Τριάντα οκτώ μουμιοποιημένα σώματα με προσωπογραφίες στη θέση της κεφαλής που βρέθηκαν σε αρχαιολογικές ανασκαφές σε όλο τον κόσμο παρουσιάζονται σε μια μεγάλη έκθεση στο Άμστερνταμ.
Από τότε που ο Ιταλός περιηγητής Πιέτρο ντελα Βάλε ανακάλυψε τον 17ο αιώνα τα νεκρικά πορτρέτα Φαγιούμ, που πήραν το όνομά τους από την όαση στην οποία βρέθηκαν τυχαία τα πρώτα δείγματά τους, μέχρι σήμερα, η γοητεία που ασκούν στο κοινό είναι αδιάλειπτη. Είναι το σώμα των προσωπογραφιών που φιλοτεχνήθηκαν από τον 1ο έως τον 3ο αιώνα από συνεχιστές της ύστερης ελληνιστικής παράδοσης της Αλεξανδρινής Σχολής και διασώθηκαν ως τη σημερινή εποχή.
Τριάντα οκτώ μουμιοποιημένα σώματα με προσωπογραφίες στη θέση της κεφαλής που βρέθηκαν σε αρχαιολογικές ανασκαφές σε όλο τον κόσμο και κεντρίζουν μέχρι σήμερα το ενδιαφέρον των επιστημόνων και ειδικών της τέχνης παρουσιάζονται σε μια μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Allard Pierson του Άμστερνταμ με τίτλο «Face to face: The people behind the mummy portraits», που θα διαρκέσει μέχρι τις 20 Μαΐου 2024.
Ο τίτλος, «Πρόσωπο με πρόσωπο», φιλοδοξεί να μας φέρει αντιμέτωπους όχι μόνο με τα έργα τέχνης αλλά και με τα άτομα που απαθανατίστηκαν, συχνά σε ξύλινα πάνελ, πριν από σχεδόν 2.000 χρόνια και να μας συστήσει έναν ολόκληρο κόσμο που υπάρχει πίσω από αυτά και σχετίζεται με τους δημιουργούς, τους συλλέκτες, τους αρχαιολόγους και τους ερευνητές. Στόχος της είναι να δώσει φωνή στους απεικονιζόμενους, φέρνοντας στο φως μυστικά μιας τέχνης αλλά και το πορτρέτο μιας εποχής. Τα Φαγιούμ εξακολουθούν και αιχμαλωτίζουν τη φαντασία μας με το διεισδυτικό τους βλέμμα που μας κοιτάζει κατάματα, με τον μοντέρνο ρεαλισμό της απεικόνισης, τα ρούχα και τα κοσμήματά τους, ενώ η τεχνική τους συναντάται σε μεταγενέστερους καλλιτέχνες, στο Βυζάντιο, ακόμα και σε εμπνευσμένους καλλιτέχνες του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού.
Έργα ιδιαίτερα και μοναδικά μιας κοσμοπολίτικης, πολυπολιτισμικής κοινωνίας, αντικατοπτρίζουν τις προσωπικότητες των εικονιζόμενων ατόμων της ανώτερης τάξης που είναι ενδεδυμένες ρόλους ανάλογους με τις περιστάσεις και τις δραστηριότητές τους.
Μέχρι σήμερα θεωρούνται παράδειγμα της μεγάλης ελληνικής ζωγραφικής, από την οποία έχουμε ελάχιστα ίχνη. Προσωπογραφίες ανδρών, γυναικών και παιδιών από την Αίγυπτο της ρωμαϊκής εποχής συγκροτούν ένα σώμα έργων γεμάτο συναισθήματα, ζωντάνια και εκφραστικότητα που μοιάζουν με φωτογραφικά πορτρέτα νεκρών τα οποία δημιουργήθηκαν σε μια κοινωνία κοσμοπολίτικη, σε ένα σταυροδρόμι πολιτισμών και «χωνευτήρι» θρησκευτικών παραδόσεων./div>
Οι προσωπογραφίες αυτές τοποθετούνταν στη θέση του προσώπου του νεκρού, τη μόνη περιοχή που δεν καλυπτόταν από τις λινές ταινίες της πολυδάπανης ταρίχευσης. Η ελληνορωμαϊκή ζωγραφική παράδοση συναντά στα πρόσωπά τους τα αιγυπτιακά έθιμα ταφής. Ζωγραφισμένα εκ του φυσικού, είτε σε ξύλο είτε σε λινό ύφασμα με την εγκαυστική τεχνική ή με αυτήν της τέμπερας, τα Φαγιούμ αποδίδουν τον εικονιζόμενο με μια συγκλονιστική φυσικότητα. Η χρήση τους είναι, θα λέγαμε, διττή, καθώς αφενός διατηρούν ζωντανή την εικόνα του νεκρού, χάρη στον απίστευτο ρεαλισμό και την αμεσότητά τους, αλλά παράλληλα συνιστούν και μέρος του μαγικού νεκρικού εξοπλισμού της μούμιας της ρωμαϊκής Αιγύπτου και της τελετουργίας της εποχής, αφού το πορτρέτο βοηθούσε το Κα (ζωτική δύναμη που δημιουργείται κατά τη γέννηση και απελευθερώνεται με τον θάνατο) και το Μπα (προσωπικότητα ή ψυχή) του νεκρού να αναγνωρίσουν το φυσικό του σώμα μετά τον θάνατο και να επανασυνδεθούν μαζί του στην αιώνια ζωή.
Έργα ιδιαίτερα και μοναδικά μιας κοσμοπολίτικης, πολυπολιτισμικής κοινωνίας, αντικατοπτρίζουν τις προσωπικότητες των εικονιζόμενων ατόμων της ανώτερης τάξης που είναι ενδεδυμένες ρόλους ανάλογους με τις περιστάσεις και τις δραστηριότητές τους. Οι Έλληνες αγκάλιαζαν την ελληνική γλώσσα και κουλτούρα. Οι Ρωμαίοι που υπηρετούσαν στη διοίκηση και στον στρατό ακολουθούσαν την αυτοκρατορική μόδα στην ένδυση, την κόμμωση και τα κοσμήματα. Οι Αιγύπτιοι επιθυμούσαν να ταφούν όπως ο Όσιρις, εξασφαλίζοντας έτσι την αιωνιότητα.
Όπως γράφει η σημαντική μελετήτρια Ευφροσύνη Δοξιάδη στον τόμο «Τα μυστηριώδη πορτρέτα Φαγιούμ: Πρόσωπα από την αρχαία Αίγυπτο», η ποικιλία στις λεπτομέρειες της ζωγραφικής τεχνικής αυτών των έργων είναι εντυπωσιακά μεγάλη και συνδέεται συχνά με προσωπικές επιλογές των ζωγράφων που φαίνεται ότι εκμεταλλεύονται τις αρετές των διαφόρων τεχνικών μέσων προκειμένου να αποδώσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ανακαλύπτοντας μια μοναδικά γοητευτική και μυστηριώδη τέχνη
H έκθεση βασίζεται στις τελευταίες γνώσεις γι’ αυτές τις προσωπογραφίες και στα ευρήματα της τεχνικής έρευνας για τα υλικά, καταγράφοντας την ιστορία των διάσημων πορτρέτων. Με τα σκοτεινά και πολύ εκφραστικά μάτια τους, τα Φαγιούμ φαίνεται να θέλουν να συναντήσουν το βλέμμα όσων τα θαυμάζουν, να τους δείξουν τα πρόσωπα εκείνων που ζούσαν στην Αίγυπτο πριν από χιλιάδες χρόνια ως υβριδικά δείγματα ενός μοναδικού πολιτισμού. Αυτά τα έργα είναι μοναδικά για διάφορους λόγους, αλλά και ως μία από τις σπάνιες μορφές κλασικής τέχνης που έχουν διασωθεί.
Όπως οι τοιχογραφίες από τα καλυμμένα με τέφρα ερείπια της Πομπηίας διατηρήθηκαν λόγω ηφαιστειακής έκρηξης, έτσι και τα πορτρέτα του Φαγιούμ διατηρήθηκαν χάρη στο κλίμα της ερήμου της Αιγύπτου. Το θέμα τους είναι άλλο ένα στοιχείο που τα κάνει σπουδαία. Εκεί όπου η συντριπτική πλειονότητα των ελληνορωμαϊκών έργων τέχνης απεικονίζει θεούς, μυθολογικούς ήρωες και θεϊκούς αυτοκράτορες, τα πορτρέτα αυτά αποδίδουν μορφές απλών, θνητών ανθρώπων.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά τους είναι το στυλ τους, το οποίο ο επιμελητής Ben van den Bercken περιγράφει ως ένα μείγμα πολιτιστικών επιρροών. «Φτιάχτηκαν για να τοποθετούνται πάνω από μουμιοποιημένα σώματα», λέει. «Εδώ έχουμε την επικράτηση του αιγυπτιακού στοιχείου· ένας τρόπος για να παραμένουν οι νεκροί από φυσικό θάνατο ή ασθένειες αναγνωρίσιμοι από τους θεούς καθώς και από τους αγαπημένους τους».
Ο ελληνιστικός πολιτισμός που εισήχθη στην Αίγυπτο μέσω της βασιλείας των Πτολεμαίων Φαραώ, των οποίων η καταγωγή ανάγεται στον κατακτητή Μέγα Αλέξανδρο, αντικατοπτρίζεται στα ρούχα των υπηκόων καθώς και στα υλικά που τοποθετούνταν στον καμβά. Η τέμπερα, που η αρχή της χρήσης της εντοπίζεται στην αιγυπτιακή παράδοση, σύμφωνα με την οποία η χρωστική αναμειγνύεται με υδατοδιαλυτά συστατικά, όπως ο κρόκος αυγού, συνδυάζεται συχνά με την εγκαυστική ζωγραφική, για την οποία χρησιμοποιείται ζεστό κερί, μια ελληνική προσέγγιση που, όπως εικάζει ο Van den Bercken, μπορεί να υπήρχε στο ελληνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα της Αιγύπτου. «Το ενδιαφέρον με την εγκαυστική ζωγραφική είναι η εξαιρετικά αναγνωρίσιμη δεξιότητα», είπε. «Δεδομένου ότι δεν μπορούν να γίνουν προσαρμογές αφού κρυώσει το κερί, τα πορτρέτα κατασκευάστηκαν στρώμα-στρώμα, στοιχείο που τους έδωσε μια σχεδόν ιμπρεσιονιστική ποιότητα. Θυμίζει τον τρόπο κατασκευής των έργων που βρίσκουμε στον 17ο αιώνα σε καλλιτέχνες όπως ο Ρέμπραντ».
Ο ρεαλισμός των πορτρέτων του Φαγιούμ εισήχθη κυρίως από τη Ρώμη, η οποία προσάρτησε επίσημα την Αίγυπτο το 30 μ.Χ., και έμμεσα από την Ελλάδα. Οι ρεαλιστικές τους λεπτομέρειες, που δείχνουν μια σαφή κατανόηση της ανθρώπινης ανατομίας, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πιο αφηρημένη και συμβολική οπτική γλώσσα, που σήμερα σχετίζεται με την αρχαία Αίγυπτο.
Αλλά ενώ τα πορτρέτα είναι «ζωντανά», το ερώτημα αν τα απεικονιζόμενα πρόσωπα αντιστοιχούν σε πραγματικά παραμένει υπό συζήτηση. «Είναι δύσκολο να κρίνουμε τον βαθμό στον οποίο οι πίνακες αντικατοπτρίζουν την πραγματική όψη αυτών των ανθρώπων», σημειώνει ο Van den Bercken. «Αν, για παράδειγμα, τους ανήκαν πραγματικά τα κοσμήματα που βλέπουμε στις εικόνες. Είναι πιθανό να παρουσιάζονταν λίγο πιο πλούσιοι απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα».
Την ίδια στιγμή, αυτά τα πορτρέτα δεν ήταν φτηνά: «Κοιτάξτε τα ξύλινα πάνελ στα οποία ήταν ζωγραφισμένα. Πολλά από αυτά είναι φτιαγμένα από ξύλο που εισήχθη στην Αίγυπτο. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένες από τις χρωστικές ουσίες. Αυτό υποδηλώνει ότι τα υποκείμενα ήταν μέλη της ανώτερης τάξης της κοινωνίας, άνδρες και γυναίκες με σημαντικά μέσα»
Επιμένοντας στο θέμα του ρεαλισμού, οι οξυδερκείς παρατηρητές θα τονίσουν ότι οι πίνακες που δημιουργήθηκαν τον 3ο και τον 4ο αιώνα φαίνονται διαφορετικοί από εκείνους που χρονολογούνται πιο κοντά στην εποχή του Ιούλιου Καίσαρα. Οι δεύτεροι ανταγωνίζονται ρωμαϊκές προτομές σε ακρίβεια, ενώ οι πρώτοι είναι πιο υποβλητικοί, σαν βυζαντινές εικόνες. Ενώ ο Van den Bercken δεν αποκλείει τα εξελισσόμενα καλλιτεχνικά ρεύματα στην ιταλική χερσόνησο και στη Μικρά Ασία να επηρέασαν την αιγυπτιακή πινελιά, δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να εξαχθεί ένα ασφαλές συμπέρασμα. Οι διαφορές στο στυλ, εξηγεί, θα μπορούσαν εξίσου εύκολα να αποδοθούν σε διαφορές στη γεωγραφική θέση ή στις προτιμήσεις μεμονωμένων ζωγράφων. Επιπλέον, πολλά από τα πορτρέτα δεν μπορούν να χρονολογηθούν με ακρίβεια.
Το βέβαιο είναι ότι η παράδοση της ταφικής ζωγραφικής, που εμφανίστηκε τον 1ο αιώνα π.Χ., σταδιακά καταργήθηκε κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. Μια πιθανή εξήγηση για την ανάπτυξη αυτή είναι η άνοδος του χριστιανισμού, που ανακηρύχθηκε επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Θεοδόσιο το 380. Όταν η θρησκεία εξαπλώθηκε από τη Ρώμη στην Αίγυπτο, τα τελετουργικά μουμιοποίησης έδωσαν τη θέση τους σε χριστιανικές τελετές ταφής. Καθώς η μουμιοποίηση εξαφανίστηκε, η τέχνη του Φαγιούμ ακολούθησε το παράδειγμά της.
Σήμερα, οι περίπου 1.100 ρεαλιστικές προσωπογραφίες είναι διάσπαρτες σε μουσεία και συλλογές σε όλο τον κόσμο. Αν και βρέθηκαν σε νεκροπόλεις σε πολλά μέρη της Αιγύπτου, από την παραλιακή πόλη της Mαρίνα ελ-Aλαμέιν, δυτικά της Αλεξάνδρειας, ως το Ασουάν στην Άνω Αίγυπτο, αναφέρονται με τη συμβατική ονομασία «Φαγιούμ». Aπό τα τέλη της δεκαετίας του 1880, οι περισσότερες προσωπογραφίες προέρχονται από τις νεκροπόλεις στην εύφορη όαση του Φαγιούμ, την επονομαζόμενη και «κήπος της Αιγύπτου». Τα πορτρέτα Φαγιούμ αποτελούν το μεγαλύτερο σωζόμενο corpus έργων της νατουραλιστικής αρχαιοελληνικής ζωγραφικής παράδοσης και θεωρούνται πρόδρομοι των βυζαντινών εικόνων.
Με στοιχεία από Μουσείο Allard Pierson, ΕΑΜ, artnet και το βιβλίο της Ευφροσύνης Δοξιάδη «Τα μυστηριώδη πορτρέτα Φαγιούμ: Πρόσωπα από την αρχαία Αίγυπτο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου