.)
Ακούστε επισης τον μακαριστό π.Γεώργιο Μεταλληνο:Η αποτέφρωση είναι δικαίωμα;; εδω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου