Ιερομόναχος Ζαχαρίας Ι,Μ.Τινίου Προσδομου έσσεξ
Χριστὸς εἶναι τὸ θαῦμα ποὺ μᾶς καταπλήσσει. Εἶναι τὸ σημεῖο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ τὶς γενεὲς ὅλων τῶν αἰώνων. Στὸ Πρόσωπό Του δόθηκε λύση σὲ κάθε
πρόβλημα, κάθε ἀδιέξοδο, κάθε τραγωδία. Καὶ οἱ Ἅγιοι ὅμως, ὡς μιμήματα
Χριστοῦ καὶ φέροντας τὸν Χριστὸ στὴν καρδιά τους, εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ
Θεοῦ γιὰ τὴ γενεά τους. Γίνονται ψηλαφητὰ δείγματα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ
σὲ ἕναν κόσμο βυθισμένο στὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς ἀπογνώσεως.
Μὲ τὸν λόγο καὶ τὴν προσευχή τους οἱ Ἅγιοι δίνουν ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα τῶν συγχρόνων τους καὶ λύση στὰ προβλήματά τους. Μᾶλλον ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μιλάει σὲ κάθε γενεὰ μέσῳ τῶν κράτιστων φίλων Του, τῶν Ἁγίων. Καὶ ὁ λόγος αὐτός, ποὺ προέρχεται εἴτε ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τὸν Θεὸ εἴτε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Του εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ μᾶς κρίνει τὴν ἔσχατη ἡμέρα[1].
Πρόσφατα κατατάχθηκε ἐπίσημα ὁ γέροντας Σωφρόνιος στὴ χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ ὅποιον εἶχε τὴν εὐλογία νὰ τὸν γνωρίσει, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὄποιον ἦλθε σε ἐπαφὴ μὲ τὸν θεόσοφο λόγο ποὺ μᾶς κληροδότησε, εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι μέγας.
Ὁ δικός του Γέροντας, ὁ ἅγιος Σιλουανός, εἶχε ἤδη καταταχθεῖ στὸ ἁγιολόγιο ὡς «προφητικὸς καὶ ἀποστολικὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας»[2]τριάντα περίπου χρόνια νωρίτερα. Γιὰ πολλοὺς ὅμως τὸ πνευματικό του ἀνάστημα κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἁπλότητα τῶν λόγων του. Γνωρίζοντας αὐτὸ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὅταν ἐξέδωσε τὶς γραφὲς τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, τὶς συνόδευσε μὲ τὸν δικό του λόγο, ἐπεξηγῶντας γιὰ τοὺς διανοητικὰ «ἀνεπτυγμένους» ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του τὸν λόγο του κατὰ Θεὸν Πατέρα του, «τὸν ἅγιο καὶ καθαρό», ἀλλὰ «δυστυχῶς ἀπρόσιτο στὴν ἀντίληψη τῶν πολλῶν λόγῳ ἀκριβῶς τῆς ἁπλότητάς του»[3].
Οἱ γραφὲς τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ μπορεῖ ἴσως νὰ παραλληλισθοῦν μὲ τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ποὺ γλωσσικὰ εἶναι τὸ πιὸ φτωχό, ὡστόσο περιέχει τὴν τελειότητα τῶν νοημάτων καὶ τῆς ἀποκαλύψεως.
Ἐξωτερικὰ ὁ βίος τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ δὲν παρουσιάζει κάποιο ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Ἦταν Ρῶσος χωρικός, ὀλιγογράμματος, ποὺ μόνασε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ὁ χρόνος δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἐπεκταθοῦμε σὲ λεπτομέρειες τῆς μοναχικῆς του πολιτείας. Ὡστόσο, ὑπῆρξαν δύο γεγονότα σταθμοὶ ποὺ σφράγισαν τὴν πνευματική του ἐξέλιξη.
Ὁ βιογράφος του τὸν περιγράφει ὡς «ἄνδρα μὲ ἄσβεστη πνευματικὴ δίψα»[4].
Πράγματι, ὁ πόθος γιὰ τὸν Θεό τον κατέφλεγε πρίν ἀκόμη πάει στὸν Ἄθωνα ὡς καὶ τὴν τελευτή του. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς ἀφίξεώς του στὸ μοναστήρι ζοῦσε μὲ ἀκραία πνευματικὴ ἔνταση. Προσπαθοῦσε νὰ τηρήσει μὲ μεγάλη ἀκρίβεια καὶ ἐπιμονὴ κάθε πτυχὴ τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, τὶς ἀκολουθίες, τὴν ἐπίπονη διακονία, τὶς ἀγρυπνίες, τὴ νηστεία, τὴ φιλαδελφία καὶ κυρίως βεβαίως τὴν ὑπακοή.
Ἔπειτα ἀπὸ ἕξι μῆνες, νομίζοντας ὅτι εἶχε ἐκπληρώσει κάθε ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, ἐξαντλήθηκε καὶ ἔφθασε σὲ ἀπόγνωση. Μάλιστα δέχθηκε τὸν λογισμὸ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἰσακούει τὶς προσευχές του, ὅτι εἶναι ἀδυσώπητος.
Ποιός εἶναι ὅμως ὁ κτιστὸς καὶ πεπερασμένος ἄνθρωπος νὰ ἀπευθύνει τέτοιο λόγο στὸν Θεό; Ὁ νοὺς τοῦ νεαροῦ δοκίμου θόλωσε καὶ τὸ πνεῦμα του βυθίσθηκε στὴν ἀφόρητη ἀγωνία καὶ τὸ σκότος τῆς κολάσεως. Ἐν τούτοις, πῆγε στὸν ναό, στὴ σύναξη τῆς ἀδελφότητας, καὶ προσκυνῶντας τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου βρῆκε τὴ δύναμη νὰ ἐπικαλεσθεῖ τὸ Ὄνομά Του: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό». Καὶ τότε τοῦ δόθηκε ἡ ἄφατη εὐλογία νὰ δεί τόν Ζῶντα Χριστὸ στὸν τόπο τῆς εἰκόνας Του.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὅλο του τὸ εἶναι γέμισε μὲ τὴ θεία χάρη καὶ ἀκόμη καὶ οἱ σάρκες του ποθοῦσαν νὰ πάσχουν γιὰ τὸν Χριστό. Ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ γνωρίζουμε ὅτι τὸν περιέλαμψε τὸ μέγα θεϊκὸ Φῶς, ὅτι ἐν πνεύματι ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, ὅπου ἄκουσε ἄρρητα ρήματα, ὅτι ἐκείνη τὴ στιγμὴ γεννήθηκε ἄνωθεν[5]. Μολονότι ἀπὸ παιδὶ στὶς ἀκολουθίες ἄκουγε: «Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι», μόνον τότε γνώρισε ὅτι ὑπάρχει Πνεῦμα Ἅγιο. Ἡ καρδιά του πλατύνθηκε καὶ ὁ κατὰ κόσμο ἀπαίδευτος Σιλουανός, ποὺ ἴσως νὰ μὴν εἶχε δεὶ κἂν γεωγραφικὸ ἄτλα τῆς γῆς, ἄρχισε νὰ δέεται γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νὰ εὔχεται γιὰ κάθε ἄνθρωπο τὴν ἀγαθὴ μερίδα ποὺ ἔλαχε σὲ αὐτόν.
Γιὰ λίγο καιρὸ μετὰ τὴ θεωρία ζοῦσε σὲ πασχάλιο πανηγύρι. Ἡ φύση του ὅμως δὲν ἦταν ἀκόμη σύμμορφη μὲ τὴ χάρη ποὺ δέχθηκε καὶ σύντομα ἄρχισε ὁ μακρὺς καὶ ἀδυσώπητος ἀγῶνας μὲ τοὺς λογισμούς, εἰδικὰ μὲ τοὺς λογισμοὺς τῆς κενοδοξίας. Ἐξ αἰτίας τῶν λογισμῶν αὐτῶν οἱ δαίμονες ἐνίοτε τοῦ ἐμφανιζόταν ὁρατὰ καὶ τὸν παίδευαν. Δεκαπέντε χρόνια πάλευε μὲ ἀνδρεία καὶ καρτερία. Κοιμόταν ἐλάχιστα, προσευχόταν μὲ μεγάλη ἔνταση καὶ θέρμη καὶ διακονοῦσε ἀκάματα.
Ἕνα βράδυ ὅπως πήγαινε νὰ κάνει μετάνοια στὸν Χριστό, ἐμφανίσθηκε μπροστά του ἕνας δαίμονας ἕτοιμος νὰ λάβει τὴ λατρεία γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀποκαμωμένος ὁ Ἅγιος κάθισε στὸ σκαμνί του καὶ μὲ ὀδύνη καρδιᾶς ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὸν νουθετήσει τί πρέπει νὰ πράττει γιὰ νὰ ταπεινώσει τὸ πνεῦμα του καὶ ἔτσι νὰ μὴν τὸν ἐνοχλοῦν οἱ δαίμονες. Καὶ τότε στὴν καρδιά του ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ νὰ τοῦ ἀπαντᾶ: «Κράτει τον νοὺν σου εἰς τὸν ἅδην καὶ μὴ ἀπελπίζου».
Ὁ Κύριος τοῦ πρόσφερε κόλαση, ἀλλὰ ὁ ἅγιος δέχθηκε τὸν λόγο μὲ εὐγνωμοσύνη. Ἄρχισε νὰ πράττει σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου καὶ ὅπως ὁ ἴδιος μαρτυρεῖ: «Ὁ νούς του καθαρίσθηκε καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μαρτυροῦσε στὴν καρδιά του τὴ σωτηρία».
Ὅπως φανερώνουν καὶ οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ στὸ Εὐαγγέλιο, ἡ τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ δὲν συνίσταται σὲ διανοητικὰ ἐπιτηδεύματα, ἀλλὰ στὴ θεωρία τοῦ Προσώπου Του ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ στὴν ἐνήχηση τῆς φωνῆς Του στὴν καρδιά. Ὁ Κύριος γιὰ νὰ ὑποδείξει στοὺς Ἰουδαίους ὅτι δὲν γνώριζαν πραγματικὰ τὸν Θεό, τοὺς ἔλεγε: «Οὔτε φωνὴν Αὐτοῦ (τοῦ Πατρὸς) ἀκηκόατε οὔτε εἶδος Αὐτοῦ ἑωράκατε»[6]. Ὁ Θεὸς γνωρίζεται μέσα ἀπὸ τὴν προσωπικὴ κοινωνία μαζί Του[7]. Ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ἡ θεογνωσία καὶ ἡ θεολογία ὡς κατάσταση τοῦ πνεύματος εἶναι «κοινωνία ἐν τῇ ὑπάρξει»[8].
Πολλοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι εἶχαν ὅραση τοῦ Χριστοῦ ἤ τῆς Παναγίας ἤ Ἀγγέλων. Στὴν Ἐκκλησία ὡστόσο ὑπάρχουν ἄσειστα κριτήρια γιὰ τὴ γνησιότητα τῆς ὁράσεως. Στὴ συγκεκριμένη περίπτωση τόσο τὰ ἄμεσα ἐνεργήματα τῆς ὁράσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅσο καὶ ἡ μετέπειτα βιοτὴ τοῦ Ὁσίου μαρτυροῦν τὴ γνησιότητα τοῦ βιώματός του.
Ἂς ἐξετάσουμε συνοπτικὰ κάποια σημεῖα ποὺ σφραγίζουν τὴν αὐθεντικότητα τῆς ὁράσεως τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, ὅπως καὶ τὴν τελειότητα τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἀνδρός.
α) Μετοχὴ χάριτος καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα
Κατ’ ἀρχὰς ἡ χάρη ποὺ δέχθηκε δὲν ἦταν ἀποκύημα φαντασίας, ἀλλὰ ψηλαφητή. Ὅπως κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἀσκητικοῦ του ἀγῶνα αἰσθανόταν τὶς φλόγες τῆς κολάσεως νὰ βουΐζουν γύρω του, νὰ ταλανίζουν ὅλο του τὸ εἶναι, σῶμα, ψυχὴ καὶ πνεῦμα, ἔτσι καὶ τὴ χάρη την αἰσθάνθηκε μέχρι μυελοῦ ὀστέων. Ἐνήργησε στὴν καρδιά του τέτοια ἀγάπη γιὰ τὸν Σωτῆρα Ἰησοῦ, ποὺ ποθοῦσε νὰ παραδοθεῖ στὸ μαρτύριο γιὰ χάρη Του.
β) Λόγος τῶν τελείων
Ὅταν ἕνας ἅγιος ἀσκητὴς ἀπὸ τὸν Καύκασο, ὁ ἅγιος Στρατόνικος, ἐπισκέφθηκε τὸν ἅγιο Σιλουανὸ χάριν πνευματικῆς ὠφέλειας, ὁ Γέροντας τοῦ ἔθεσε τὴν ἐρώτηση: «Πῶς μιλοῦν οἱ τέλειοι;». Καὶ ὁ ἴδιος τοῦ ἔδωσε τὴν ἀπάντηση ὅτι: «Οἱ τέλειοι δὲν λένε τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Λένε μόνον ὅ,τι τοὺς δώσει τὸ Πνεῦμα»[9].
Στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν ἀπάντησή του φανέρωσε τὸν τρόπο ποὺ ὁ ἴδιος μιλοῦσε καὶ ἔγραφε. Ὁ λόγος τοῦ παρ’ ὅτι εἶναι ἁπλὸς καὶ ἀνεπιτήδευτος, διανοίγει νέους ὁρίζοντες. Λάμπει «ὡς λύχνος φαίνων ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ»[10]. Δίνει λύσεις σὲ φλέγοντα ζητήματα καὶ ὑποδεικνύει «ὁδοὺς ζωῆς»[11]. Εἶναι καρπὸς τῆς προσευχῆς του καὶ τῆς ἐλπίδας του ὅτι, «ἔστω καὶ μιὰ ψυχὴ θὰ ἀγαπήσει τὸν Κύριο, φλεγόμενη ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς μετανοίας»[12].
γ) Πνευματικὴ ταπείνωση
Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὅταν ἀντίκρισε τὸ πρᾶο, γαλήνιο καὶ ἀγαπὸν βλέμμα τοῦ Χριστοῦ, γνώρισε στὴν καρδιά του τὴν «ἀπερίγραπτη» θεία ταπείνωση, στὴν ὁποία ἔκτοτε ἔπλεκε ὕμνο στὶς γραφές του καὶ τὴν ὁποία ἐκζητοῦσε «σὰν πολύτιμο λαμπρὸ μαργαρίτη»[13]. Ὅπως καὶ ἄλλοι Πατέρες διέκρινε δύο εἴδη ταπεινώσεως, τὴν ἀσκητικὴ καὶ τὴ χαρισματική, τὴν πνευματική.
Ἡ ἀσκητικὴ ταπείνωση συνίσταται στὸν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου νὰ σμικραίνει τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν. Τὸ κορύφωμα αὐτῆς τῆς ταπεινώσεως εἶναι νὰ ἔχει ὁ ἀσκητὴς τὸ φρόνημα ὅτι εἶναι ὁ χειρότερος ἀπὸ ὅλους.
Ἐν τούτοις, ἡ ταπείνωση αὐτὴ δὲν εἶναι τέλεια. Ἐναποκρύβει σύγκριση μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Τὴν ἀληθινὰ θεία ταπείνωση τὴ φανέρωσε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν κατάβασή Του ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ στὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς καὶ εἶναι δῶρο τῆς χάριτός Του. Ἡ κατὰ Χριστόν ταπείνωση ἐκφράζεται στὸ παράδοξο γεγονὸς ὅτι ὁ ἄκτιστος, ἄπειρος καὶ αἰώνιος Θεὸς κενώθηκε καὶ ἔδωσε τὴ ζωή Του, γιὰ νὰ λυτρώσει τὸ πλάσμα Του ἀπὸ τὸν θάνατο.
Σὲ στιγμὲς ἐπισκέψεως τῆς χάριτος ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται τὴ φρικτὴ θεία Πρόνοια καὶ Οἰκονομία. Βλέπει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου ὡς μιὰ ἀδιάκοπη περιποίηση Θεοῦ. Καὶ τότε πείθεται στὰ μύχια τῆς ὑπάρξεώς του ὅτι δὲν εἶναι ἁπλῶς χειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀνάξιος ἑνὸς τέτοιου Θεοῦ, ὅπως εἶναι ὁ Χριστός.
δ) Παγκόσμια μετάνοια
Ἡ συνείδηση αὐτὴ τῆς ἄκρας ἀναξιότητας καὶ ἀχρειότητάς μας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, συνυφασμένη μὲ τὴν εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν εἰς τέλος ἀγάπη Του καὶ τὰ ἀπερινόητα παθήματά Του, ὁδηγοῦν σὲ μετάνοια ποὺ δὲν ἔχει τέλος πάνω στὴ γῆ.
Ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ κάνει λόγο γιὰ τὴ μετάνοια. Ὁ ἄνθρωπος χωρὶς μετάνοια δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει προσαγωγὴ πρὸς τὸν Θεό. Ἡ μετάνοια δηλαδὴ εἶναι σὰν γέφυρα, ποὺ ἑνώνει τὰ ἄκρα βαραθρώδους ἀβύσσου.
Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς στὴν προσωπική του μετάνοια, στὸν ἀγῶνα συμφιλιώσεως μὲ τὸν Θεό, ἔφθασε σὲ ὁριακὲς καταστάσεις. Κατὰ τὴ θεωρία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ τοῦ μεταδόθηκε ἡ κατάσταση τοῦ Κυρίου. Δέχθηκε τὴ χάρη Του ποὺ πλαταίνει τὴν καρδιὰ καὶ περιπτύσσεται τὰ πάντα, οὐρανὸ καὶ γῆ, Θεὸ καὶ ἄνθρωπο.
Ὁ Χριστὸς σήκωσε τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας ὅλου τοῦ κόσμου, «γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα»[14]. Καὶ ὅσοι Τὸν ἀκολουθοῦν καὶ δέχονται τὴν κατάστασή Του, ὅπως ὁ ἅγιος Σιλουανός, ἀναλαμβάνουν τὸ πταῖσμα καὶ μετανοοῦν γιὰ τὴν πτώση ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Πῶς φθάνει κανεὶς σὲ αὐτὴ τὴν ὑπερκόσμια συνείδηση;
Ὅταν λάμψει τὸ φῶς τῆς χάριτος στὴν καρδιά, φανερώνει ἀφενός το σκοτάδι ποὺ ὁ ἄνθρωπος φέρει μέσα του καὶ ἀφ’ ἑτέρου την ὁμοουσιότητά του μὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὁ πλησίον παύει νὰ εἶναι κάποιος ἄλλος, κάποιος ξένος, κάποιος ἐπίβουλος τῶν ἀγαθῶν μας· γίνεται, ὅπως μαρτυροῦν οἱ Ἅγιοι, ὁ ἀδελφὸς καὶ ἡ ζωή μας, μέλος τοῦ Σώματος στὸ ὁποῖο ἀνήκουμε καὶ ἐμεῖς. Τότε ὁ ἄθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει νὰ θρηνεῖ ὄχι μόνο γιὰ τὶς προσωπικές του ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν «κατηραμένη κληρονομιὰ» τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸν Θεό, δεόμενος γιὰ τὴν πάγκοινη σωτηρία.
Στὸ κεφάλαιό του γιὰ τὸν θρῆνο τοῦ Ἀδὰμ ὁ ἅγιος Σιλουανὸς κατ’ οὐσίαν περιγράφει τὴ δική του μετάνοια. Ἡ «ἰσχυρά» του κραυγὴ «μετὰ μεγάλων δακρύων» ἀντηχοῦσε στὴν ἔρημο ἑνὸς κόσμου βυθισμένου στὴν ἀκηδία καὶ τὴν ἀπόγνωση, στερημένου ἀπὸ τὴ ζωοποιὸ καὶ φωτιστικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀδαμιαία μετάνοια εἶναι ἐκείνη ποὺ ἁρμόζει στὸν ἄνθρωπο ποὺ δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση Χριστοῦ. Ὅταν τέτοιου εἴδους μετάνοια προσφέρεται στὸν Θεό, ἑλκύει τὴν εὐλογία Του καὶ τὴν ἁπλώνει σὲ ὅλον τὸν κόσμο.
ε) Μεγάλη Ἐπιστήμη
Τὰ κυριότερα δεινὰ ποὺ μαστίζουν τὴν ἐποχή μας εἶναι: τὸ πνεῦμα τῆς ὑπερηφάνειας καὶ ἡ φιλαυτία, ἡ σκότωση τοῦ νοῦ καὶ ἡ αἰχμαλωσία του ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ἡ φιληδονία ποὺ ἔχει ἀναχθεῖ σὲ τέχνη, ἡ γενικευμένη ἀκηδία καὶ ἡ πλήρης πνευματικὴ παράλυση, οἱ πολλὲς ἀκούσιες θλίψεις, καὶ τέλος ἡ ἀπόγνωση.
Ἐκεῖνο ποὺ κατ’ ἐξοχὴν καθιστᾶ τὸν ἅγιο Σιλουανὸ σημεῖο γιὰ τὴ γενεά μας, εἶναι ὁ λόγος ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό: «Κράτει τον νοὺν σου εἰς τὸν ἅδην καὶ μὴ ἀπελπίζου». Ὁ λόγος αὐτὸς συνοψίζει ὁλόκληρη τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση ἐκφράσθηκε μὲ συνοπτικὸ καὶ ἀξιωματικὸ τρόπο.
Ὁ Θεὸς μὲ τὸν λόγο ποὺ ἀπηύθυνε στὸν θεράποντά Του, τοῦ ἀποκάλυψε τὸ ὅπλο μὲ τὸ ὁποῖο ἡττᾶται ὁ ἐχθρός. Τοῦ φανέρωσε τὸ μέσο τῆς θεραπείας τοῦ καταμωλωπισμένου σώματος τῆς ἀνθρωπότητας.
Ὁ ἅδης εἶναι μέρος τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Εἶναι κατάσταση, στὴν ὁποία κατέβηκε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὥστε νὰ μὴν ἀφήσει σπιθαμὴ τῆς δημιουργίας χωρὶς νὰ τὴ γεμίσει μὲ τὴ θεουργικὴ καὶ σωστικὴ Του ἐνέργεια. Ἀκόμη καὶ στὴν ἐπὶ γῆς ζωή Του βλέπουμε τὸν Κύριο κάθε φορὰ ποὺ δοξαζόταν νὰ στρέφει τον νοῦ Του καὶ τὸν νοῦ τῶν μαθητῶν Του στὸν ἐπονείδιστο θάνατό Του.
Ἂν αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδός – πρῶτα ἡ κατάβαση καὶ μετὰ ἡ ἀνάβαση – διὰ τῆς ὁποίας ὁ Χριστὸς συμφιλίωσε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, ἕπεται ὅτι καὶ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ τὴ βαδίσει.
Πράγματι, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἐκταθεῖ καὶ πρὸς τὰ κάτω καὶ πρὸς τὰ ἄνω· κατ’ ἀρχὰς πρὸς τὰ κάτω μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν αὐτομεμψία. Ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κατεβάζοντας ὅσο πιὸ χαμηλὰ γίνεται τὸν νοῦ καὶ τὸν ψυχισμό του, ἀλλὰ δὲν ἀπογινώσκει. Ἐκτείνεται καὶ πρὸς τὰ ἄνω, διότι ἔχει ρίξει ἄγκυρα στὸν Οὐρανὸ καὶ ἐναποθέτει κάθε ἐλπίδα του στὸ ἀνείκαστο ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν αὐτομεμψία συντρίβεται ἡ ἔπαρσή του, συντρίβεται ὅλη ἡ καρδιά του. Ὅπως ὅμως μαρτυροῦν οἱ Πατέρες, δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀνδρειότερο ἀπὸ μιὰ καρδιὰ συντετριμμένη.
Ὁ ἐχθρὸς ἔχει τάση γιὰ ἀνάβαση μὲ σκοπὸ νὰ ὑποσκελίσει ἀκόμη καὶ τὸν Θεό. Ὅταν ὁ ἀσκητὴς τῆς εὐσεβείας αὐτοκαταδικάζεται καὶ πορεύεται πρὸς τὰ κάτω, ὁ ἐχθρὸς ἐκ φύσεως ἀδυνατεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ εἶναι «ἐζωγρημένος εἰς τὸ θέλημα τοῦ πονηροῦ»[15], καὶ ἀρχίζει νὰ ἀπολαμβάνει τὴν ἐλευθερία «ἥ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσεν»[16].
Ἡ ταπείνωση ποὺ προϋποθέτει ἡ αὐτομεμψία ἑλκύει τη χάρη ποὺ θεραπεύει τα ἀσθενήματα καὶ ἀναπληροῖ τα ἐλλείποντα.
Ὁ Θεὸς δὲν κρίνει δύο φορές. Ὅταν ἑκούσια καταδικάζουμε τὸν ἑαυτό μας ὡς ἄξιο τῆς κολάσεως, ὁ Κύριος μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴ Μέλλουσα Κρίση. Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς βεβαίως βίωνε τὴν κατάσταση αὐτὴ στὴ χαρισματική της μορφή. Σὲ ἕνα κοινὸ ἐπίπεδο ὅμως εἶναι ἐφικτή, ἀκόμη καὶ ἀναγκαῖα, γιὰ κάθε Χριστιανό, ὡς ἀποδοχὴ τῶν θλίψεων μὲ καρτερία καὶ ἐλπίδα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀποδίδοντας δόξα στὸ Ὄνομὰ Του καὶ μομφὴ μόνο στὸν ἑαυτό μας.
Γιὰ τὸν ἅγιο Σιλουανὸ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Κράτει τον νοὺν σου εἰς τὸν ἀδην καὶ μὴ ἀπελπίζου» ἔγινε ἀσκητικὴ μέθοδος. Ἦταν γι’ αὐτὸν ἡ Μεγάλη Ἐπιστήμη, στὴν ὁποία ἐντρύφησε καὶ τὴν ὁποία ὑπέδειξε ὡς τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὸν γαλήνιο λιμένα τῆς ἀπάθειας, καὶ τελικὰ στὴν αἰώνια ζωή.
στ) Πρόσωπο
Τὸ πρόσωπο δὲν εἶναι τὸ ψυχολογικὸ ἄτομο, ἀλλὰ ὁ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἄνθρωπος ποὺ ἐργάζεται τὸ καθ’ ὁμοίωσή του μὲ τὸν Θεό. Ἡ κάθε Ὑπόσταση τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι τέλειος Θεός, διότι φέρει τὸ πλήρωμα τῆς θείας Οὐσίας καὶ τῆς θείας Ἐνεργείας. Κατ’ ἀναλογία, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὑπόσταση, ὅταν ἐναγκαλισθεῖ στὴν καρδιά του ὅλο τὸ ἀνθρώπινο εἶναι ἀπὸ ἀρχῆς μέχρις ἐσχάτων καὶ τὸ ἀναφέρει στὸν Θεὸ μὲ τὴ δέηση τῆς μεσιτείας του.
Τὴ στιγμὴ τῆς εὐλογημένης ὁράσεως ὁ νεαρὸς δόκιμος στάθηκε ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ πρόσωπο πρὸς Πρόσωπο. Ἀντίκρισε τὸ γαλήνιο βλέμμα Του καὶ ὡς ἐκ τούτου γεύθηκε τὴν αἰωνιότητα. Τοῦ μεταδόθηκε ἡ κατάσταση τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸ θεῖο θέλημα, δηλαδὴ ἡ σωτηρία πάντων, ἔγινε καὶ τὸ δικό του θέλημα.Ο ἅγιος Σιλουανὸς«άρχισε νὰ κατανοεῖ τὴν ἐντολὴ “ἀγαπήσεις τον πλησίον σου ὡς σεαυτὸν” ὄχι ὡς ἠθικὸ κανόνα. Διέβλεπε πλέον ὅτι ἡ λέξη “ὡς” ἀναφερόταν ὄχι στὸν βαθμὸ τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ στὴν ὀντολογικὴ ἑνότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων» [17].
ζ) Προσευχὴ ὑπὲρ τοῦ κόσμου
Μετὰ τὴν ὅραση ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ἔγινε «κατεντευκτὴς Θεοῦ». Ἔβλεπε πλέον τοὺς ἀνθρώπους γύρω του μὲ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὰ μυωπικὰ μάτια τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Σπλαγχνιζόταν κάθε πλάσμα καὶ μεσίτευε γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ Ἀδάμ. Γι’ αὐτὸν ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον ἦταν τὸ κριτήριο τῆς γνησιότητας τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό.
η) Ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθρούς
Κατ’ οὐσίαν, ὁ ἅγιος Γέροντας δὲν χώριζε τοὺς ἀνθρώπους σὲ φίλους καὶ ἐχθρούς, ἀλλὰ σὲ ἐκείνους ποὺ γνωρίζουν τὸν Θεὸ καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγνοοῦν. Ἔχοντας τὴ συνείδηση ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα, δὲν μποροῦσε νὰ ἀποβάλλει πλέον ἀπὸ τὴν καρδιά του ἕνα ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ σώματος αὐτοῦ καὶ νὰ μὴν ποθεῖ τὴ σωτηρία του. Πίστευε ὅτι: «Ὅποιοι μισοῦν καὶ ἀποκρούουν τὸν ἀδελφό τους εἶναι ἐλλιπεῖς, δὲν γνώρισαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀγάπη ποὺ ἀγκαλιάζει τὰ πάντα, καὶ δὲν βρῆκαν τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ σὲ Αὐτόν»[18].
Ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθροὺς εἶναι ἡ κορύφωση τῶν ἐντολῶν, διότι ἀντανακλᾶ τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ προσφέρει τὴν ἁγία καὶ ἄληκτη ζωή Του στὸν ἐχθρό Του, τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο. Ἀναμφίβολα ἡ ἐντολὴ αὐτὴ ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου· εἶναι ἀνέφικτη χωρίς τη χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Σιλουανὸ ἡ ὕπαρξη τῆς ἀγάπης αὐτῆς ἀποτελοῦσε ἔνδειξη τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τόσο σὲ προσωπικὸ ὅσο καὶ σὲ ἐκκλησιολογικὸ ἐπίπεδο.
Ἡ διδασκαλία του παρέχει κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπλανὲς καὶ ἀξιόπιστο κριτήριο γιὰ τὴ Μία Ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ποὺ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία ποὺ στοὺς κόλπους της φέρει ἀνθρώπους πού εἶναι κατοικητήρια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἐμφοροῦνται ἀπὸ «τὴν κατὰ Χριστὸν θεία ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθροὺς καὶ τὴν κατὰ Χριστὸν ταπείνωση» [19].
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σημεῖα ποὺ ἀναφέραμε, ἡ αὐθεντικότητα τῆς ὁράσεως τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν ἅγιο Σιλουανὸ μαρτυρεῖται ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν ἁπλότητα τῶν γραφῶν του. Ὁ πλοῦτος τῆς ζωῆς ποὺ μεταδίδει ὁ Θεὸς στοὺς ἐκλεκτούς Του δὲν περιγράφεται μὲ τὸν νοῦ. Δὲν εἶναι ἀπότοκο τῆς φαντασίας καὶ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν ἐξάπτει τὴ φαντασία.
Οἱ Ἅγιοι στὶς γραφές τους δὲν ἀπαγγέλλουν ποίηση, ἀλλὰ ἐκφράζουν τὴ ζωντανὴ ἐμπειρία τους. Τὸ μυστήριο τῆς αἰωνιότητας τοῦ Θεοῦ δὲν γνωρίζεται μέσα ἀπὸ ὡραῖες περιγραφὲς καὶ ἀπὸ ὑψηλὴ διανόηση, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Στὴν ἕνωση μὲ τὸν Κύριο συνίσταται ἡ τελειότητα. Αὐτὴ τὴ σχέση ἀγωνιζόμαστε νὰ καλλιεργήσουμε καὶ νὰ κάνουμε αἰώνια ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, καὶ λόγοι, ὅπως αὐτὸς τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, ἀναλαμβάνουν τὸν ρόλο τοῦ πλοηγοῦ ἀστέρα στὸν ἀγῶνα μας.
Παραπομπές:
[1]. Βλ. Ιωάν. 12,48.
[2]. Βλ. Πατριαρχικὴ πρᾶξις ἁγιοκατατάξεως.
[3]. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 86.
[4]. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 10.
[5]. Βλ. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 30.
[6]. Ιωάν. 5,37.
[7]. Βλ. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σσ. 136-137.
[8]. Βλ. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σσ. 178, 276.
[9]. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σσ. 68-69.
[10]. Βλ. Β’ Πέτρ. 1,19.
[11]. Βλ. Ψάλμ. 15,11.
[12]. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 351.
[13]. Βλ. γιὰ παράδειγμα: ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 518.
[14]. Γάλ. 3,13.
[15]. Βλ. Β’ Τίμ. 2,26.
[16]. Γάλ. 5,1.
[17]. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 56.
[18]. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 150.
[19]. Βλ. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 107.
Μὲ τὸν λόγο καὶ τὴν προσευχή τους οἱ Ἅγιοι δίνουν ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα τῶν συγχρόνων τους καὶ λύση στὰ προβλήματά τους. Μᾶλλον ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μιλάει σὲ κάθε γενεὰ μέσῳ τῶν κράτιστων φίλων Του, τῶν Ἁγίων. Καὶ ὁ λόγος αὐτός, ποὺ προέρχεται εἴτε ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τὸν Θεὸ εἴτε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Του εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ μᾶς κρίνει τὴν ἔσχατη ἡμέρα[1].
Πρόσφατα κατατάχθηκε ἐπίσημα ὁ γέροντας Σωφρόνιος στὴ χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ ὅποιον εἶχε τὴν εὐλογία νὰ τὸν γνωρίσει, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὄποιον ἦλθε σε ἐπαφὴ μὲ τὸν θεόσοφο λόγο ποὺ μᾶς κληροδότησε, εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι μέγας.
Ὁ δικός του Γέροντας, ὁ ἅγιος Σιλουανός, εἶχε ἤδη καταταχθεῖ στὸ ἁγιολόγιο ὡς «προφητικὸς καὶ ἀποστολικὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας»[2]τριάντα περίπου χρόνια νωρίτερα. Γιὰ πολλοὺς ὅμως τὸ πνευματικό του ἀνάστημα κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἁπλότητα τῶν λόγων του. Γνωρίζοντας αὐτὸ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὅταν ἐξέδωσε τὶς γραφὲς τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, τὶς συνόδευσε μὲ τὸν δικό του λόγο, ἐπεξηγῶντας γιὰ τοὺς διανοητικὰ «ἀνεπτυγμένους» ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του τὸν λόγο του κατὰ Θεὸν Πατέρα του, «τὸν ἅγιο καὶ καθαρό», ἀλλὰ «δυστυχῶς ἀπρόσιτο στὴν ἀντίληψη τῶν πολλῶν λόγῳ ἀκριβῶς τῆς ἁπλότητάς του»[3].
Οἱ γραφὲς τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ μπορεῖ ἴσως νὰ παραλληλισθοῦν μὲ τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ποὺ γλωσσικὰ εἶναι τὸ πιὸ φτωχό, ὡστόσο περιέχει τὴν τελειότητα τῶν νοημάτων καὶ τῆς ἀποκαλύψεως.
Ἐξωτερικὰ ὁ βίος τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ δὲν παρουσιάζει κάποιο ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Ἦταν Ρῶσος χωρικός, ὀλιγογράμματος, ποὺ μόνασε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ὁ χρόνος δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἐπεκταθοῦμε σὲ λεπτομέρειες τῆς μοναχικῆς του πολιτείας. Ὡστόσο, ὑπῆρξαν δύο γεγονότα σταθμοὶ ποὺ σφράγισαν τὴν πνευματική του ἐξέλιξη.
Ὁ βιογράφος του τὸν περιγράφει ὡς «ἄνδρα μὲ ἄσβεστη πνευματικὴ δίψα»[4].
Πράγματι, ὁ πόθος γιὰ τὸν Θεό τον κατέφλεγε πρίν ἀκόμη πάει στὸν Ἄθωνα ὡς καὶ τὴν τελευτή του. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς ἀφίξεώς του στὸ μοναστήρι ζοῦσε μὲ ἀκραία πνευματικὴ ἔνταση. Προσπαθοῦσε νὰ τηρήσει μὲ μεγάλη ἀκρίβεια καὶ ἐπιμονὴ κάθε πτυχὴ τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, τὶς ἀκολουθίες, τὴν ἐπίπονη διακονία, τὶς ἀγρυπνίες, τὴ νηστεία, τὴ φιλαδελφία καὶ κυρίως βεβαίως τὴν ὑπακοή.
Ἔπειτα ἀπὸ ἕξι μῆνες, νομίζοντας ὅτι εἶχε ἐκπληρώσει κάθε ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, ἐξαντλήθηκε καὶ ἔφθασε σὲ ἀπόγνωση. Μάλιστα δέχθηκε τὸν λογισμὸ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἰσακούει τὶς προσευχές του, ὅτι εἶναι ἀδυσώπητος.
Ποιός εἶναι ὅμως ὁ κτιστὸς καὶ πεπερασμένος ἄνθρωπος νὰ ἀπευθύνει τέτοιο λόγο στὸν Θεό; Ὁ νοὺς τοῦ νεαροῦ δοκίμου θόλωσε καὶ τὸ πνεῦμα του βυθίσθηκε στὴν ἀφόρητη ἀγωνία καὶ τὸ σκότος τῆς κολάσεως. Ἐν τούτοις, πῆγε στὸν ναό, στὴ σύναξη τῆς ἀδελφότητας, καὶ προσκυνῶντας τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου βρῆκε τὴ δύναμη νὰ ἐπικαλεσθεῖ τὸ Ὄνομά Του: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό». Καὶ τότε τοῦ δόθηκε ἡ ἄφατη εὐλογία νὰ δεί τόν Ζῶντα Χριστὸ στὸν τόπο τῆς εἰκόνας Του.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὅλο του τὸ εἶναι γέμισε μὲ τὴ θεία χάρη καὶ ἀκόμη καὶ οἱ σάρκες του ποθοῦσαν νὰ πάσχουν γιὰ τὸν Χριστό. Ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ γνωρίζουμε ὅτι τὸν περιέλαμψε τὸ μέγα θεϊκὸ Φῶς, ὅτι ἐν πνεύματι ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, ὅπου ἄκουσε ἄρρητα ρήματα, ὅτι ἐκείνη τὴ στιγμὴ γεννήθηκε ἄνωθεν[5]. Μολονότι ἀπὸ παιδὶ στὶς ἀκολουθίες ἄκουγε: «Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι», μόνον τότε γνώρισε ὅτι ὑπάρχει Πνεῦμα Ἅγιο. Ἡ καρδιά του πλατύνθηκε καὶ ὁ κατὰ κόσμο ἀπαίδευτος Σιλουανός, ποὺ ἴσως νὰ μὴν εἶχε δεὶ κἂν γεωγραφικὸ ἄτλα τῆς γῆς, ἄρχισε νὰ δέεται γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νὰ εὔχεται γιὰ κάθε ἄνθρωπο τὴν ἀγαθὴ μερίδα ποὺ ἔλαχε σὲ αὐτόν.
Γιὰ λίγο καιρὸ μετὰ τὴ θεωρία ζοῦσε σὲ πασχάλιο πανηγύρι. Ἡ φύση του ὅμως δὲν ἦταν ἀκόμη σύμμορφη μὲ τὴ χάρη ποὺ δέχθηκε καὶ σύντομα ἄρχισε ὁ μακρὺς καὶ ἀδυσώπητος ἀγῶνας μὲ τοὺς λογισμούς, εἰδικὰ μὲ τοὺς λογισμοὺς τῆς κενοδοξίας. Ἐξ αἰτίας τῶν λογισμῶν αὐτῶν οἱ δαίμονες ἐνίοτε τοῦ ἐμφανιζόταν ὁρατὰ καὶ τὸν παίδευαν. Δεκαπέντε χρόνια πάλευε μὲ ἀνδρεία καὶ καρτερία. Κοιμόταν ἐλάχιστα, προσευχόταν μὲ μεγάλη ἔνταση καὶ θέρμη καὶ διακονοῦσε ἀκάματα.
Ἕνα βράδυ ὅπως πήγαινε νὰ κάνει μετάνοια στὸν Χριστό, ἐμφανίσθηκε μπροστά του ἕνας δαίμονας ἕτοιμος νὰ λάβει τὴ λατρεία γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀποκαμωμένος ὁ Ἅγιος κάθισε στὸ σκαμνί του καὶ μὲ ὀδύνη καρδιᾶς ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὸν νουθετήσει τί πρέπει νὰ πράττει γιὰ νὰ ταπεινώσει τὸ πνεῦμα του καὶ ἔτσι νὰ μὴν τὸν ἐνοχλοῦν οἱ δαίμονες. Καὶ τότε στὴν καρδιά του ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ νὰ τοῦ ἀπαντᾶ: «Κράτει τον νοὺν σου εἰς τὸν ἅδην καὶ μὴ ἀπελπίζου».
Ὁ Κύριος τοῦ πρόσφερε κόλαση, ἀλλὰ ὁ ἅγιος δέχθηκε τὸν λόγο μὲ εὐγνωμοσύνη. Ἄρχισε νὰ πράττει σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου καὶ ὅπως ὁ ἴδιος μαρτυρεῖ: «Ὁ νούς του καθαρίσθηκε καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μαρτυροῦσε στὴν καρδιά του τὴ σωτηρία».
Ὅπως φανερώνουν καὶ οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ στὸ Εὐαγγέλιο, ἡ τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ δὲν συνίσταται σὲ διανοητικὰ ἐπιτηδεύματα, ἀλλὰ στὴ θεωρία τοῦ Προσώπου Του ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ στὴν ἐνήχηση τῆς φωνῆς Του στὴν καρδιά. Ὁ Κύριος γιὰ νὰ ὑποδείξει στοὺς Ἰουδαίους ὅτι δὲν γνώριζαν πραγματικὰ τὸν Θεό, τοὺς ἔλεγε: «Οὔτε φωνὴν Αὐτοῦ (τοῦ Πατρὸς) ἀκηκόατε οὔτε εἶδος Αὐτοῦ ἑωράκατε»[6]. Ὁ Θεὸς γνωρίζεται μέσα ἀπὸ τὴν προσωπικὴ κοινωνία μαζί Του[7]. Ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ἡ θεογνωσία καὶ ἡ θεολογία ὡς κατάσταση τοῦ πνεύματος εἶναι «κοινωνία ἐν τῇ ὑπάρξει»[8].
Πολλοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι εἶχαν ὅραση τοῦ Χριστοῦ ἤ τῆς Παναγίας ἤ Ἀγγέλων. Στὴν Ἐκκλησία ὡστόσο ὑπάρχουν ἄσειστα κριτήρια γιὰ τὴ γνησιότητα τῆς ὁράσεως. Στὴ συγκεκριμένη περίπτωση τόσο τὰ ἄμεσα ἐνεργήματα τῆς ὁράσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅσο καὶ ἡ μετέπειτα βιοτὴ τοῦ Ὁσίου μαρτυροῦν τὴ γνησιότητα τοῦ βιώματός του.
Ἂς ἐξετάσουμε συνοπτικὰ κάποια σημεῖα ποὺ σφραγίζουν τὴν αὐθεντικότητα τῆς ὁράσεως τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, ὅπως καὶ τὴν τελειότητα τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἀνδρός.
α) Μετοχὴ χάριτος καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα
Κατ’ ἀρχὰς ἡ χάρη ποὺ δέχθηκε δὲν ἦταν ἀποκύημα φαντασίας, ἀλλὰ ψηλαφητή. Ὅπως κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἀσκητικοῦ του ἀγῶνα αἰσθανόταν τὶς φλόγες τῆς κολάσεως νὰ βουΐζουν γύρω του, νὰ ταλανίζουν ὅλο του τὸ εἶναι, σῶμα, ψυχὴ καὶ πνεῦμα, ἔτσι καὶ τὴ χάρη την αἰσθάνθηκε μέχρι μυελοῦ ὀστέων. Ἐνήργησε στὴν καρδιά του τέτοια ἀγάπη γιὰ τὸν Σωτῆρα Ἰησοῦ, ποὺ ποθοῦσε νὰ παραδοθεῖ στὸ μαρτύριο γιὰ χάρη Του.
β) Λόγος τῶν τελείων
Ὅταν ἕνας ἅγιος ἀσκητὴς ἀπὸ τὸν Καύκασο, ὁ ἅγιος Στρατόνικος, ἐπισκέφθηκε τὸν ἅγιο Σιλουανὸ χάριν πνευματικῆς ὠφέλειας, ὁ Γέροντας τοῦ ἔθεσε τὴν ἐρώτηση: «Πῶς μιλοῦν οἱ τέλειοι;». Καὶ ὁ ἴδιος τοῦ ἔδωσε τὴν ἀπάντηση ὅτι: «Οἱ τέλειοι δὲν λένε τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Λένε μόνον ὅ,τι τοὺς δώσει τὸ Πνεῦμα»[9].
Στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν ἀπάντησή του φανέρωσε τὸν τρόπο ποὺ ὁ ἴδιος μιλοῦσε καὶ ἔγραφε. Ὁ λόγος τοῦ παρ’ ὅτι εἶναι ἁπλὸς καὶ ἀνεπιτήδευτος, διανοίγει νέους ὁρίζοντες. Λάμπει «ὡς λύχνος φαίνων ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ»[10]. Δίνει λύσεις σὲ φλέγοντα ζητήματα καὶ ὑποδεικνύει «ὁδοὺς ζωῆς»[11]. Εἶναι καρπὸς τῆς προσευχῆς του καὶ τῆς ἐλπίδας του ὅτι, «ἔστω καὶ μιὰ ψυχὴ θὰ ἀγαπήσει τὸν Κύριο, φλεγόμενη ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς μετανοίας»[12].
γ) Πνευματικὴ ταπείνωση
Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὅταν ἀντίκρισε τὸ πρᾶο, γαλήνιο καὶ ἀγαπὸν βλέμμα τοῦ Χριστοῦ, γνώρισε στὴν καρδιά του τὴν «ἀπερίγραπτη» θεία ταπείνωση, στὴν ὁποία ἔκτοτε ἔπλεκε ὕμνο στὶς γραφές του καὶ τὴν ὁποία ἐκζητοῦσε «σὰν πολύτιμο λαμπρὸ μαργαρίτη»[13]. Ὅπως καὶ ἄλλοι Πατέρες διέκρινε δύο εἴδη ταπεινώσεως, τὴν ἀσκητικὴ καὶ τὴ χαρισματική, τὴν πνευματική.
Ἡ ἀσκητικὴ ταπείνωση συνίσταται στὸν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου νὰ σμικραίνει τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν. Τὸ κορύφωμα αὐτῆς τῆς ταπεινώσεως εἶναι νὰ ἔχει ὁ ἀσκητὴς τὸ φρόνημα ὅτι εἶναι ὁ χειρότερος ἀπὸ ὅλους.
Ἐν τούτοις, ἡ ταπείνωση αὐτὴ δὲν εἶναι τέλεια. Ἐναποκρύβει σύγκριση μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Τὴν ἀληθινὰ θεία ταπείνωση τὴ φανέρωσε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν κατάβασή Του ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ στὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς καὶ εἶναι δῶρο τῆς χάριτός Του. Ἡ κατὰ Χριστόν ταπείνωση ἐκφράζεται στὸ παράδοξο γεγονὸς ὅτι ὁ ἄκτιστος, ἄπειρος καὶ αἰώνιος Θεὸς κενώθηκε καὶ ἔδωσε τὴ ζωή Του, γιὰ νὰ λυτρώσει τὸ πλάσμα Του ἀπὸ τὸν θάνατο.
Σὲ στιγμὲς ἐπισκέψεως τῆς χάριτος ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται τὴ φρικτὴ θεία Πρόνοια καὶ Οἰκονομία. Βλέπει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου ὡς μιὰ ἀδιάκοπη περιποίηση Θεοῦ. Καὶ τότε πείθεται στὰ μύχια τῆς ὑπάρξεώς του ὅτι δὲν εἶναι ἁπλῶς χειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀνάξιος ἑνὸς τέτοιου Θεοῦ, ὅπως εἶναι ὁ Χριστός.
δ) Παγκόσμια μετάνοια
Ἡ συνείδηση αὐτὴ τῆς ἄκρας ἀναξιότητας καὶ ἀχρειότητάς μας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, συνυφασμένη μὲ τὴν εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν εἰς τέλος ἀγάπη Του καὶ τὰ ἀπερινόητα παθήματά Του, ὁδηγοῦν σὲ μετάνοια ποὺ δὲν ἔχει τέλος πάνω στὴ γῆ.
Ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ κάνει λόγο γιὰ τὴ μετάνοια. Ὁ ἄνθρωπος χωρὶς μετάνοια δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει προσαγωγὴ πρὸς τὸν Θεό. Ἡ μετάνοια δηλαδὴ εἶναι σὰν γέφυρα, ποὺ ἑνώνει τὰ ἄκρα βαραθρώδους ἀβύσσου.
Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς στὴν προσωπική του μετάνοια, στὸν ἀγῶνα συμφιλιώσεως μὲ τὸν Θεό, ἔφθασε σὲ ὁριακὲς καταστάσεις. Κατὰ τὴ θεωρία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ τοῦ μεταδόθηκε ἡ κατάσταση τοῦ Κυρίου. Δέχθηκε τὴ χάρη Του ποὺ πλαταίνει τὴν καρδιὰ καὶ περιπτύσσεται τὰ πάντα, οὐρανὸ καὶ γῆ, Θεὸ καὶ ἄνθρωπο.
Ὁ Χριστὸς σήκωσε τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας ὅλου τοῦ κόσμου, «γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα»[14]. Καὶ ὅσοι Τὸν ἀκολουθοῦν καὶ δέχονται τὴν κατάστασή Του, ὅπως ὁ ἅγιος Σιλουανός, ἀναλαμβάνουν τὸ πταῖσμα καὶ μετανοοῦν γιὰ τὴν πτώση ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Πῶς φθάνει κανεὶς σὲ αὐτὴ τὴν ὑπερκόσμια συνείδηση;
Ὅταν λάμψει τὸ φῶς τῆς χάριτος στὴν καρδιά, φανερώνει ἀφενός το σκοτάδι ποὺ ὁ ἄνθρωπος φέρει μέσα του καὶ ἀφ’ ἑτέρου την ὁμοουσιότητά του μὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὁ πλησίον παύει νὰ εἶναι κάποιος ἄλλος, κάποιος ξένος, κάποιος ἐπίβουλος τῶν ἀγαθῶν μας· γίνεται, ὅπως μαρτυροῦν οἱ Ἅγιοι, ὁ ἀδελφὸς καὶ ἡ ζωή μας, μέλος τοῦ Σώματος στὸ ὁποῖο ἀνήκουμε καὶ ἐμεῖς. Τότε ὁ ἄθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει νὰ θρηνεῖ ὄχι μόνο γιὰ τὶς προσωπικές του ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν «κατηραμένη κληρονομιὰ» τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸν Θεό, δεόμενος γιὰ τὴν πάγκοινη σωτηρία.
Στὸ κεφάλαιό του γιὰ τὸν θρῆνο τοῦ Ἀδὰμ ὁ ἅγιος Σιλουανὸς κατ’ οὐσίαν περιγράφει τὴ δική του μετάνοια. Ἡ «ἰσχυρά» του κραυγὴ «μετὰ μεγάλων δακρύων» ἀντηχοῦσε στὴν ἔρημο ἑνὸς κόσμου βυθισμένου στὴν ἀκηδία καὶ τὴν ἀπόγνωση, στερημένου ἀπὸ τὴ ζωοποιὸ καὶ φωτιστικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀδαμιαία μετάνοια εἶναι ἐκείνη ποὺ ἁρμόζει στὸν ἄνθρωπο ποὺ δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση Χριστοῦ. Ὅταν τέτοιου εἴδους μετάνοια προσφέρεται στὸν Θεό, ἑλκύει τὴν εὐλογία Του καὶ τὴν ἁπλώνει σὲ ὅλον τὸν κόσμο.
ε) Μεγάλη Ἐπιστήμη
Τὰ κυριότερα δεινὰ ποὺ μαστίζουν τὴν ἐποχή μας εἶναι: τὸ πνεῦμα τῆς ὑπερηφάνειας καὶ ἡ φιλαυτία, ἡ σκότωση τοῦ νοῦ καὶ ἡ αἰχμαλωσία του ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ἡ φιληδονία ποὺ ἔχει ἀναχθεῖ σὲ τέχνη, ἡ γενικευμένη ἀκηδία καὶ ἡ πλήρης πνευματικὴ παράλυση, οἱ πολλὲς ἀκούσιες θλίψεις, καὶ τέλος ἡ ἀπόγνωση.
Ἐκεῖνο ποὺ κατ’ ἐξοχὴν καθιστᾶ τὸν ἅγιο Σιλουανὸ σημεῖο γιὰ τὴ γενεά μας, εἶναι ὁ λόγος ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό: «Κράτει τον νοὺν σου εἰς τὸν ἅδην καὶ μὴ ἀπελπίζου». Ὁ λόγος αὐτὸς συνοψίζει ὁλόκληρη τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση ἐκφράσθηκε μὲ συνοπτικὸ καὶ ἀξιωματικὸ τρόπο.
Ὁ Θεὸς μὲ τὸν λόγο ποὺ ἀπηύθυνε στὸν θεράποντά Του, τοῦ ἀποκάλυψε τὸ ὅπλο μὲ τὸ ὁποῖο ἡττᾶται ὁ ἐχθρός. Τοῦ φανέρωσε τὸ μέσο τῆς θεραπείας τοῦ καταμωλωπισμένου σώματος τῆς ἀνθρωπότητας.
Ὁ ἅδης εἶναι μέρος τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Εἶναι κατάσταση, στὴν ὁποία κατέβηκε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὥστε νὰ μὴν ἀφήσει σπιθαμὴ τῆς δημιουργίας χωρὶς νὰ τὴ γεμίσει μὲ τὴ θεουργικὴ καὶ σωστικὴ Του ἐνέργεια. Ἀκόμη καὶ στὴν ἐπὶ γῆς ζωή Του βλέπουμε τὸν Κύριο κάθε φορὰ ποὺ δοξαζόταν νὰ στρέφει τον νοῦ Του καὶ τὸν νοῦ τῶν μαθητῶν Του στὸν ἐπονείδιστο θάνατό Του.
Ἂν αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδός – πρῶτα ἡ κατάβαση καὶ μετὰ ἡ ἀνάβαση – διὰ τῆς ὁποίας ὁ Χριστὸς συμφιλίωσε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, ἕπεται ὅτι καὶ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ τὴ βαδίσει.
Πράγματι, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἐκταθεῖ καὶ πρὸς τὰ κάτω καὶ πρὸς τὰ ἄνω· κατ’ ἀρχὰς πρὸς τὰ κάτω μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν αὐτομεμψία. Ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κατεβάζοντας ὅσο πιὸ χαμηλὰ γίνεται τὸν νοῦ καὶ τὸν ψυχισμό του, ἀλλὰ δὲν ἀπογινώσκει. Ἐκτείνεται καὶ πρὸς τὰ ἄνω, διότι ἔχει ρίξει ἄγκυρα στὸν Οὐρανὸ καὶ ἐναποθέτει κάθε ἐλπίδα του στὸ ἀνείκαστο ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν αὐτομεμψία συντρίβεται ἡ ἔπαρσή του, συντρίβεται ὅλη ἡ καρδιά του. Ὅπως ὅμως μαρτυροῦν οἱ Πατέρες, δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀνδρειότερο ἀπὸ μιὰ καρδιὰ συντετριμμένη.
Ὁ ἐχθρὸς ἔχει τάση γιὰ ἀνάβαση μὲ σκοπὸ νὰ ὑποσκελίσει ἀκόμη καὶ τὸν Θεό. Ὅταν ὁ ἀσκητὴς τῆς εὐσεβείας αὐτοκαταδικάζεται καὶ πορεύεται πρὸς τὰ κάτω, ὁ ἐχθρὸς ἐκ φύσεως ἀδυνατεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ εἶναι «ἐζωγρημένος εἰς τὸ θέλημα τοῦ πονηροῦ»[15], καὶ ἀρχίζει νὰ ἀπολαμβάνει τὴν ἐλευθερία «ἥ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσεν»[16].
Ἡ ταπείνωση ποὺ προϋποθέτει ἡ αὐτομεμψία ἑλκύει τη χάρη ποὺ θεραπεύει τα ἀσθενήματα καὶ ἀναπληροῖ τα ἐλλείποντα.
Ὁ Θεὸς δὲν κρίνει δύο φορές. Ὅταν ἑκούσια καταδικάζουμε τὸν ἑαυτό μας ὡς ἄξιο τῆς κολάσεως, ὁ Κύριος μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴ Μέλλουσα Κρίση. Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς βεβαίως βίωνε τὴν κατάσταση αὐτὴ στὴ χαρισματική της μορφή. Σὲ ἕνα κοινὸ ἐπίπεδο ὅμως εἶναι ἐφικτή, ἀκόμη καὶ ἀναγκαῖα, γιὰ κάθε Χριστιανό, ὡς ἀποδοχὴ τῶν θλίψεων μὲ καρτερία καὶ ἐλπίδα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀποδίδοντας δόξα στὸ Ὄνομὰ Του καὶ μομφὴ μόνο στὸν ἑαυτό μας.
Γιὰ τὸν ἅγιο Σιλουανὸ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Κράτει τον νοὺν σου εἰς τὸν ἀδην καὶ μὴ ἀπελπίζου» ἔγινε ἀσκητικὴ μέθοδος. Ἦταν γι’ αὐτὸν ἡ Μεγάλη Ἐπιστήμη, στὴν ὁποία ἐντρύφησε καὶ τὴν ὁποία ὑπέδειξε ὡς τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὸν γαλήνιο λιμένα τῆς ἀπάθειας, καὶ τελικὰ στὴν αἰώνια ζωή.
στ) Πρόσωπο
Τὸ πρόσωπο δὲν εἶναι τὸ ψυχολογικὸ ἄτομο, ἀλλὰ ὁ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἄνθρωπος ποὺ ἐργάζεται τὸ καθ’ ὁμοίωσή του μὲ τὸν Θεό. Ἡ κάθε Ὑπόσταση τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι τέλειος Θεός, διότι φέρει τὸ πλήρωμα τῆς θείας Οὐσίας καὶ τῆς θείας Ἐνεργείας. Κατ’ ἀναλογία, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὑπόσταση, ὅταν ἐναγκαλισθεῖ στὴν καρδιά του ὅλο τὸ ἀνθρώπινο εἶναι ἀπὸ ἀρχῆς μέχρις ἐσχάτων καὶ τὸ ἀναφέρει στὸν Θεὸ μὲ τὴ δέηση τῆς μεσιτείας του.
Τὴ στιγμὴ τῆς εὐλογημένης ὁράσεως ὁ νεαρὸς δόκιμος στάθηκε ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ πρόσωπο πρὸς Πρόσωπο. Ἀντίκρισε τὸ γαλήνιο βλέμμα Του καὶ ὡς ἐκ τούτου γεύθηκε τὴν αἰωνιότητα. Τοῦ μεταδόθηκε ἡ κατάσταση τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸ θεῖο θέλημα, δηλαδὴ ἡ σωτηρία πάντων, ἔγινε καὶ τὸ δικό του θέλημα.Ο ἅγιος Σιλουανὸς«άρχισε νὰ κατανοεῖ τὴν ἐντολὴ “ἀγαπήσεις τον πλησίον σου ὡς σεαυτὸν” ὄχι ὡς ἠθικὸ κανόνα. Διέβλεπε πλέον ὅτι ἡ λέξη “ὡς” ἀναφερόταν ὄχι στὸν βαθμὸ τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ στὴν ὀντολογικὴ ἑνότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων» [17].
ζ) Προσευχὴ ὑπὲρ τοῦ κόσμου
Μετὰ τὴν ὅραση ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ἔγινε «κατεντευκτὴς Θεοῦ». Ἔβλεπε πλέον τοὺς ἀνθρώπους γύρω του μὲ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὰ μυωπικὰ μάτια τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Σπλαγχνιζόταν κάθε πλάσμα καὶ μεσίτευε γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ Ἀδάμ. Γι’ αὐτὸν ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον ἦταν τὸ κριτήριο τῆς γνησιότητας τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό.
η) Ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθρούς
Κατ’ οὐσίαν, ὁ ἅγιος Γέροντας δὲν χώριζε τοὺς ἀνθρώπους σὲ φίλους καὶ ἐχθρούς, ἀλλὰ σὲ ἐκείνους ποὺ γνωρίζουν τὸν Θεὸ καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγνοοῦν. Ἔχοντας τὴ συνείδηση ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα, δὲν μποροῦσε νὰ ἀποβάλλει πλέον ἀπὸ τὴν καρδιά του ἕνα ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ σώματος αὐτοῦ καὶ νὰ μὴν ποθεῖ τὴ σωτηρία του. Πίστευε ὅτι: «Ὅποιοι μισοῦν καὶ ἀποκρούουν τὸν ἀδελφό τους εἶναι ἐλλιπεῖς, δὲν γνώρισαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀγάπη ποὺ ἀγκαλιάζει τὰ πάντα, καὶ δὲν βρῆκαν τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ σὲ Αὐτόν»[18].
Ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθροὺς εἶναι ἡ κορύφωση τῶν ἐντολῶν, διότι ἀντανακλᾶ τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ προσφέρει τὴν ἁγία καὶ ἄληκτη ζωή Του στὸν ἐχθρό Του, τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο. Ἀναμφίβολα ἡ ἐντολὴ αὐτὴ ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου· εἶναι ἀνέφικτη χωρίς τη χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Σιλουανὸ ἡ ὕπαρξη τῆς ἀγάπης αὐτῆς ἀποτελοῦσε ἔνδειξη τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τόσο σὲ προσωπικὸ ὅσο καὶ σὲ ἐκκλησιολογικὸ ἐπίπεδο.
Ἡ διδασκαλία του παρέχει κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπλανὲς καὶ ἀξιόπιστο κριτήριο γιὰ τὴ Μία Ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ποὺ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία ποὺ στοὺς κόλπους της φέρει ἀνθρώπους πού εἶναι κατοικητήρια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἐμφοροῦνται ἀπὸ «τὴν κατὰ Χριστὸν θεία ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθροὺς καὶ τὴν κατὰ Χριστὸν ταπείνωση» [19].
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σημεῖα ποὺ ἀναφέραμε, ἡ αὐθεντικότητα τῆς ὁράσεως τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν ἅγιο Σιλουανὸ μαρτυρεῖται ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν ἁπλότητα τῶν γραφῶν του. Ὁ πλοῦτος τῆς ζωῆς ποὺ μεταδίδει ὁ Θεὸς στοὺς ἐκλεκτούς Του δὲν περιγράφεται μὲ τὸν νοῦ. Δὲν εἶναι ἀπότοκο τῆς φαντασίας καὶ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν ἐξάπτει τὴ φαντασία.
Οἱ Ἅγιοι στὶς γραφές τους δὲν ἀπαγγέλλουν ποίηση, ἀλλὰ ἐκφράζουν τὴ ζωντανὴ ἐμπειρία τους. Τὸ μυστήριο τῆς αἰωνιότητας τοῦ Θεοῦ δὲν γνωρίζεται μέσα ἀπὸ ὡραῖες περιγραφὲς καὶ ἀπὸ ὑψηλὴ διανόηση, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Στὴν ἕνωση μὲ τὸν Κύριο συνίσταται ἡ τελειότητα. Αὐτὴ τὴ σχέση ἀγωνιζόμαστε νὰ καλλιεργήσουμε καὶ νὰ κάνουμε αἰώνια ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, καὶ λόγοι, ὅπως αὐτὸς τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, ἀναλαμβάνουν τὸν ρόλο τοῦ πλοηγοῦ ἀστέρα στὸν ἀγῶνα μας.
Παραπομπές:
[1]. Βλ. Ιωάν. 12,48.
[2]. Βλ. Πατριαρχικὴ πρᾶξις ἁγιοκατατάξεως.
[3]. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 86.
[4]. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 10.
[5]. Βλ. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 30.
[6]. Ιωάν. 5,37.
[7]. Βλ. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σσ. 136-137.
[8]. Βλ. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σσ. 178, 276.
[9]. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σσ. 68-69.
[10]. Βλ. Β’ Πέτρ. 1,19.
[11]. Βλ. Ψάλμ. 15,11.
[12]. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 351.
[13]. Βλ. γιὰ παράδειγμα: ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 518.
[14]. Γάλ. 3,13.
[15]. Βλ. Β’ Τίμ. 2,26.
[16]. Γάλ. 5,1.
[17]. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 56.
[18]. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 150.
[19]. Βλ. ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 107.