Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Η Θεοδίδακτη Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας μας και τα «κανονικά δίκαια» των αιρετικών

 ΠΑΛΑΙΟΤΑΤΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΑΡΚΕΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ, ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΕΙ  Π Ε Ν Τ Α Κ Α Θ Α Ρ Α, ΤΟ ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΣ ΧΑΣΤΟΥΚΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ! ΕΝΙΟΤΕ ΛΟΙΠΟΝ, ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ...ΣΦΑΛΙΑΡΕΣ, ΜΗΠΩΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΛΘΟΥΝ!   

 Έχουμε ασχοληθεί πολλές φορές με το σύγχρονο φλέγον θέμα, της χωρίς προϋποθέσεις, που ορίζει η Εκκλησία, και κύρια την μετάνοια, «ενώσεως των εκκλησιών». Οι θιασώτες και προωθητές της επικαλούνται τα σύγχρονα παγκόσμια προβλήματα, (πολεμικές συγκρούσεις, φτώχεια, κλιματική αλλαγή, θρησκευτικές έριδες, κλπ,) επαγγελλόμενοι ότι θα λυθούν, ως δια μαγείας, αφότου επέλθει η ενοποίηση του κατακερματισμένου κόσμου. Άλλοι επικαλούνται τον φόβο από την δραματική αύξηση του ισλαμισμού στην Ευρώπη, οπότε πρέπει να υπάρχει ενότητα των χριστιανικών «εκκλησιών» μπροστά στον κίνδυνο από τους ακραίους ισλαμιστές και άλλοι προβάλλουν άλλες δικαιολογίες.

       Υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι θεωρούν ότι «ωρίμασαν» οι συνθήκες να αφήσει ο κατακερματισμένος χριστιανικός κόσμος το παρελθόν της διχόνοιας και των διαιρέσεων και να προχωρήσει στην ενότητα. Αυτή είναι η οικουμενιστική αντίληψη για την χριστιανική ενότητα, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την αποδοχή μιας κοινής πίστης, αλλά να πραγματοποιηθεί με ποικιλομορφία, αφού για τον Οικουμενισμό, όλα είναι σχετικά, καμιά πίστη δεν είναι πάνω από τις άλλες, καμιά πίστη δεν έχει την πλήρη αλήθεια, αλλά αυτή θα προέλθει από τη συνένωση των «επί μέρους αληθειών».  

      Με άλλα λόγια, τα Δόγματα δεν θα είναι πια εμπόδιο για την ένωση, αφού οι θιασώτες του οικουμενιστικού συγκρητισμού τα χαρακτηρίζουν ως «παρωχημένα»! Το μόνο που απαιτείται τώρα είναι η «κατανόηση» των διαφορετικών πίστεων και το χειρότερο: η εναρμόνιση αυτών με την διδασκαλία της Εκκλησίας. Αυτό άλλωστε επιχειρείται στους ατέρμονους θεολογικούς διαλόγους τα τελευταία σχεδόν πενήντα χρόνια, να «κατανοήσουμε» τις κακοδοξίες των αιρετικών, ως «διαφορετικές παραδόσεις», όχι κατ’ ανάγκην κακόδοξες, ή ποτέ αιρετικές! Η αίρεση στις μέρες μας, όπου πλεονάζει η πλάνη, «εντοπίζεται» πολύ μακριά από τον διαιρεμένο Χριστιανισμό. Σύμφωνα με τις αρχές του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ), όσοι ομολογούν πίστη στην τριαδικότητα του Θεού και την Θεότητα του Χριστού, είναι μέλη της «εκκλησίας», δεν λογίζονται αιρετικοί και οι ομάδες τους γίνονται δεκτές στον διεθνή αυτόν οργανισμό, ως «αληθινές εκκλησίες»!

       Δυστυχώς αυτά τα επικίνδυνα και άγνωστα στην Εκκλησία οικουμενιστικά ιδεολογήματα έχουν εισέλθει σ’ Αυτή, σε μια πλειάδα υψηλά ισταμένων εκκλησιαστικών προσώπων, στους οποίους κυριαρχεί η άποψη, πως με τους ετεροδόξους «μας ενώνουν πολλά, μας χωρίζουν λίγα» και «άρα μπορούμε να προχωρήσουμε στην ενότητα». Βλέποντας ότι η «ένωση» είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, προβάλλουν τώρα την «ενότητα», που σημαίνει ότι μπορούμε να έχουμε «χαλαρή κοινωνία» με τους αιρετικούς, χωρίς να απαιτείται δογματική ταύτιση! Κυριαρχεί δηλαδή η λεγόμενη μαξιμαλιστική αντίληψη και συχνά η μινιμαλιστική αντίληψη, δηλαδή η αποδοχή μέρος της δογματικής αλήθειας! Και αυτό είναι εμφανές στις θεολογικές συναντήσεις, όπου συμβαίνει το εξής παράδοξο και όχι ακατανόητο: να συζητούνται αυτά που μας ενώνουν, να βγάζουν κοινά ανακοινωθέντα γι’ αυτά και να μην αγγίζουν τις διαφορές! Και λέμε όχι ακατανόητο, διότι αυτή είναι η τακτική του Οικουμενισμού, να συμφωνήσουμε και να ενωθούμε με όσα μας ενώνουν! Γι’ αυτό και δίνεται αποκλειστικό βάρος σε αυτά και παραθεωρούνται οι διαφορές!

       Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από πρόσφατο δημοσίευμα στο ιστολόγιο: «https://www.orthodoxianewsagency.gr», με αναφορά στο Συνέδριο του «THE PAST, PRESENT, AND FUTURE OF CANON LAW: AN EVOLVING CHURCH MINISTRY”», με θέμα: «ΤΟ ΠΑΡΕΛΘOΝ, ΤΟ ΠΑΡOΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜEΛΛΟΝ ΤΟΥ»[1].

     Αφού μελετήσαμε με προσοχή το θέμα του Συνεδρίου , επισημάναμε κάποια «αδύνατα» σημεία, τα οποία θεωρήσαμε ότι ήταν απαραίτητο να σχολιάσουμε, στα πλαίσια της ποιμαντικής μας διακονίας.

       Καταθέτουμε την ταπεινή συμβολή μας στην επακριβή και ορθόδοξη οριοθέτηση του Κανονικού Δικαίου, στην κατάδειξη της θεοπνευστίας του, της μοναδικότητά του και της αιώνιας ισχύος του.

      Στο Συνέδριο εισηγήθηκαν τα κάτωθι: «Τὸ κανονικὸ θέμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἐπιλέξαμε νὰ ἀσχοληθοῦμε στὸ φετινὸ 26ο Συνέδριο τῆς Ἑταιρείας μας, μᾶς καλεῖ νὰ θέσουμε ὁρισμένα καίρια καὶ ἐπείγοντα ἐρωτήματα, νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ αὐτὰ καὶ νὰ τὰ ἀπαντήσουμε στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ καὶ τοῦ ἐφικτοῦ, ἔχοντας οὐσιαστικὰ ὡς βάση τὴν ἀρχικὰ ἑνιαία καὶ κατόπιν διαφορετικὴ Κανονικὴ Παράδοση ποὺ μᾶς κληροδοτεῖται ἀπὸ τὸ παρελθόν, τὴν πρισματικὴ Κανονικὴ πράξη τοῦ παρόντος, γιὰ νὰ ἐνατενίσουμε ἀπὸ κοινοῦ τὸ Ἐκκλησιακὸ μέλλον ὁραματιζόμενοι νὰ εἶναι αὐτὸ κανονικό! Μὲ ἄλλα λόγια, καλούμαστε νὰ συσκεφθοῦμε μαζὶ καὶ ἀπὸ κοινοῦ πάνω σὲ ἐπιμέρους ἐρωτήματα ποὺ θὰ καθορίσουν τὸ μέλλον τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τόσο ἐντὸς τῆς κάθε Ἐκκλησίας ὅσο καὶ στὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι (τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ χώρου)»[2]. Να παρατηρήσουμε, κατ’ αρχήν, ότι θεωρούμε άτοπο και άσκοπο να συζητούμε με τους αμετανόητους αιρετικούς, οι οποίοι αθέτησαν, καταφρόνησαν και παράλλαξαν την κανονική Παράδοση της αδιαίρετης Εκκλησίας. Να δεχόμαστε σχεδιασμό για το μέλλον της, που σημαίνει ότι αποδεχόμαστε τον αναχρονισμό της, παρά το γεγονός ότι αυτή είναι για την Εκκλησία, ο έτερος πυλώνας, με την Αγία Γραφή, στις οποίες στηρίζεται το εκκλησιαστικό οικοδόμημα. Η «διαφορετική Κανονική Παράδοση», που αναφέρθηκε, είναι η παραλλαγμένη Κανονική Παράδοση της μίας και αδιαίρετης Εκκλησίας, η οποία θεσμοθετήθηκε από τις Άγιες Συνόδους, με την καθοδήγηση του Παναγίου Πνεύματος, καθότι, «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» (Πραξ.15,28), ομολογούσαν οι θεοφόροι Πατέρες, όταν την θεσμοθετούσαν. Επίσης η φράση «εντός της κάθε Εκκλησίας» είναι άτοπη και εκκλησιολογικά απαράδεκτη, διότι η Εκκλησία είναι Μία, η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, ενώ οι Αιρέσεις αποτελούν αποκομμένα μέρη της, τα οποία εξέπεσαν της χάριτος του Θεού και της ισχύος να προσφέρουν σωτηρία στους οπαδούς τους.

     Στη συνέχεια της εισήγησης τονίστηκε: «Καλούμαστε δηλ. γιὰ ἕναν κοινὸ ἀναστοχασμὸ μὲ κάποια ἐρωτήματα γενικώτερου εἰδικοῦ προβληματισμοῦ. 1) Εἶναι κοινὰ ἀποδεκτὸ ὅτι τὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς Α΄ χιλιετίας δὲν είναι τὸ ἴδιο μὲ αὐτὸ τῆς Β΄ χιλιετίας. Ποιό θὰ εἶναι καὶ πῶς θὰ εἶναι τὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς Γ΄ χιλιετίας; Καλούμαστε λοιπὸν νὰ ἀποφασίσουμε, ἐδῶ καὶ σήμερα, ποιά (ἢ ποιό) Κανονικὰ(-ὸ) Δίκαια(-ο) θὰ υἱοθετήσουμε γιὰ τὸ μέλλον καὶ γιὰ τὴν Γ΄ χιλιετία: Τὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς ἀρχετυπικῆς Ἐκκλησιολογίας τῆς Α΄ χιλιετίας; Τὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς κουλτουραλιστικῆς Ἐκκλησιολογίας τῆς Β΄ χιλιετίας; Θὰ ἀναζητήσουμε ἐκ νέου τὸ ἀρχετυπικὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς Α΄ χιλιετίας; Ἢ θὰ προβοῦμε στὴν δημιουργία ἑνὸς νέου ἐκκλησιοκανονικοῦ παραδείγματος συστήματος, ὅπως συνεχῶς ἀπαιτεῖ τὸ aggiornamento καὶ ὁ ὁλοένα ἐξωτερικὰ μεταβαλλόμενος κόσμος;»[3]. Μπορεί ο προβαλλόμενος συλλογισμός να έχει συλλογιστικό – ακαδημαϊκό χαρακτήρα, όχι όμως ομολογητικό. Θα έπρεπε σαφέστατα, να ζητηθεί η επιστροφή των αποστατών αιρετικών στην Κανονική Παράδοση της Α΄ χιλιετίας, χωρίς περιστροφές!

η συνέχεια...